Μια σειρά από άρθρα για την κατάσταση της ποιητικής τέχνης σήμερα, για τα χρόνια προβλήματα και τις μελλοντικές της προκλήσεις.
Του Κώστα Κουτσουρέλη
Προβλήματα εκδοτικά, μέρος δεύτερο
Η δεύτερη συνέπεια του εκδοτικού πληθωρισμού της ποίησης είναι συναφής με την πρώτη για την οποία κάναμε στο προηγούμενο σημείωμα, την επικαιρική επισκίαση των πράγματι αξιόλογων νέων έργων, πλην όμως κρισιμότερη. Κι αυτό διότι ο πληθωρισμός αναστέλλει και την κριτική-συστηματική αποτίμηση της εκδοτικής αυτής δραστηριότητας, και μαζί της κάθε σοβαρή προσπάθεια να προσανατολίσει κανείς έστω και μεσομακροπρόθεσμα το κοινό. Οι 600 ή 700 νέοι ποιητικοί τίτλοι που κυκλοφορούν στην Ελλάδα, αν πολλαπλασιαστούν με το τέσσερα ή το πέντε (τόσα περίπου χρόνια μεσολαβούν συνήθως μεταξύ δύο εκδοτικών εμφανίσεων ενός ποιητή), μας κάνουν γύρω στους 3.000 ποιητές εκδοτικά ενεργούς. Και στον αριθμό αυτό δεν περιλαμβάνονται καν όσοι, επίσης πολυάριθμοι, δημοσιεύουν κατά κύριο λόγο ή αποκλειστικά στο διαδίκτυο ή τυπώνουν τα βιβλία τους εκτός εμπορίου και χωρίς αριθμό ISBN ώστε να καταγραφούν στους επίσημους βιβλιογραφικούς πίνακες. Προσθέστε τώρα σε όλα αυτά τα νέα βιβλία, τη γενική δοκιμιογραφία περί ποιήσεως, τις ακαδημαϊκές μελέτες, την μεταφραστική κίνηση, τις επανεκδόσεις των κλασσικών ή καθιερωμένων ποιητών του παρελθόντος, και θα γίνει κατανοητό γιατί ένας αναγνώστης, ένας κριτικός από μόνος του είναι κατ’ ουσίαν αδύνατο όχι μόνο να αποτιμήσει την ογκώδη αυτή παραγωγή αλλά να ενημερωθεί καν στοιχειωδώς για το περιεχόμενό της.
Στο σημείο αυτό θα αναρωτηθεί κανείς: μα δεν υπάρχουν κάποια εμπειρικά, προαξιολογικά, κριτήρια που διευκολύνουν την κριτική πρόσληψη; Που περιορίζουν, ήδη προκαταβολικά, τον τεράστιο αυτό αριθμό των νέων εκδόσεων σ’ εκείνες τις λίγες δεκάδες που θα πρέπει να δει ένας κριτικός; Πράγματι, παλαιότερα η συμπερίληψη ενός ποιητή ή ενός βιβλίου στη λίστα ενός ορισμένου οίκου από μόνη της λειτουργούσε ως πρόκριμα. Το ίδιο και οι ανάλογες επιλογές των λογοτεχνικών περιοδικών. Το αργότερο από την έναρξη της σημερινής κρίσης, και αυτό σε μεγάλο βαθμό έχει πάψει να ισχύει. Πλέον οι ποιητικές συλλογές που κυκλοφορούν, ακόμη και οι εκδιδόμενες από γνωστούς και αναγνωρισμένους οίκους, τυπώνονται εν όλω ή εν μέρει εξόδοις των συγγραφέων, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την ποιότητα του περιεχομένου τους.
Έχουμε το πλήρες αναποδογύρισμα του εμπορικού κύκλου, καθώς πελάτης του εκδότη δεν είναι πλέον ο αναγνώστης αλλά ο συγγραφέας, και ο εκδότης παρέχει απλώς τυποτεχνική επιμέλεια στο παραγόμενο προϊόν, χωρίς να μπορεί να το επηρεάσει.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, επομένως, έχουμε το πλήρες αναποδογύρισμα του εμπορικού κύκλου, καθώς πελάτης του εκδότη δεν είναι πλέον ο αναγνώστης αλλά ο συγγραφέας, και ο εκδότης παρέχει απλώς τυποτεχνική επιμέλεια στο παραγόμενο προϊόν, χωρίς να μπορεί να το επηρεάσει – παρόμοια με το εμφιαλωτήριο σε σχέση με τον ερασιτέχνη οινοποιό. Καταναλωτής και παραγωγός εδώ εν τέλει ταυτίζονται. Και μπορεί οι εκδότες να μην είναι όπως οι εμφιαλωτές εντελώς αδιάφοροι για το προϊόν που εμφιαλώνουν, δεδομένης όμως της οικονομικής κατάστασης θα ήταν άδικο να ζητήσει κανείς από εκείνους να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Άλλωστε οι εκδόσεις τους κατά μέσο όρο παραμένουν καλύτερες από τις συνηθιζόμενες παλαιότερα αυτοεκδόσεις, που πλέον υποχωρούν.
