Για το βιβλίο της Φωτεινής Στεφανίδη «Παπούτσια με λουράκι» (εκδ. Καλειδοσκόπιο).
Του Γιάννη Σ. Παπαδάτου
Η ζωγράφος και εικονογράφος Φωτεινή Στεφανίδη, στο πρόσφατο αυτοβιογραφικό βιβλίο Παπούτσια με λουράκι που περιέχει είκοσι μία μικρές αφηγήσεις, αναφέρεται σε στιγμές της παιδικής της ηλικίας, από τα προσχολικά χρόνια μέχρι την πρώτη εφηβεία της. Η Στεφανίδη είχε την τύχη να θητεύσει δίπλα στον σπουδαίο πατέρα της, τον ζωγράφο Γιάννη Στεφανίδη. Ήδη, η πρώτη ιστορία του βιβλίου αρχίζει με την αναφορά σ’ εκείνον, όταν ένα πρωί, σε χαρτόνι, πήρε το περίγραμμα των πελμάτων της για να της αγοράσει παπούτσια:
Τα παπούτσια με το λουράκι και το μικρό δερμάτινο κουμπί. «Σ’ αρέσουν;» Σηκωνόμουν. Τα φορούσα. Μια γυροβολιά σαν βαλσάκι κι ένα φιλί στο μάγουλό του που μέσα στις δεκαπέντε ώρες που έλειπε είχε αρχίσει να αγκαθώνει. Αυτό το αγκάθωμα μ’ άρεσε πιο πολύ κι απ’ τα παπούτσια, πιο πολύ κι απ’ το χάδι του μολυβιού ή του μαρκαδόρου.
Ο πατέρας αναδύεται στις περισσότερες από τις αφηγήσεις. Προσηνής, παρωθητικός, ψύχραιμος, εμπνέει τη μικρή του κόρη, εντέλει αποτελεί πρότυπο για εκείνη στη ζωή της – και ειδικά στον χώρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Όπως υπογραμμίζουν οι θεωρητικοί, ο πατέρας είναι «ο πρώτος αγνός και παντοτινός έρωτας» της κόρης κι αυτός που θα καθορίσει τις μελλοντικές της σχέσεις με το άλλο φύλο. Είναι σημαίνουσα μια εικόνα στην οποία η συγγραφέας περιγράφει την πατρική δημιουργία και, βέβαια, τη συνέχειά της σ’ εκείνη:
Πλιαν το τραπέζι, μεγάλο, όμορφο, στο χρώμα του ξύλου. Κι επάνω η επιφάνειά του κρεμ. Χιλιοχαραγμένο ωστόσο. Είχε και κοπίδι ο πατέρας, είχε και διαβήτες, γραμμοσύρτες, στένσιλ, καμπυλόγραμμα, είχε και εργαλεία χαρακτικής. Εκεί στις χαρακιές του τραπεζιού έβλεπα διάφορα. Ένα άλογο με ένα φτερό, ένα στρατιώτη με το τουφέκι του, μια βάρκα με κουπιά […] Πόσο αέρινα έφτιαχνε πάνω στο μακετόχαρτο το σχέδιο […] Μ’ έπαιρνε και με κάθισε πάνω στο τραπέζι.
Τα παπούτσια με το λουράκι που της πρόσφερε, μέσα από τον προαναφερόμενο τρυφερό και οικείο με την τέχνη του τρόπο, δείχνουν να συμβολίζουν το πέρασμα της μικρής πρωταγωνίστριας από την παιδική ηλικία στη εφηβεία, αλλά και τα στέρεα βήματά της στη μετέπειτα ζωή και στην καλλιτεχνική της πορεία.
Η Στεφανίδη σκιαγραφεί με την κειμενική της αφήγηση την παιδική της ηλικία, από τη δεκαετία του ’60 και ώς τα μέσα της δεκαετίας του ’70, μια εποχή με νέες αναζητήσεις διεθνώς, στην τέχνη, ιδιαίτερα στη μουσική, με εξεγέρσεις στο κοινωνικό επίπεδο αλλά και με δικτατορίες και φαλκιδεύσεις στις ατομικές ελευθερίες και, παράλληλα, με διεκδικήσεις σε θέματα ατομικών ελευθεριών. Πρόκειται για ένα βραχείας φόρμας, σπονδυλωτό, αυτοβιογραφικό αφήγημα μαθητείας και ενηλικίωσης, που απευθύνεται σε διάφορες αναγνωστικές ηλικίες.
