Βιογραφία και βιογραφισμός: η συμβολή του Γιώργου Ανδρειωμένου σε μια σχέση λεπτής ισορροπίας. Με αφορμή το βιβλίο: «Γιάννης Ρίτσος, Πρώιμα ποιήματα και πεζά» (εκδ. Κέδρος).
Της Άννας Αφεντουλίδου
Πολύ σημαντική είναι η συμβολή του Γιώργου Ανδρειωμένου στην ανάδειξη του κειμενικού είδους της βιογραφίας και της συστηματικής έρευνας γύρω από τις αρχειακές πηγές και τη χρήση τους στις σύγχρονες φιλολογικές μελέτες. Τόσο η εισαγωγική του μελέτη στον τόμο Γιάννης Ρίτσος – Πρώιμα ποιήματα και πεζά (εκδ. Κέδρος) του 2018 όσο και η μελέτη του Βιογραφικά στον Ανδρέα Κάλβο (εκδ. Ι. Σιδέρης), η οποία εκδόθηκε τo 2019 με αφορμή τα 150 χρόνια από τον θάνατο του ποιητή, συμβάλλουν όχι μόνο στη συμπλήρωση της εικόνας που έχουμε για τη ζωή και το έργο των ποιητών αυτών αλλά και στην εικόνα που έχουμε για τη συμβολή των βιογραφικών σπουδών στην φιλολογική αποτίμηση των λογοτεχνικών έργων. Αναφέρω συμπυκνωμένα κάποιες από τις παρατηρήσεις που συγκεντρώνει στην ενότητα «Συνοπτική θεωρητική συζήτηση: Βιογραφία και μελέτη της λογοτεχνίας», του βιβλίου του για τον Κάλβο, τις οποίες θεωρώ ότι αποτελούν καίριες επισημάνσεις αναφορικά με το παραπάνω θέμα:
Ούτως ή άλλως η απόπειρα προσέγγισης ενός κειμένου μέσω της εξοικείωσης με τον βίο και την προσωπικότητα του δημιουργού υπήρξε ανέκαθεν ένα από τα πολλαπλά συμφραζόμενα στα οποία είναι δυνατόν να τοποθετηθεί ένα λογοτεχνικό έργο και μέσω των οποίων μπορεί να διαβαστεί με λιγότερο ή περισσότερο διαφορετικούς τρόπους.
«[…] Στο άκουσμα του όρου βιογραφία καταλαβαίνουμε όλοι ότι αναφερόμαστε σε ένα είδος που κινείται μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας, βιογραφικών σημειώσεων και λογοτεχνικής αφήγησης, ιστορικής ανασύνθεσης και κατά φαντασίαν σύνθεσης της ζωής ενός ανθρώπου, μιας πορείας ζωής που αποπειράται να σκιαγραφήσει ο βιογράφος σε συνάρτηση με τις ποικίλες συνέχειες, ασυνέχειες και ρήξεις, που παρατηρήθηκαν τόσο στην ατομική πορεία του βιογραφούμενου όσο και σε σχέση με την κοινωνική πραγματικότητα εντός της οποίας αυτός έζησε, έπραξε και δημιούργησε.
Από την άλλη, εφόσον μιλάμε για την βιογραφία ποιητών δεν λησμονούμε ότι η κριτική της λογοτεχνίας υπήρξε αμφίθυμη σχετικά με τη συμβολή της βιογραφίας στην ερμηνευτική προσέγγιση του ποιητικού έργου. Για παράδειγμα η θεωρία της λογοτεχνίας ιδίως μετά το 1920 υποστήριξε ότι οι βιογραφικές μαρτυρίες δεν μπορούν κατ’ ουσίαν να αλλάξουν ή να επηρεάσουν την κριτική αποτίμηση ενός έργου τέχνης, τοποθέτηση που έχει ανασκευαστεί αρκετές φορές έκτοτε. Αναγνωρίζουμε βέβαια ότι η προσήλωση σε μια βιογραφία, όσο σπουδαία κι αν είναι, εγκυμονεί έναν κίνδυνο: να επικεντρωθεί το κριτικό και αναγνωστικό ενδιαφέρον στη ζωή και όχι στο έργο του βιογραφούμενου δημιουργού. Ούτως ή άλλως η απόπειρα προσέγγισης ενός κειμένου μέσω της εξοικείωσης με τον βίο και την προσωπικότητα του δημιουργού υπήρξε ανέκαθεν ένα από τα πολλαπλά συμφραζόμενα στα οποία είναι δυνατόν να τοποθετηθεί ένα λογοτεχνικό έργο και μέσω των οποίων μπορεί να διαβαστεί με λιγότερο ή περισσότερο διαφορετικούς τρόπους. Η σημασία της βιογραφίας έγκειται στο γεγονός ότι φωτίζει τη δυναμική της λογοτεχνικής δημιουργίας, συμβάλλει στην κατανόηση της συναισθηματικής, ψυχοπνευματικής και ηθικής εξέλιξης της προσωπικότητας και προσφέρει τα εργαλεία για μια συστηματική μελέτη της ίδιας της διαδικασίας της λογοτεχνικής γραφής».