Ο περιοδικός λογοτεχνικός τύπος επιβεβαιώνει αυτή την εικόνα. Οι ποιητές που δημοσιεύουν, ανθολογούνται ή βιβλιοκρίνονται στα λογοτεχνικά περιοδικά μετριούνται με τις εκατοντάδες, ένα ειδικευόμενο στην ποίηση περιοδικό μπορεί να φιλοξενήσει ακόμη και 200 διαφορετικά ονόματα ετησίως. Τα περιοδικά πάλι συντηρούνται από τους συνδρομητές και τους αγοραστές τους. Πολλά από αυτά άλλωστε έχουν δική τους εκδοτική δραστηριότητα ή κυκλοφορούν από οίκο που εκδίδει και ποίηση – γεγονός που σπάνια περνάει χωρίς συνέπειες για την ανεξαρτησία του εντύπου και της κριτικογραφίας του έναντι των ποιητών με τους οποίους συνεργάζεται.
Και στο εξωτερικό, η εικόνα δεν διαφέρει. Ο ποιητής ως πελάτης πλέον και όχι ως παραγωγός, ως καταναλωτής εκδοτικών υπηρεσιών και όχι ως πάροχος, είναι και εκεί ένας σημαντικός παράγοντας της αγοράς. Αν επί του κύκλου των συνολικών πωλήσεων, το μερίδιο της ποίησης στην Γερμανία είναι μικρό κλάσμα μόνο της ακεραίας μονάδας, όπως είπαμε, οι 3.000 ποιητικοί τίτλοι που εκδίδονται ετησίως εκεί αντιπροσωπεύουν το 5% των 60.000 τίτλων της συνολικής βιβλιοπαραγωγής. Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, το ποσοστό αυτό είναι αρκετά μεγαλύτερο: στις 7.909 εκδόσεις που καταγράφει για το 2016 η Βιβλιονέτ, τα 680 ποιητικά βιβλία που κυκλοφόρησαν αντιπροσωπεύουν το 8,6% του συνόλου, νούμερο διόλου αμελητέο για τους εκδότες και τους λοιπούς επαγγελματίες του κλάδου, χαρτέμπορους, τυπογράφους, βιβλιοδέτες, σελιδοποιούς. Αλλά και τα βιβλιοπωλεία, τα θέατρα, οι πολιτιστικοί χώροι που φιλοξενούν τις όλο και περισσότερες ποιητικές εκδηλώσεις, επίσης εξαρτώνται ώς έναν βαθμό από αυτές και τα έσοδα που τους αποφέρουν.
Το τι είναι η ποίηση σήμερα κοινωνικά, το βλέπει κανείς σε μια τέτοια εκδήλωση. Ένας ποιητής, που συνήθως έχει καταβάλλει για το ολιγοσέλιδο βιβλίο του από 1000 έως 2000 ευρώ στον εκδότη, το παρουσιάζει μαζί με τρεις ή τέσσερις ομοτέχνους φίλους του, που μιλούν γι’ αυτό ενώπιον ενός κοινού το οποίο στην πλειονότητά του αποτελείται επίσης από φίλους και ομοτέχνους. Οι πωλήσεις που γίνονται στις εκδηλώσεις αυτές είναι συχνά και οι μόνες. Κατόπιν, τα κείμενα των ομιλιών, ως κριτικά σημειώματα πλέον, δημοσιεύονται στα λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα ή διαδικτυακά. Στην επόμενη εκδήλωση ο παρουσιαζόμενος είναι άλλος, μπορεί ένα μέλος του πάνελ ή κάποιος από το ακροατήριο, ο κύκλος όμως των συμμετεχόντων μέσες άκρες παραμένει ο ίδιος. Στο εσωτερικό του κύκλου αυτού, η ποίηση δεν μετράει πλέον ως τέχνη δημόσια, η αξία της είναι παραπλήσια του χόμπυ ή της κοινωνικής συναναστροφής.
