Του Λεωνίδα Καλούση
Έζησε την απόλυτη κοριτσίστικη φαντασίωση. Ντυμένη στα ροζ, με τα ασημένια της γοβάκια κι άρωμα je reviens, αληθινή Σταχτοπούτα, η 16χρονη Παρισούλα Λάμψος είδε στο πρόσωπο του 30χρονου μελαμψού άντρα τον πρίγκιπα της ζωής της.
Την ίδια άλλωστε την αποκαλούσαν «πριγκίπισσα της Βαγδάτης», χάρη στους καλούς τρόπους της, τη γλωσσομάθειά της, την καταγωγή της από πλούσια ελληνική οικογένεια με ρίζες στη Βυρηττό. Έτσι, όταν εκείνο το βράδυ του 1968 πέρασε το φράκτη που χώριζε το σπίτι τους από το σπίτι των γειτόνων τους Τζίνα και Χαρούτ Καγιάτ, με τον Φρανκ Σινάτρα στα μεγάφωνα να τραγουδάει «Στρέιντζερς ιν δε νάιτ», κρατώντας στα χέρια της ένα μπολ με ταμπουλέ, δεν φανταζόταν ότι η ζωή της θα άλλαζε εντελώς. Ούτε ότι ο όμορφος άντρας με τα ψυχρά μάτια, στέλεχος του κόμματος του Μπάαθ, θα ήταν ο μελλοντικός ηγέτης του Ιράκ Σαντάμ Χουσεΐν, στη σκιά του οποίου η Λάμψος διατείνεται πως έζησε σχεδόν τριάντα χρόνια, ως ερωμένη του.
Ο πρόεδρος έπινε Τζακ Ντάνιελ, λάτρευε τον «Νονό», είχε πάντοτε ένα όπλο κάτω από το μαξιλάρι του κι ένα άλλο στο κομοδίνο του, ενώ τα τελευταία χρόνια κατάπινε τα βιάγκρα με τις χούφτες.
Ήταν η shaqra, η «ξανθιά» του. Αν πιστέψουμε τη Λάμψος, η σχέση της με τον Σαντάμ ήταν και για τους δύο τους κάτι εντελώς ξεχωριστό. Για εκείνον ήταν μεν μια από τις δεκάδες γυναίκες του, αλλά του ήταν πολύτιμη, «λόγω του χαρακτήρα» της, επειδή περιφρονούσε τα υλικά αγαθά, τα χρήματα, κι ήταν «πάντοτε ο εαυτός της». Για εκείνη, πάλι, μετά την «τύφλωση» της πρώτης περιόδου, ο Σαντάμ ήταν ο μοναδικός τρόπος που είχε για να παραμείνει ζωντανή. Κάθε τόσο, μια από τις προεδρικές λιμουζίνες σταματούσε κάτω από το σπίτι της και τη μετέφερε σε κάποιες από «τις φωλιές» του προέδρου, άλλοτε για μερικές ώρες, άλλοτε για λίγες μέρες. Ο πρόεδρος έπινε Τζακ Ντάνιελ, λάτρευε τον «Νονό», είχε πάντοτε ένα όπλο κάτω από το μαξιλάρι του κι ένα άλλο στο κομοδίνο του, ενώ τα τελευταία χρόνια κατάπινε τα βιάγκρα με τις χούφτες.
Η μακροχρόνια σχέση της Παρισούλας με τον Σαντάμ έχει όλα τα στοιχεία μιας παραμυθένιας ιστορίας, με τα κενά της, τις αποσιωπήσεις της, τις εξιδανικεύσεις της. Χαρακτηριστικός είναι ο διάλογος που παρατίθεται στη σελίδα 344, κι ενώ ο Σαντάμ προαισθάνεται ότι εκείνη έχει αρχίσει να «αλλάζει»: «Ένα βράδυ ο Σαντάμ με κοίταξε με το κουρασμένο του βλέμμα: "Ήρθε η ώρα να τελειώνουμε σακρά". "Τι εννοείς", τον ρώτησα χωρίς να φανερώσω τα συναισθήματά μου. "Δεν ξέρω. Πρέπει να το σκεφτώ πρώτα. Ένα πράγμα είναι σίγουρο. Κανένας άλλος άντρας δεν θα σ’ αγγίξει".».