Κάτω από μια ομόλογη οπτική και το πρώιμο έργο ενός ποιητή που άφησε πίσω του ένα πολύχρονο και πολύτομο έργο, όπως είναι ο Γιάννης Ρίτσος, αποκτά σημαίνον βάρος. Επομένως, η συγκέντρωση των νεανικών κειμένων του ποιητή με την προσοχή, τον υπομνηματισμό και την εκτενή εισαγωγή του Γιώργου Ανδρειωμένου αποτελεί ένα πολύτιμο εργαλείο για τον μελετητή του έργου του Ρίτσου αλλά και για τον απλό αναγνώστη που αγαπά το έργο του. Φωτίζει με έναν διαφορετικό ίσως τρόπο τα χρόνια διαμόρφωσης του ποιητικού θεωρήματος του Ρίτσου, δείχνοντας και κάποιες άλλες πτυχές, τις οποίες είτε αγνοούμε είτε δεν είχαμε τόσο σοβαρά σταθμίσει. Ο τρόπος κατάταξης των κειμένων τόσο των ποιητικών όσο και των πεζών, ο αποκλεισμός των κειμένων που θεωρήθηκαν μεταγενέστερες επανεγγραφές, η παράθεση της κριτικής υποδοχής αλλά και η αναδιήγηση των παιδικών και νεανικών χρόνων της ζωής του ποιητή, μέσα από πηγές που αντιμετωπίζονται με κριτική διάθεση και αναλυτικό σχολιασμό καθιστούν την ανάγνωση του βιβλίου πολύ χρήσιμη για τον ειδικό αποδέκτη αλλά και ευχάριστα εύκολη για τον μέσο αναγνώστη.
Ρίτσος & Καρυωτάκης
Κάποια από αυτά τα στοιχεία τα οποία μετεωρίζονται ανάμεσα στο συλλογικό και το ατομικό, ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιόκτητο, σ’ αυτά τα πρώιμα κείμενα είναι θραύσματα μιας ποιητικής ουτοπίας.
Θα ήθελα να αναφερθώ ειδικότερα σε μια πλευρά του έργου του ποιητή, για την οποία το βιβλίο αυτό, μου έδωσε την ευκαιρία να κάνω μια συγκριτολογικού τύπου παρατήρηση, που αλλιώς, σ' εμένα τουλάχιστον, θα είχε παραμείνει σχετικά αφανής. Διαπιστώνουμε, όπως σημειώνεται και στην εισαγωγή, ότι ήδη εμφανίζονται στα κείμενα αυτά, κάποια μοτίβα που θα αποτελέσουν πυρηνικά στοιχεία ανάμεσα «στα σύνεργα της καθημερινής ευτέλειας», του ποιητικού κόσμου του Γιάννη Ρίτσου, που θα ισχυροποιηθούν στα Τρακτέρ και τις Πυραμίδες, θα ενταθούν περισσότερο στον Επιτάφιο, το Εμβατήριο του ωκεανού και από τις Δοκιμασίες και εξής θα μείνουν κατοχυρωμένα ως ένα από τα κατεξοχήν γνωρίσματα της ποιητικής του.
Ωστόσο. Κάποια από αυτά τα στοιχεία ‒είτε του φυσικού τοπίου είτε και του ιδιωτικού χώρου‒ τα οποία μετεωρίζονται ανάμεσα στο συλλογικό και το ατομικό, ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιόκτητο, σ’ αυτά τα πρώιμα κείμενα είναι θραύσματα μιας ποιητικής ουτοπίας, προβάλλουν ως ιδέες, ως καταβολάδες ενός ποιητικού οράματος και όχι ενός εμπράγματου κόσμου.