* * *
Προφανώς τα κλειστά αυτά λογοτεχνικά οικοσυστήματα δεν έχουν να προσφέρουν δόξα ή οφέλη χρηματικά. Ωστόσο, τα όσα όντως προσφέρουν δεν είναι διόλου αμελητέα. Όλες οι άλλες τέχνες, τα εικαστικά, το θέατρο, ο κινηματογράφος, η μουσική έχουν σημαντικό κόστος παραγωγής, οι εκθέσεις, οι παραστάσεις, οι συναυλίες, τα όργανα και τα υλικά στοιχίζουν. Ένα είδος όπως το μυθιστόρημα πάλι, προϋποθέτει μακροχρόνια, συστηματική και απαιτητική εργασία. Η ποίηση απεναντίας είναι η πλέον προσιτή οικονομικά τέχνη, αλλά και η πλέον βολική ως προς τις τεχνοτροπικές της απαιτήσεις – κατά την κρατούσα αντίληψη, στην ουσία κάθε κείμενο μπορεί να τιτλοφορηθεί "ποίημα", εδώ και έναν αιώνα προϋποθέσεις τεχνικές-μορφολογικές δεν υπάρχουν. Μια δραστηριότητα απολύτως "δημοκρατική" συνεπώς, απολύτως πρόσφορη για τις ανάγκες της μαζικής παραγωγής, "φιλική" και κατάλληλη για όλους.
Με τον τρόπο αυτό, καταβάλλοντας δύο ή τρεις φορές κάθε δέκα χρόνια ένα σχετικά μικρό ποσό σ’ έναν εκδότη και διοργανώνοντας μια-δυο εκδηλώσεις για τους φίλους του, εξασφαλίζει κανείς εύκολα τον τίτλο του ποιητή και πλουτίζει το βιογραφικό του. Η πιθανότητα το ποιητικό του βιβλίο να κριθεί δημοσίως αρνητικά είναι μηδαμινή. Ακόμη κι αν η τάδε ή δείνα λογοτεχνική συντροφιά ή εταιρεία, το άλφα ή βήτα περιοδικό δεν τον κάνουν δεκτό ως μέλος ή συνεργάτη τους, εύκολα θα βρεί μιαν άλλη ή ένα άλλο που θα τον δεχτούν. Για ένα άτομο που δεν είναι εντελώς ακοινώνητο, μια κάποια αναγνώριση είναι εξασφαλισμένη λοιπόν, άλλωστε η πλειονότητα των γραφόντων δεν τρέφει ιδιαίτερες φιλοδοξίες.
Σε όσο περισσότερους λογοτεχνικούς κύκλους είσαι αποδεκτός ως ποιητής, τόσο πιο αναγνωρισμένος θεωρείσαι, οι ποιητές που δεν είναι κοινωνικά δικτυωμένοι σπανίως βιβλιοκρίνονται.
Στις πιο ψηλές αναβαθμίδες αυτής έτσι κι αλλιώς χαμηλής και αφανούς πυραμίδας τα πράγματα είναι κάπως, όχι όμως πολύ διαφορετικά. "Φτασμένος" εκεί θεωρείται όχι ο ποιητής που έχει κάποιους πραγματικούς, έστω και λίγους, εξωσυντεχνιακούς αναγνώστες (αυτοί οι ποιητές αντιμετωπίζονται δύσπιστα από τους υπόλοιπους, ως "εμπορικοί" και συνεπώς "συμβιβασμένοι" καλλιτεχνικά), αλλά εκείνος που έχει αποσπάσει την έγκριση της συντεχνίας. Δείγμα πάλι αυτής της έγκρισης είναι όχι τόσο η ποιότητα και η πυκνότητα της σχετικής κριτικογραφίας, όσο η ποσότητα και η διασπορά της – σε όσο περισσότερους λογοτεχνικούς κύκλους είσαι αποδεκτός ως ποιητής, τόσο πιο αναγνωρισμένος θεωρείσαι, οι ποιητές που δεν είναι κοινωνικά δικτυωμένοι σπανίως βιβλιοκρίνονται, όσο ενδιαφέρον και αν έχει το έργο τους. Σημαντικό είναι αν ο κρινόμενος έχει στο ενεργητικό του κάποιο από τα προβεβλημένα ποιητικά βραβεία, για την απόκτηση των οποίων ο ανταγωνισμός είναι πράγματι έντονος. Ωστόσο, κάτι ο πληθωρισμός των βραβείων, ιδίως στο εξωτερικό, κάτι το σύστημα της επετηρίδας, εδώ σε μας, περιορίζουν το πρόβλημα – αργά ή γρήγορα οι προσδοκίες των περισσότερων