Για την αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη δεν αρκούν δράσεις που αναλαμβάνονται σε διεθνή fora ή στο επίπεδο της κοινωνίας πολιτών
Του Άντονι Γκίντενς
Τα κράτη εξακολουθούν να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στα παγκόσμια δρώμενα και πρέπει να προσδοκούμε ότι τα αποφασιστικά μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος θα προκύψουν από πρωτοβουλίες που θα αναλάβουν υπεύθυνες κυβερνήσεις σε συνεργασία μεταξύ τους.
Για τον ρόλο του κράτους:
«Οι βασικές θέσεις που υποστηρίζω σε αυτό το βιβλίο είναι ότι τα βιομηχανικά έθνη πρέπει να πρωτοστατήσουν στην αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών και ότι οι πιθανότητες επιτυχίας θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό από τις κυβερνήσεις και το κράτος. Η όποια πολιτική του κράτους, πάλι, εξαρτάται από την επίτευξη ευρείας υποστήριξης από τους πολίτες, εντός του πλαισίου των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Δεν θα αρνηθώ ότι η σύναψη διεθνών συμφωνιών είναι πολύ βασική ή ότι πολλοί άλλοι φορείς –συμπεριλαμβανομένων των ΜΚΟ και των επιχειρήσεων– έχουν να παίξουν θεμελιώδη ρόλο. Εντούτοις, καλώς ή κακώς, το κράτος διατηρεί αρκετές από τις εξουσίες που πρέπει να επιστρατευθούν, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή μια σοβαρή αντίδραση στην υπερθέρμανση του πλανήτη.
Ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος του κράτους, ενός διασφαλίζοντος κράτους; Η κύρια λειτουργία του είναι να δρα ως καταλύτης, ως διευκολυντής, αλλά σίγουρα, αναφορικά με την κλιματική αλλαγή και την ενεργειακή ασφάλεια, πρέπει να αγωνιστεί για εγγυήσεις. Είναι δύο πεδία όπου απλά πρέπει να βρεθούν λύσεις και όπου απαιτούνται χρονοδιαγράμματα. Αν το σαλόνι σου είναι βρόμικο και ακατάστατο, μπορείς να το αφήσεις έτσι έως ότου βρεις χρόνο να το τακτοποιήσεις. Δεν μπορούμε να κάνουμε το ίδιο με τις εκπομπές, αφού αυτές συγκεντρώνονται στην ατμόσφαιρα, καθώς μάλιστα το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο αρχίζουν να εξαντλούνται».
H πολιτική των κλιματικών αλλαγών
Άντονι Γκίντενς
Μτφρ. Κωνσταντίνος Γεώρμας
Μεταίχμιο 2010
Για την «πράσινη» οικονομία:
«Η δημιουργία θέσεων εργασίας μέσω της εξάπλωσης των τεχνολογιών των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας φαίνεται να αποτελεί κύρια μορφή οικονομικής σύγκλισης – και κατ’ αρχάς είναι όντως έτσι. ‘‘Η αιολική ενέργεια έχει δημιουργήσει χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας’’ λέγεται συχνά αναφορικά με κάποιες χώρες – τη Γερμανία, για παράδειγμα. Παρ’ όλα αυτά, έτσι όπως τίθεται ο ισχυρισμός είναι πολύ απλοϊκός, καθώς οι θέσεις εργασίας στις νέες τεχνολογίες μπορούν να έχουν ως αντίτιμο την απώλεια άλλων, σε πιο παραδοσιακές βιομηχανίες ενέργειας, στις οποίες πολλοί εργάτες θα μείνουν άνεργοι. Επιπρόσθετα, οι περισσότερες νέες τεχνολογίες μειώνουν τις ανάγκες για εργατικά χέρια. Η αιολική και η κυματική ενέργεια, για παράδειγμα, απαιτούν λιγότερους εργαζομένους ανά μονάδα παραγωγής απ’ ό,τι η εξόρυξη γαιάνθρακα. Ο σχεδιασμός της βιομηχανικής πολιτικής που έχει ως στόχο την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής δεν μπορεί να βασιστεί σε μια εύκολη εξίσωση μεταξύ της οικονομικής σύγκλισης και της δημιουργίας θέσεων εργασίας».
Για τους οικολόγους:
«Το πράσινο κίνημα θα απολέσει (αν δεν έχει ήδη απολέσει) την ταυτότητά του, καθώς οι περιβαλλοντικές πολιτικές καθίστανται μέρος του προγράμματος των κατεστημένων κομμάτων. Φυσικά, οι πράσινες ομάδες και τα κόμματα που έχουν αυτές τις ιδέες θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν. Όμως, η ‘‘απορρόφηση’’ των Πρασίνων στις επικρατούσες πολιτικές σημαίνει την απόρριψη συγκεκριμένων πτυχών των πράσινων θεωριών για τον φορέα που δεν είναι εγγενής στις πράσινες αξίες. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται η θέση ότι η συμμετοχική δημοκρατία είναι το μόνο είδος δημοκρατίας που αξίζει· επίσης, η θέση ότι η καλύτερη κοινωνία στην οποία πρέπει να στοχεύουμε είναι μια δραστικά αποκεντρωμένη κοινωνία (η αποκέντρωση συχνά είναι ένας σοβαρός πολιτικός στόχος, και βέβαια σχετικός με τους στόχους του πράσινου κινήματος, αλλά μόνο σε συνδυασμό με άλλες μορφές πολιτικής οργάνωσης)· τέλος, η προσήλωση στη μη βία (σίγουρα ένας σημαντικός στόχος στις περισσότερες περιστάσεις, αλλά –όπως είναι εύλογο– όχι και οικουμενικός, και σε κάθε περίπτωση ένας στόχος που δεν συνδέεται εγγενώς με τους στόχους που αφορούν τις κλιματικές αλλαγές αυτές καθαυτές).