Στοιχεία του περιβάλλοντος χώρου που θα αλλάξουν αργότερα τη σύστασή τους και από «ιδέες» με την πλατωνική έννοια, φορτισμένες ως ρομαντικά σύμβολα, θα αποκτήσουν σάρκα και οστά, εκείνη την θερμή ρευστότητα, με την οποία όλα τα μικροπράγματα, τα ευτελή και ταπεινά, θα λάμψουν ως ποιητικές ενσαρκώσεις στα μεταγενέστερα ποιήματα του Ρίτσου. Για παράδειγμα, η εικόνα της τρικυμίας, του ρημαγμένου σπιτιού, του καθρέφτη, του πιάνου, της κιθάρας, της κοπέλας που περιμένει στο παράθυρο, ή εμφανίζεται μέσα στα τριαντάφυλλα του Απρίλη θα αποτελέσουν, αρχικά, λίγο πολύ «σύμβολα», κοινούς τόπους ή προβολές ενός ποιητικού κλίματος που συναντάμε και σε άλλους ποιητές της εποχής και προπάντων στη μεγάλη ποιητική μορφή του Καρυωτάκη∙ όλα αυτά δεν θα αργήσουν να ενσαρκωθούν αργότερα αποκτώντας το σώμα της Μονεμβασιάς, αλλά και της Σάμου, της συνοικιακής Αθήνας, και, εκτός από τους χώρους των σανατορίων, θα αποκρυσταλλωθούν στις πέτρινες μορφές των τόπων της εξορίας: θα μεταλλαχθούν δηλαδή από ποιητική ου-τοπία στους ποιητικούς εκείνους τόπους, τους αναγνωριστικούς και αναγνωρισμένους του κόσμου ενός μεγάλου δημιουργού.
Και εφόσον αναφέρθηκα στον Καρυωτάκη, αυτό που θα ήθελα υπογραμμιστικά να σημειώσω είναι η εντύπωση που προκαλεί πόσο το ύφος, οι ποιητικοί τρόποι, το κλίμα, ευρύτερα, των νεανικών αυτών ποιημάτων, κινούνται σε ομόλογη τροχιά με εκείνα του καρυωτακικού ποιητικού κόσμου. Μοτίβα, εικόνες και συναισθήματα εναλλάσσονται αλλά και πολλαπλασιάζονται, θαρρείς, από ένα παρόμοια ανήσυχο πνεύμα, παρόλο που η διαφορά ηλικίας θα συστήσει σε λίγο και την διαφορά μιας ολόκληρης γενιάς. Παραθέτω αντιστικτικά και ενδεικτικά τρεις περιπτώσεις αναλογιών που μπορούμε να εντοπίσουμε στα νεανικά κείμενα του Ρίτσου και σε κείμενα του Καρυωτάκη: την εικόνα του κήπου ως προβολή του συναισθηματικού κόσμου, την ονειρική μορφή της «αδερφούλας», το πρόσωπο του απλού στρατιώτη ως θύματος ενός ακατανόητου πολέμου:
Γιάννης Ρίτσος Τις μαργαρίτες που τις ρώτησα, Δές τες: κοτσάνια τώρα ολόξερα, |
Κ.Γ. Καρυωτάκης Ο κήπος είμαι που έμεινε χρόνια πολλά στην ίδια |
«Χλωμή αδερφούλα» (1930) Πουν' το παιδί το ανέγνοιαστο, το ολόδροσο, Όλα, σιγά τα χλώμιαναν, τα μάραναν Κι ως μένεις σιωπηλή 'μπρος στο κρεβάτι μου
|
«Μοναξιά» (1920) Μεσάνυχτα και λείπετε, αδερφούλες μου. Πού πήγατε, αδερφούλες μου, κι απόμεινα «Είσαι ψυχή μου...» (απόσπασμα) Είσαι ψυχή μου η κόρη που τη σβύνει Δικό σου λέω, ψυχή μου, είναι μαράζι |
«Το παράσημο» (1934) Ήταν λεβέντης παινεμένος Έχασε το' να του ποδάρι |
«Ο Μιχαλιός» (1919) Τον Μιχαλιό τον πήρανε στρατιώτη.