Κι όμως, παρά το υποτιθέμενο πάθος του Σαντάμ για τη σακρά του, η Παρισούλα κατάφερε να παντρευτεί με έναν πλούσιο Αρμένιο, τον Σιρόπ, και να κάνει μαζί του δύο κόρες, τη Λίζα και την Αλίκη. Σύμφωνα με την ίδια, ο Σίροπ πλήρωσε ακριβά το γάμο τους, κυνηγήθηκε και φυλακίστηκε, έτσι που στο τέλος δεν άντεξε και το έσκασε στο εξωτερικό. Τότε, ένας από τους γιους του Σαντάμ, ο βάναυσος Ουντάι βίασε μια από τις κόρες της, ενώ ήταν μόλις 15 χρόνων! Παρόλα αυτά, ένα τρίτο παιδί, ο Κωνσταντίνος, αγνώστου πατρός, έκανε την εμφάνισή του στις αρχές της δεκαετίας του 80. Ανάμεσα στον Ουντάι και τον Κωνσταντίνο είχε αναπτυχθεί με τον καιρό μια έντονη σχέση, ειδικά από την πλευρά του γιου του Σαντάμ, ο οποίος τον καλούσε συχνά στις κραιπάλες του.
Τα πράγματα δυσκόλεψαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000, κι ενώ η αμερικανική εισβολή είχε αρχίσει να προετοιμάζεται. Το 2001, η Λάμψος επιχείρησε να φύγει μέσα από το ιρακινό Κουρδιστάν, όμως προδόθηκε από τους ανθρώπους που θα τη βοηθούσαν, και κατέληξε στις γυναικείες φυλακές. Εκεί, καιρό αργότερα, μια ομάδα φρουρών ήρθε και την πήρε για να τη μεταφέρει αλλού. Όταν τους ρώτησε «πού την πηγαίνουν» εκείνοι της απάντησαν «Στη Βαγδάτη». Πίστευε ότι είχε έρθει το τέλος της. Κι όμως, λίγες ώρες μετά, βρισκόταν στα σύνορα με τη Συρία καταλήγοντας σε ξενοδοχείο στο Αμάν της Ιορδανίας συνειδητοποιώντας ότι οι «απαγωγείς» της ήταν άνθρωποι του Εθνικού Ιρακινού Κογκρέσου, του κόμματος της αντιπολίτευσης που υποστηριζόταν από τις ΗΠΑ και τη ΣΙΑ. Έτσι, με τη βοήθεια των τελευταίων, έπειτα από περιπέτειες που κράτησαν σχεδόν ένα χρόνο, βρέθηκε στη Σουηδία, ως Μαρία Λάμψος πια, για να βρίσκεται κοντά σε μια από τις κόρες της, που στο μεταξύ ζούσε εκεί παντρεμένη μ’ έναν Αλγερινό. Κι όσο για τον Κωνσταντίνο, διατηρεί, λέει, επιτυχημένο εστιατόριο στην Αθήνα.
Οι δύσπιστοι, όμως, απορούν: Αν έζησε για τόσα χρόνια κοντά στον Σαντάμ, πώς και δεν έχει κάποια φωτογραφική απόδειξη, ή κάποιο άλλο ντοκουμέντο να επιδείξει; Εκείνη «απαντά» ότι κάτι τέτοιο δεν θα ήταν δυνατό, μια και οι εμφανίσεις τους ήταν τις περισσότερες φορές σε στενό περιβάλλον, μακριά από τη δημοσιότητα. Πάντως, όταν το 2003 ο αμερικανικός στρατός ανακάλυψε την «ερωτική φωλιά» του Σαντάμ στη Βαγδάτη, σε κάποια από τις κρεβατοκάμαρές του βρέθηκε φωτογραφία του με μια ξανθιά γυναίκα στο πλευρό του που μοιάζει στη Λάμψος. Τι είναι αλήθεια, τι είναι ψέματα; Ας μην ξεχνάμε, πάντως, ότι αυτό το βιβλίο είναι γραμμένο από τη σουηδή δημοσιογράφο Λένα Καταρίνα Σβάνμπεργκ (βλ. φωτογραφία από πάνω) και είναι προϊόν μακρόχρονων συζητήσεων – υπάρχει δηλαδή διαμεσολάβηση. Όπως ακριβώς στα ανατολίτικα παραμύθια, είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς την πραγματικότητα από τους ευσεβείς πόθους, τα γεγονότα από τις εκ των υστέρων επινοήσεις. Κι έπειτα, υπάρχουν πάντοτε και πράγματα σε αυτές τις ιστορίες κατασκοπίας και μυστηρίου που καλό είναι να παραμένουν για πάντοτε στο σκοτάδι…
Παρισούλα Λάμψος
Μτφρ. Γιώργος Μαθόπουλος
Ψυχογιός 2010
Σελ. 424, τιμή εκδότη €16,60