Η Φωτεινή Στεφανίδη γεννήθηκε το 1962 στην Αθήνα και ολοκλήρωσε σπουδές Ζωγραφικής και Νωπογραφίας στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών το 1986. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη Χαρακτική και τον σχεδιασμό και εικονογράφηση βιβλίων εικαστικού ενδιαφέροντος. Μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί περισσότερα από εβδομήντα βιβλία για παιδιά και ενήλικες (ανάμεσά τους και συλλεκτικές εκδόσεις) με εικονογραφήσεις της πάνω σε κείμενα σύγχρονων συγγραφέων όπως ο Χρήστος Μπουλώτης, η Άλκη Ζέη, η Φωτεινή Φραγκούλη, ο Παναγιώτης Κουσαθανάς, η Ζωή Βαλάση, η Λίλη Λαμπρέλλη, η Ιφιγένεια Μαστρογιάννη, η Ελένη Σαραντίτη. Έχει ερμηνεύσει εικαστικά ποίηση της Σαπφώς, της Κασσιανής και του Λόρκα, καθώς και λογοτεχνία του Παπαδιαμάντη και του Άνιννου. Το 2010 εικονογράφησε την τετράτομη μυθολογία με τις αφηγήσεις του Διονύση Σαββόπουλου. Από τις είκοσι δύο ελληνικές ή και διεθνείς διακρίσεις που έχει αποσπάσει στον τομέα της εικονογράφησης, ως σημαντικότερες αναφέρονται τα Κρατικά βραβεία του 2003, του 2007 και του 2010, τα βραβεία του ελληνικού τμήματος της ΙΒΒΥ για το 1995, 2005 και 2011, τα βραβεία εικονογραφημένου βιβλίου του 2006, 2008, 2011, 2012 του περιοδικού «Διαβάζω», η Golden Pen και η Plaquette της Διεθνούς Μπιενάλε Βελιγραδίου 2005, 2009 και 2013, η ΒΙΒ Plaque Μπρατισλάβας 2001 και οι εκπροσωπήσεις της χώρας μας στους διεθνείς διαγωνισμούς Hans Christian Andersen 2004, Astrid Lindgren 2008 και BNF (Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας) 2009.
|
Οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες, μεγάλα παιδιά και έφηβοι, θα διαβάσουν, εν μέσω μικρών εικόνων-κοσμημάτων της συγγραφέως, ιστορίες που αναφέρονται στο οικογενειακό ή στο σχολικό πλαίσιο με τις καθημερινές σχέσεις, που στοιχίζονται με τη βιωματική εμπειρία τους, με τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριές τους και τους δασκάλους τους, και που έμμεσα πληροφορούν και εμπλουτίζουν τις γνώσεις τους. Ο ενήλικος θα ανακαλέσει νοσταλγικές στιγμές της δικής του ζωής αλλά και τραυματικές εμπειρίες, που αναφέρονται στο κοινωνικό, στο ιστορικό και στο πολιτικό προπάντων επίπεδο. Οι αφηγήσεις προσφέρουν μια τοπιογραφία της προαστιακής Αθήνας, εν προκειμένω του Νέου Ηρακλείου, με επιμέρους περιγραφές της εποχής –όπως οι μονοκατοικίες με τις αυλές ή το γαϊδουράκι που ο γαλατάς έφερνε το γάλα– και άλλες, με όλα τα φυσιολογικά και ανθρώπινα. Επιπλέον, αναδύονται στοιχεία μιας εικονογραφίας χαρακτήρων κυρίως φιλικών και αγαπημένων της πρωταγωνίστριας, αλλά και γραφικών ή και αρνητικών ηρώων.
Σε αρκετές από τις αφηγήσεις αποτυπώνονται στιγμές της πρόσφατης ιστορίας από τις γιορτές του σχολείου, στιγμιότυπα με αφορμή την 4η Αυγούστου, από τις μέρες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, αλλά κυρίως από τη συμπεριφορά του απριλιανού καθεστώτος απέναντι στον πατέρα της, ο οποίος βρισκόταν υπό διαρκή επιτήρηση εξαιτίας της ιδεολογίας του. Αποκαλυπτική η προτροπή του, το πρωί της 21ης Απριλίου 1967: «Από δω και πέρα, κοριτσάκι μου, να μπορείτε και μόνοι σας». Κορυφαία αντίθεση αποτελεί το σκηνικό της αυταρχικής και σκοτεινής συμπεριφοράς της ασφάλειας με το πολύχρωμο σκηνικό του σπιτιού και την αγέρωχη και δακρυσμένη αντίδραση της μάνας. Είπε ο αστυνομικός: «Κοψ’ τα αυτά, να φαίνεται το σπίτι κατοικημένο. Θα σας φάνε τα φίδια […] κι έδειξε το πεζοδρόμιο του σπιτιού μας, το γεμάτο παπαρούνες, μαργαρίτες κι αγριομολόχες». Όπως επίσης η αντίθεση της υποχρεωτικής μαύρης ποδιάς με την τυρκουάζ και στη συνέχεια η αντίδραση με το νερένιο φουστάνι της πρωταγωνίστριας στο σχολείο. Οι συγκεκριμένες δυαδικές αντιθέσεις, όπως και άλλες, κατά Greimas, δομικής σημασίας για την αφηγηματική λειτουργία, σηματοδοτούν βασικές έννοιες και αναδεικνύουν ανάγλυφα πράξεις στο πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας, οι οποίες, ανάμεσα στ’ άλλα, σηματοδοτούν και την ιδεολογία του περιεχομένου.
Αξιοπρόσεχτο σημείο των περισσότερων αφηγήσεων είναι το ερωτικό στοιχείο που αναδύεται μέσα από τρυφερά στιγμιότυπα, για παράδειγμα, από την αίσθηση ενός πρωινού ξυπνήματος και από το απλό σκίρτημα για το άλλο φύλο στο σχολείο...
Αξιοπρόσεχτο σημείο των περισσότερων αφηγήσεων είναι το ερωτικό στοιχείο που αναδύεται μέσα από τρυφερά στιγμιότυπα, για παράδειγμα, από την αίσθηση ενός πρωινού ξυπνήματος και από το απλό σκίρτημα για το άλλο φύλο στο σχολείο, μέχρι την ποιητικού και συνάμα κινηματογραφικού ύφους αφήγηση της τελευταίας ιστορίας: η πρωταγωνίστρια βρίσκεται στο λεωφορείο μεταφέροντας ένα πορτρέτο της, έργο του πατέρα της, όταν ένας νεαρός, που κάποια μέρα την κοίταζε με ενδιαφέρον, ξαναφάνηκε, κοιτάζοντας τώρα «… την εικόνα μου, όχι εμένα. Μετά από δυο στάσεις κατέβηκε. Όταν πάτησε στο πεζοδρόμιο, έβγαλε από την τσέπη του ένα λευκό μαντήλι με λεπτό μπλε καρό και μ’ αποχαιρέτησε».
|
Το κύριο χαρακτηριστικό της συγγραφικής δουλειάς της Στεφανίδη ως προς το ύφος είναι το αναδυόμενο εικαστικό αποτέλεσμα. Λέει σε μια ιστορία σχετικά με την πρακτική των παιδιών του σχολείου: «Κάναμε τα όνειρά μας ζωγραφιές και λέξεις που τις γράφαμε στο άγριο τοιχαλάκι σχεδόν δεν φαινόντουσαν». Στις αφηγήσεις της κάνει το ίδιο ακριβώς – αλλά στο πεδίο της πραγματικότητας, η οποία αποτυπώνεται με τη μορφή τρυφερών αλλά και πικρών μετεικασμάτων μιας νοσταλγίας που διατηρεί αλώβητη τη μνήμη. Σαν σε ζωγραφικό καμβά, ιστορεί σπαράγματα προσωπικά της, δεμένα με εμβληματικά κοινωνικά και ιστορικά περικείμενα. Για παράδειγμα, αν κάποιος απομονώσει περιόδους των ιστορικών στιγμών, έχει έτοιμο έναν ζωγραφικό πίνακα, με χρώματα, με ήχους και με αναπαραστατική λεπτομέρεια: «Ξεκινώ για το σπίτι. Τα θροΐσματα απ’ τις λεύκες και τους ευκάλυπτους, η ευωδιά των πεύκων και τα αγριολούλουδα στα χωματένια πεζοδρόμια […] Τυρκουάζ σαν το νερό της πισίνας η ποπλίνα της, με ανοιχτό λαιμό, χωρίς καθόλου μανίκια, κατάλευκο γιακά πλεγμένο στο βελονάκι και δυο λουλουδάκια κεντημένα με λευκή κλωστή στις σουρωτές τσέπες».
Η κάθε αφήγηση, ενώ παρουσιάζει συνοπτικά γλαφυρές περιγραφές του τοπίου ή των ανθρώπινων δράσεων, στέκεται παράλληλα σε λεπτομέρειες που παρουσιάζονται με εικαστικό ύφος χωρίς, βέβαια, διόλου να κουράζουν. Εστιάζει επάνω τους σαν κάμερα κινηματογραφιστή που έχει στόχο να πει πολλά αλλά με τρόπο αφαιρετικό. Άλλωστε χρώμα/χρωστήρας, γραφή/αφήγηση, κάμερα/αναπαράσταση έχουν πολλά κοινά στοιχεία: «Ένα τρομακτικό πρόσωπο σαν μάσκα τραγωδίας, κομματιασμένο και με έκφραση ανυπόφορη. Δίπλα, ένα σκυλάκι άσπρο λουλού τρέχει ξέγνοιαστο. Από πάνω δυο παιδάκια με ποδιές παίζουν μήλα. Η μπάλα τεράστια και στη θέση του τρίτου παιδιού είναι μια γάτα με πολύ, μεγάλο κεφάλι».
Η μικρή πρωταγωνίστρια, από αφήγηση σε αφήγηση, αποκτά αυτογνωσία. Σχεδόν σε κάθε ιστορία θα κάνει κι ένα βήμα προς την ανακάλυψη της τέχνης μέσα από στοιχεία της καθημερινότητας. Χαρακτηριστική η στοχοπροσήλωσή της σε εικόνες δημιουργίας, στις ιστορίες «Μη μου μιλάτε, χτίζω» και «16 Νοεμβρίου 1973», που αφορούν δικά της έργα δημιουργημένα είτε στο σχολείο με τη μορφή ενός μικρού σπιτιού από ξυλάκια παγωτού και καλαμάκια, είτε στο σπίτι με τη μορφή ενός πάνινου γάτου.
Καταληκτικά: η γραφή της Στεφανίδη εμβαθύνει σε απλά όσο και δύσκολα θέματα, διεισδύει, μέσα από βιώματα, με νοσταλγία, συγκρατημένο συναίσθημα και ρεαλισμό χρησιμοποιώντας απλές, λιτές όσο και ποιητικού ύφους εικόνες, γεμάτες χαρές, λύπες και ερωτικά σκιρτήματα, αφήνοντας στον αναγνώστη την αίσθηση μιας γλυκύτητας και ενίοτε μιας πίκρας για μια εποχή που πέρασε ανεπιστρεπτί.
* Ο ΓΙΑΝΝΗΣ Σ. ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ είναι αναπλ. καθηγητής Παν/μίου Αιγαίου, κριτικός βιβλίου. Τελευταίο του βιβλίο, η μελέτη Το παιδικό βιβλίο στην εκπαίδευση και στην κοινωνία (εκδ. Παπαδόπουλος).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«… Ήθελα να δει ότι φεύγω. Να δει μόνο, γιατί δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε μία κουβέντα. Το πορτρέτο δεν είχε στεγνώσει ακόμη. Τα υπόλοιπα τελάρα δεμένα. Μια μικρή βαλίτσα και τα καβαλέτα όλες οι αποσκευές μας. Η κιθάρα ούτε καν. Το άλλο έργο το κρατούσα εγώ, ελεύθερο, να στεγνώσει.
Σε λίγο φάνηκε. Μπαίνουμε μαζί στο λεωφορείο. Στα σκαλοπάτια κοιτάζω κάτω, τα σανδάλια απ’ το Μοναστηράκι που φορούσα. Συνειδητοποιώ πως είχα καιρό, χρόνια, να φορέσω τα παπούτσια με το λουράκι, πως είχε χρόνια ο πατέρας να σχεδιάσει την πατούσα μου στο χαρτόνι.
Σηκώνω το βλέμμα. Όρθιος μες στο λεωφορείο, κοιτάζει το πορτρέτο. Κοιτάζει συνέχεια, μαγνητισμένος. Την εικόνα μου, όχι εμένα. Μετά από δυο στάσεις, κατέβηκε. Όταν πάτησε το πεζοδρόμιο έβγαλε από την τσέπη της λερωμένης φόρμας του ένα λευκό μαντήλι με λεπτό μπλε καρό και μ’ αποχαιρέτησε».