Όλες οι άνωθεν παραθέσεις έγιναν από τον τόμο |
Τέλος, αξιοπρόσεκτες αναλογίες, σχετικά με όσα προαναφέρθηκαν, εντοπίζονται σε αρκετά σημεία από το «Ημερολόγιο ενός φθισικού» (Στερνοί Αντίλαλοι. Από το Ημερολόγιον ενός φθισικού) όπως αυτό με τον «παλιάτσο» που παραπέμπει σε εικόνες από τον Ονειροπόλο και τη Φυγή του Καρυωτάκη, η αναφορά του ήλιου ως προάγγελου θανάτου που παραπέμπει στην Υστεροφημία, αλλά και γενικότερα ο τρόπος που αντιμετωπίζεται η ασθένεια ως αναπόφευκτη μοίρα, η ώρα της νύχτας και της σιωπής κ.α. Επειδή μια εξαντλητική αποδελτίωση θα αποτελούσε θέμα μιας ευρύτερης μελέτης, επιλέγω να παραθέσω μόνο το σημείο εκείνο όπου ο Ρίτσος αναφέρεται άμεσα και με πολλή θέρμη στον Καρυωτάκη:
«Καρυωτάκη, κάθε στιγμή ακούω τους στίχους σου να βουίζουν γύρω από τ’ αυτιά μου πάνω από κάθε θόρυβο και μέσα στη σιωπή. Ένιωσες βαθιά τη ζωή, ένιωσες βαθιά την ψυχή, γιατί πόνεσες βαθιά. Αντιπροσώπευσες όσο κανείς άλλος την εποχή μας. Έκλεισες μες στα τραγούδια σου όλη τη μεταπολεμική ψυχική ανησυχία. Η αγωνία σου και ο πόνος σου μας δίνουν την πιο ειλικρινή συγκίνηση γιατί μας ερμηνεύουν πιστά. Κάθε δύσκολη στιγμή της ζωής μας ανοίγουμε τα Ελεγεία και Σάτιρες, ζητώντας τη μοναδική συντροφιά που δεν μπορούν να μας δώσουν οι γύρω μας. Είσαι ο φίλος της ψυχής μας. Είσαι η ψυχή μας η ίδια». (σ. 225)
Χάρη στο πολύμοχθο έργο του, αλλά και χάρη σε μελετητές όπως είναι ο Γιώργος Ανδρειωμένος, που δε σταματούν να σκύβουν ακαταπόνητα και με σεβασμό πάνω στο έργο των σημαντικών δημιουργών, για να μας το ξαναφέρουν μπροστά μας συμπληρωμένο και επικαιροποιημένο· επομένως, για πάντα νέο.
Και ίσως μ’ αυτόν τον τρόπο καταλαβαίνουμε λίγο περισσότερο ή λίγο καλύτερα τη λακωνική αλλά απολύτως σαφή τοποθέτηση του Ρίτσου μέσα στο αρνητικό κλίμα που είχε διαμορφωθεί για τον Κώστα Καρυωτάκη το 1938. Παραθέτω απόσπασμα από δημοσίευμα του ποιητή στο Ελεύθερο Βήμα εκείνης της εποχής:
«Κάποιες βραδινές ώρες που η πικρία και η μοναξιά δεσπόζουν στην ψυχή μας, τα Ελεγεία και οι Σάτιρες μάς περιμένουν κάτω από την αρχαία λάμπα. Τέτοιες στιγμές δεν θα λείψουν ποτέ απ’ τη ζωή μας. Μαζί μ’ αυτές θα ζει για πάντα ο Καρυωτάκης».
Διαπιστώνουμε επομένως το μέγεθος του σθένους, της σταθερότητας και της αφοσίωσης που έδειξε από πολύ νωρίς ο Ρϊτσος, σε ό,τι επέλεξε να πιστεύει ή και σε ό,τι τον επέλεξε, σ’ αυτόν τον τόσο γεμάτο χρόνο που η μοίρα τού όρισε στη γη της ποίησης και της ουτοπίας. Ας μου επιτραπεί να πω κι εγώ ότι κάθε φορά που η απογοήτευση και ο μηδενισμός δεσπόζουν στην ψυχή μας ο ποιητής μάς περιμένει κάτω από την αρχαία λάμπα για να μας διαβεβαιώσει:
«Αυτή ήταν πάντα η ζωή μου: να νικώ πεθαίνοντας».
Με έναν παρόμοιο τρόπο, λοιπόν, θα ζει για πάντα ο Γιάννης Ρίτσος, χάρη στο πολύμοχθο έργο του, αλλά και χάρη σε μελετητές όπως είναι ο Γιώργος Ανδρειωμένος, που δε σταματούν να σκύβουν ακαταπόνητα και με σεβασμό πάνω στο έργο των σημαντικών δημιουργών, για να μας το ξαναφέρουν μπροστά μας συμπληρωμένο και επικαιροποιημένο· επομένως, για πάντα νέο.
* Η ΑΝΝΑ ΑΦΕΝΤΟΥΛΙΔΟΥ είναι ποιήτρια και φιλόλογος.
Τελευταίο βιβλίο της, η μελέτη «Η οδυνηρή μνήμη της σάρκας – Ερωτικά ιχνηλατώντας την ποίηση του Κώστα Θ. Ριζάκη» (Εκδόσεις του Φοίνικα).
Πρώιμα ποιήματα και πεζά
Γιάννης Ρίτσος
Εισαγωγική μελέτη, επιμέλεια: Γιώργος Ανδρειωμένος.
Κέδρος 2018
Σελ. 288, τιμή εκδότη €22,00