εκπληρώνονται. Για τους πρωτοεμφανιζόμενους ποιητές, και εδώ και έξω, ένας μεγάλος αριθμός από έπαθλα και υποτροφίες δίνουν τη δυνατότητα σε αρκετούς από αυτούς να ξεχωρίσουν από την αρχή της καριέρας τους. Όπως έγραψε ένας Γερμανός κριτικός, είναι εξαιρετικά δύσκολο πλέον νέος ποιητής να εκδώσει ένα μέσες άκρες ενδιαφέρον βιβλίο και να μην βραβευθεί. Εννοείται ότι, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, και εδώ και στο εξωτερικό η απονομή των διακρίσεων αυτών δεν επηρεάζει σε τίποτα την κυκλοφορία ή την απήχηση των διακρινόμενων βιβλίων ή ποιητών. Όπως και το αντίστροφο άλλωστε, η απήχηση ενός βιβλίου ή ποιητή δεν σημαίνει πρόκριμα βράβευσης, αν δεν λειτουργεί και αποτρεπτικά. Ο δημοφιλέστερος ίσως Ευρωπαίος ποιητής του καιρού μας, ο Γερμανός Ρόμπερτ Γκέρνχαρντ (1937-2006), δεν πήρε ποτέ το Βραβείο Μπύχνερ ή άλλα σημαντικά λογτεχνικά έπαθλα όσο ζούσε. Ο λόγος ήταν ακριβώς η εντυπωσιακή δημοτικότητα της σατιρικής του ποίησης: με πρώτο τον Γκαίτε, ο Γκέρνχαρντ είναι ο δεύτερος πιο συχνά παραπεμπόμενος ποιητής της γλώσσας του. Όμως τα βραβεία είναι και θεωρούνται υπόθεση αυστηρά ενδοσυντεχνιακή.
* * *
Τούτων δοθέντων, δεν είναι παράδοξο το αίσθημα της ανεξαρτησίας, υλικής και αισθητικής, που τρέφει ο μέσος σημερινός ποιητής έναντι του κοινού, ή και η αφ’ υψηλού συμπεριφορά που υιοθετεί ενίοτε απέναντί του, αίσθημα και συμπεριφορά που ο μουσικός ή ο ηθοποιός, που εξαρτώνται από την ευαρέσκειά του ακροατηρίου τους, με δυο λόγια από τα εισιτήρια και το χειροκρότημά του, δεν θα μπορούσαν να διανοηθούν. Με τη σειρά της πάλι αυτή η ανεξαρτησία εύκολα περιπίπτει σε αυτάρκεια και αυταρέσκεια. Έξω από το απολύτως ελεγχόμενο περιβάλλον της φιλικής παρέας και της ποιητικής συντεχνίας, η γνώμη των άλλων περισσεύει, η κριτική η ίδια περιττεύει, τη θέση της παίρνουν διαφημιστικές βιβλιοπαρουσιάσεις γραμμένες κατά το πνεύμα των δελτίων τύπου. Τυχόν άλλες μορφές αποτίμησης, οι ανθολογίες λ.χ., προσαρμόζονται αναλόγως. Όσοι δε κριτικοί επιμένουν στην ελευθερία της γνώμης τους, όλο και συχνότερα προσκόπτουν στις αντιδράσεις ή και στην ανοιχτή εχθρότητα των κρινομένων.
Ο μηχανισμός που λειτουργεί εδώ είναι στη βάση του απλός. Όσο πιο πολυάριθμη γίνεται διά του εκδοτικού πληθωρισμού η ποιητική κοινότητα, τόσο περισσότερο αυξάνει το αίσθημα της αυτάρκειας που τη διακατέχει, η αυταρέσκεια και η αποστροφή της προς την κριτική. Με τη σειρά τους όλα αυτά τα φαινόμενα, προ πάντων όμως η σίγαση της κριτικής, κατεβάζουν διαρκώς τον πήχυ της ποιότητας, έτσι που όλο και περισσότεροι επίδοξοι ποιητές είναι πλέον σε θέση να τον υπερβούν. Η κατάληξη του κύκλου είναι φαύλη: ένας ακόμη γύρος εκδοτικού πληθωρισμού.
* * *
Στα επόμενα δύο σημειώματα, θα γίνει λόγος για τα μορφολογικά-τεχνικά προβλήματα της σημερινής ποίησης.
[διαβάστε όλα τα άρθρα του φακέλου «Η ποίηση σήμερα» κάνοντας κλικ ΕΔΩ]
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής.