Για το μυθιστόρημα του Απόστολου Δοξιάδη «Το τηλεφώνημα που δεν έγινε» (εκδ. Ίκαρος).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Λογοτεχνία και κινηματογράφος είναι δυο συγγενικές τέχνες, καθώς στηρίζονται και οι δύο στην αφήγηση, στη μυθοπλασία, στο μοντάζ. Η δεύτερη δανείστηκε πολλά από την πρώτη κι έπειτα αντιγύρισε εμπλουτισμένες και ανανεωμένες τεχνικές που επαναπροσδιόρισαν τον τρόπο με τον οποίο η λογοτεχνία συλλαμβάνει και αποδίδει την πραγματικότητα. Ο Απόστολος Δοξιάδης, έχοντας ασχοληθεί επί πολύ με τον κινηματογράφο, έρχεται να τον εγκιβωτίσει στο προκείμενο μυθιστόρημά του, ώστε με βάση τις δυνατότητές του να αναδείξει τα πολλαπλά στρώματα νοήματος σε ένα έργο τέχνης.
Ο αφηγητής, που εν πολλοίς εφάπτεται με τον συγγραφέα, ανατρέχει στα δεκατέσσερά του χρόνια, όταν είχε βρεθεί εσωτερικός σε σχολείο στην Ουάσινγκτον, όπου έπεσε με τα μούτρα στους σκοτεινούς συγγραφείς του μοντερνισμού και στο σινεμά, γυρίζοντας μάλιστα και μια πειραματική ταινία μικρού μήκους. «Το τηλεφώνημα», όπως την ονόμασε, κέρδισε σε έναν διαγωνισμό και εισήγαγε πιο βαθιά τον ανήσυχο νεαρό στα κινηματογραφικά χωράφια. Περίπου πενήντα χρόνια μετά, ο «Απόστολος Δοξιάδης» ασχολείται ξανά με αυτήν την πρωτόλεια ταινία του, για να ανακαλύψει το νόημά της στο ανοικτό της τέλος.
Στην ταινία αυτή ο πρωταγωνιστής αλήτης (περιπλανώμενος άστεγος) βρίσκει ένα ντάιμ, ένα νόμισμα δηλαδή για τηλεφωνήματα, αλλά, αν και μπαίνει φουριόζος όσο και ευτυχής στον πλησιέστερο τηλεφωνικό θάλαμο, σταματά πάνω από το ακουστικό, χωρίς να καλέσει εντέλει κανέναν. Ένα έργο με τέτοιο τέλος εκφράζει το ερώτημα γιατί ο πρωταγωνιστής δεν τηλεφωνεί τελικά: επειδή δεν έχει σε ποιον να τηλεφωνήσει, επειδή συνειδητοποιεί τη ματαιότητα της όποιας κλήσης ή επειδή διστάζει να μιλήσει σ’ αυτόν που πρέπει. Κι αυτό επαγωγικά αντανακλά το ευρύτερο ερώτημα: μεταξύ προθετικότητας του δημιουργού και πρόσληψης από τον αποδέκτη, πού κείται η βελόνα του κοντέρ;
Έχει τις ίδιες σκέψεις ένας δημιουργός όταν ολοκληρώνει το έργο του και όταν πολλά χρόνια μετά το ξαναθυμάται; Γιατί πολλοί, ενώ ξεκινούν δυναμικά, δεν συνεχίζουν με τον ίδιο υψηλής στάθμης ρυθμό; Μπορεί μια ψυχαναλυτική προσέγγιση να εξαγάγει συμπεράσματα για το νόημα μιας ταινίας ή ενός λογοτεχνικού κειμένου;
Το βιβλίο του Απόστολου Δοξιάδη είναι αυτοαναφορικό (και όχι αναγκαστικά αυτοβιογραφικό). Επιχειρεί με κέντρο την ταινία να διερευνήσει το πώς ένα έργο τέχνης νοηματοδοτείται, τι σκέφτεται γι’ αυτό ο δημιουργός του όταν το φτιάχνει και τι μετά από πολλά χρόνια, πώς το εκλαμβάνουν οι άλλοι, ποιες πολλαπλές ερμηνευτικές γραμμές προκύπτουν, αυθόρμητα ή μη, από την πρόσληψή του. Ο μικρός κύκλος στο κέντρο («Το τηλεφώνημα») είναι η πηγή που προκαλεί περιμετρικά ποικίλα κύματα, εκπέμπει στην ουσία ένα πολύσημο νόημα το οποίο εισπράττεται πολύτροπα από τους αποδέκτες του. Κι ειδικά όταν το έργο έχει ανοικτό τέλος, φαίνεται ότι είτε το νόημα δεν υπάρχει εξαρχής είτε κάθε προσέγγισή του του αποδίδει κι ένα νέο, ιδιαίτερο νόημα.