Πρέπει επίσης να αποκηρύξουμε κάθε εναπομείνασα μορφή μυστικιστικής λατρείας της φύσης, συμπεριλαμβανομένων των πιο ήπιων εκδοχών που μετατοπίζουν το κέντρο βάρους των αξιών από τα ανθρώπινα όντα στην ίδια τη Γη. Η αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη δεν έχει να κάνει με τη διάσωση της Γης, η οποία θα επιβιώσει ό,τι και να κάνουμε. Οι θέσεις ‘‘ζούμε σε αρμονία με τη φύση’’, ‘‘σεβόμαστε τη φύση’’ εμπίπτουν στην ίδια κατηγορία.
Το πράσινο κίνημα αφήνει πίσω κάποια σημαντικά διλήμματα. Με ποια λογική, αν υπάρχει κάποια, η αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών και η επιδίωξη της ενεργειακής ασφάλειας συνεπάγονται μοιραία την εγκατάλειψη της οικονομικής μεγέθυνσης, με τη συνήθη έννοια; Μπορεί και πρέπει η πολιτική ζωή στις βιομηχανικές κοινωνίες, και πιθανότατα και αλλού, να αναδιαμορφωθεί έτσι ώστε το ευ ζην να αντικαταστήσει τον πλούτο ως βασική αρχή της ανάπτυξης; Επίσης, θα πρέπει να εξετάσουμε πόσο χρήσιμες είναι οι έννοιες που έχουν διαμορφωθεί, εν μέρει τουλάχιστον, από το πράσινο κίνημα. Ειδικότερα θα πρέπει να εξεταστούν η αρχή της πρόληψης, η βιωσιμότητα και η αρχή ‘‘ο ρυπαίνων πληρώνει’’. Λόγω της αντιπάθειας των Πρασίνων για τις επικρατούσες πολιτικές δυνάμεις, δεν διαθέτουμε ένα σύνολο εννοιών για την ανάλυση του πώς η πολιτική για τις κλιματικές αλλαγές μπορεί να ενταχθεί αποτελεσματικά στην κυρίαρχη πρακτική».
Για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ:
«Παρά τις διαιρέσεις και τους ανταγωνισμούς που υπάρχουν, η αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών δύναται να αποτελέσει εφαλτήριο για τη δημιουργία ενός πιο αλληλέγγυου κόσμου. Θα μπορούσε να αποτελέσει μέσο για την αναζωογόνηση του ΟΗΕ και των άλλων θεσμών της παγκόσμιας διακυβέρνησης. Είμαι επιφυλακτικός ως προς τις δυνατότητες αυτές, επειδή μεταξύ άλλων θέλω να αποφύγω αυτό που νωρίτερα αποκάλεσα «φαινόμενο της πρόσδεσης» –την τάση χρησιμοποίησης των κλιματικών αλλαγών ως άλλοθι για να προωθηθούν άλλοι σκοποί. Ωστόσο, αυτό θα μπορούσε να συμβεί, και τότε θα είχε σοβαρότατες συνέπειες για το σύνολο της παγκόσμιας κοινωνίας.
Πολλά θα κριθούν από το πόσο αποτελεσματικές θα είναι τα αμέσως επόμενα χρόνια οι προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μειώσει τον μέσο όρο των εκπομπών της. Από μία άποψη, η ΕΕ ξεκινάει από πλεονεκτική θέση σε σχέση με τις ΗΠΑ επειδή μερικές χώρες-μέλη της έχουν ήδη πραγματοποιήσει σημαντική πρόοδο στον περιορισμό των εκπομπών δείχνοντας τον δρόμο τόσο στα άλλα μέλη όσο και στον υπόλοιπο κόσμο. Η ΕΕ έχει πλέον 495 εκατομμύρια κατοίκους, έτσι ο αντίκτυπος που θα έχει η πολιτική της θα είναι μεγάλος. Αναφέρθηκα ήδη σε κάποιες από τις δυσκολίες που μπορεί να κάμψουν τις φιλοδοξίες της. Η γεωπολιτική της επιρροή θα εξαρτηθεί από δύο ζητήματα – από το πόσο στενή μπορεί να γίνει η σχέση της με τη Ρωσία και το κατά πόσο μπορεί, χωρίς τη Συνθήκη της Λισαβόνας, να αναπτύξει τα κατάλληλα ηγετικά χαρακτηριστικά ώστε να έχει ενιαία φωνή στην παγκόσμια σκηνή.
Στο εσωτερικό των βιομηχανικών χωρών θα πρέπει να δοθούν και να κερδηθούν πολλές πολιτικές μάχες. Οι ΗΠΑ έχουν για άλλη μια φορά κομβικό ρόλο εξαιτίας της συνεισφοράς τους σε εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και της βουλιμικής τους όρεξης για πετρέλαιο. Η μεταστροφή μιας κοινωνίας που ο τρόπος ζωής της έχει καθοριστεί από την κινητικότητα και το «φυσικό της δικαίωμα» να καταναλώνει αλόγιστα ενέργεια θα είναι ένα κολοσσιαίο εγχείρημα. Ωστόσο, η κατάσταση δεν είναι τόσο απελπιστική όσο φαίνεται. Πολλές πολιτείες, πόλεις και οργανισμοί στο εσωτερικό της χώρας όχι μόνο πιέζουν για αλλαγές, αλλά και εργάζονται για να τις υλοποιήσουν».