Ο συγγραφέας με αυτοστοχαστική διάθεση επιχειρεί να δραματοποιήσει σοβαρά θεωρητικά ζητήματα που αφορούν την τέχνη (κινηματογράφο τε και λογοτεχνία) και μέσω της δραματικότητας να διερευνήσει σε υπαρκτά σενάρια το πώς συντίθεται και το πώς νοηματοδοτείται κάθε καλλιτεχνικό δημιούργημα. Ποια η πρόθεση του συγγραφέα ή του σκηνοθέτη; Μπορεί να ανευρεθεί και, αν ναι, έχει βαρύνουσα σημασία; Έχει τις ίδιες σκέψεις ένας δημιουργός όταν ολοκληρώνει το έργο του και όταν πολλά χρόνια μετά το ξαναθυμάται; Γιατί πολλοί, ενώ ξεκινούν δυναμικά, δεν συνεχίζουν με τον ίδιο υψηλής στάθμης ρυθμό; Μπορεί μια ψυχαναλυτική προσέγγιση να εξαγάγει συμπεράσματα για το νόημα μιας ταινίας ή ενός λογοτεχνικού κειμένου; Πόσο ο συγγραφέας πλάθει τον ήρωα του ως alter ego του εαυτού του κι έτσι προβάλλει σ’ αυτόν προσωπικά τραύματα και απωθημένα; Είναι η τέχνη ένα είδος πατροκτονίας, όπως σκέφτεται ο «Απόστολος Δοξιάδης», ο ομώνυμος αφηγητής του βιβλίου, κι όπως είχε προτείνει ψυχαναλυτικά ο Harold Bloom στο Άγχος της επίδρασης; Γενικότερα, είναι η αυτοψυχανάλυση του συγγραφέα ένας δρόμος που θα οδηγήσει στην προσωπική του αλήθεια;
Όλα αυτά τα ερωτήματα που τίθενται στο Τηλεφώνημα που δεν έγινε προσεγγίζουν τη σχέση του δημιουργού με το έργο του, αλλά συνάμα υποδεικνύουν το αναπάντητο των υποθέσεων σε πολλά ανοιχτά τέλη, σε απραγματοποίητες σκέψεις, σε μια διαρκή εναγώνια ενασχόληση με το βαθύτερο «γιατί» κάθε καλλιτέχνη. Κι ακόμα περισσότερο, μέσα από εγκιβωτισμούς, εικασίες, θεωρητικές αναζητήσεις και ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις, καταλήγουμε στο δυσθεώρητο θέμα της ματαιοδοξίας, την οποία εκκωφαντικά καλεί ο αφηγητής τον εαυτό του να γκρεμίσει: η τέχνη είναι μια μεγάλη ματαιοδοξία, να ξεπεράσουμε άγχη, ανασφάλειες, οδυνηρές συγκρίσεις και εσωτερικές ήττες, ένα παραφουσκωμένο πολλές φορές κενό, το οποίο ενίοτε φτάνει προς τους αποδέκτες του κι αυτοί το εγκολπώνονται καταξιώνοντάς το.
Πολλοί θα δουν στο μυθιστόρημα του Απόστολου Δοξιάδη τη σχέση πατέρα και γιου· εγώ εμμένω στο αυτοαναφορικό μήνυμα της ίδιας της τέχνης ως πολύσημης δημιουργίας, μέσα στην οποία η πατροκτονία είναι μια υπαρξιακή ανάγκη αλλά και η νοηματοδότησή της μια ες αεί ανοικτή προοπτική.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Πρέπει να σου εξομολογηθώ κάτι… Αν ποτέ κατέβαινε άγγελος εξ ουρανού και μου έλεγε να του ζητήσω τρεις χάρες, όπως στα παραμύθια, θα του έλεγα ότι αρκούμαι σε μία και καλή, το εν μέγα που λέει και ο ποιητής. […] θα ζήταγα τουλάχιστον, από εδώ και μπρος, ετούτο: να μη σπαταλιέμαι σε έργα που αρχίζω, δουλεύω σκληρά, δίνοντάς τους χρόνο ατέλειωτο, και ψυχική ενέργεια άλλη τόση, και μετά τα παρατάω στη μέση. […] Βλέπεις, το εσωτερικό τοπίο της δημιουργικής μου ζωής είναι για μένα μαύρο, γεμάτο άγχος και στενοχώρια, και τούτο γιατί είναι γεμάτο λείψανα, έργα τερατόμορφα, ακριβώς επειδή είναι ατέλειωτα, εγκαταλειμμένα…»