Μια σειρά από άρθρα για την κατάσταση της ποιητικής τέχνης σήμερα, για τα χρόνια προβλήματα και τις μελλοντικές της προκλήσεις.
Του Κώστα Κουτσουρέλη
Καθώς διανύουμε το πρώτο πέμπτο του 21ου αιώνα, η εικόνα της ποιητικής τέχνης του καιρού μας, ελληνικής αλλά και ξένης, μοιάζει θολότερη παρά ποτέ. Εμπρός στην πανσπερμία των τάσεων, εμπρός στον κατακερματισμό των τεχνοτροπιών, εμπρός προ πάντων στον εκδοτικό πληθωρισμό που τη μαστίζει, όλα τα ερμηνευτικά σχήματα που δοκιμάστηκαν πάνω της τις προηγούμενες δεκαετίες μοιάζει να αποτυγχάνουν να συλλάβουν, να περιγράψουν καν με κάποια σαφήνεια τη σημερινή της κατάσταση. Κανόνας ονομάτων και έργων λίγο πολύ δεσμευτικός δεν υπάρχει. Ούτε οι συνήθεις περιοδολογήσεις ούτε οι δειλές και αμφιλεγόμενες ανθολογήσεις της μοιάζουν ικανές να μας μιλήσουν ουσιωδώς για την ιδιαίτερή της ταυτότητα, τον ξεχωριστό της χαρακτήρα. Τόσο που για το μεγαλύτερο μέρος του ακροατηρίου της να προκύπτει περίπου αυτοματικά το συμπέρασμα: τέτοιο χαρακτήρα, τέτοια διακριτή ταυτότητα η ποίηση της αρχόμενης τρίτης χιλιετίας δεν διαθέτει.
Από την πλευρά του παρατηρητή, η επίκληση του μετανεωτερικού χάους, όπως κι αν το ορίζει κανείς, θα ήταν ίσως η εύκολη λύση. Και σε άλλες εκδηλώσεις καλλιτεχνικές της εποχής μας η περιγραφή και η αξιολόγηση των σύγχρονων ρευμάτων και τάσεων προσκρούει σε εμπόδια. Όμως σπανίως η κριτική αμηχανία απέναντί τους συγκρίνεται με αυτήν με την οποία προσλαμβάνουμε σήμερα την ποίηση. Στα καλλιτεχνικά είδη που διατήρησαν την επαφή τους με το ευρύ κοινό και συναντούν αξιοσημείωτη κοινωνική απήχηση (μυθιστόρημα, κινηματογράφος, τραγούδι) η αξιολόγηση και οι κατηγοριοποιήσεις επιβάλλονται τρόπον τινά από μόνες τους, αντανακλούν την πραγματική ζήτηση, ανταποκρίνονται στις αναζητήσεις ενός ακροατηρίου με συγκεκριμένες προτιμήσεις και προσδοκίες. Στις τέχνες πάλι που έχουν περιοριστεί σ' ένα μικρό και συνήθως άκρως εξειδικευμένο ακροατήριο (εικαστικά, σύγχρονη λόγια μουσική, χορός), την αποτίμηση την αναλαμβάνουν στην πράξη οι θεσμοί που τις στηρίζουν και τις χρηματοδοτούν: φεστιβάλ, αίθουσες συναυλιών και παραστάσεων, εκθετήρια και μουσεία.
Παρά την πρόσφατη αναβίωση της περφόρμανς και των δημόσιων αναγνώσεων, παρά τις εμφανίσεις των ποιητών στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα ή το διαδίκτυο, οι ποιητικές εκδηλώσεις ως προϊόν πολιτιστικό, ως οργανωμένη παραγωγή, σπανίως ανεβαίνουν ψηλότερα από το πρώτο σκαλί της ερασιτεχνικής δοκιμής.
Η ποίηση έχει το αρνητικό προνόμιο να μην ανήκει ούτε στις μεν ούτε στις δε. Από τη μια πλευρά, εδώ και πολλές δεκαετίες έχει χάσει την επαφή της με το ευρύ ακροατήριο, η αναγνωσιμότητά της πλέον περιορίζεται στον στενό κύκλο των επαϊόντων, συνήθως των ίδιων των ποιητών. Από την άλλη, έξω από τον χώρο της εκπαίδευσης, όπου και εκεί όμως η παρουσία της φθίνει, παγιωμένοι θεσμοί που να την προβάλλουν και να την καλλιεργούν δεν υπάρχουν. Παρά την πρόσφατη αναβίωση της περφόρμανς και των δημόσιων αναγνώσεων, παρά τις εμφανίσεις των ποιητών στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα ή το διαδίκτυο, οι ποιητικές εκδηλώσεις ως προϊόν πολιτιστικό, ως οργανωμένη παραγωγή, σπανίως ανεβαίνουν ψηλότερα από το πρώτο σκαλί της ερασιτεχνικής δοκιμής. Διεθνώς οι απαγγελείς ή περφόρμερ που κερδίζουν χρήματα από τις παραστάσεις τους είναι κάτι παραπάνω από ακριβοθώρητοι. Όσο για τα φεστιβάλ ποίησης, μόνο κατ' όνομα συγκρίνονται με τα ανάλογά τους της μουσικής ή του θεάτρου – συνήθως προσελκύουν ολιγάριθμους ακροατές, κι αυτούς ανθρώπους της στενής συντεχνίας ή που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σχετίζονται με τους λογοτεχνικούς κσι καλλιτεχνικούς κύκλους.
Αλλά και στην ένυλη, την τυπωμένη του μορφή, ως βιβλίο ή έκδοση περιοδική, το ποιητικό προϊόν έχει ελάχιστη ζήτηση. Το μερίδιο αγοράς που του αντιστοιχεί είναι ελάχιστο. Και αυτό όμως αφορά σε μεγάλο βαθμό ποιητές και έργα του παρελθόντος. Από τους ποιητές των τελευταίων δεκαετιών, και εδώ και στις περισσότερες χώρες, μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού όσοι κατόρθωσαν να διαρρήξουν το καταθλιπτικό τείχος της απαξίωσης που περιτριγυρίζει την τέχνη τους. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ορθότερα η αποστροφή που μοιάζει να αισθάνεται ο κοινός αναγνώστης απέναντι στη σύγχρονη ποίηση έχει ως αποτέλεσμα συχνά μαζί με τα ξερά να καίγονται και τα χλωρά. Γιατί δεν είναι μόνο τα προϊόντα της μαζικής μετριότητας που μένουν στα αζήτητα. Ακόμη και έργα ποιητών σημαντικών με ποιήματα αξιόλογα και τερπνά, απ’ αυτά που σ’ άλλες εποχές ο κόσμος τα αποστήθιζε και ζούσαν στη συλλογική μνήμη, ακόμη και αυτά δεν έχουν κατορθώσει, στον βαθμό που τους αξίζει, να βγουν απ’ το γκέτο και να γίνουν κτήμα κοινό.
Την ίδια στιγμή, το κύρος της ποίησης, απότοκο μιας πολυχιλιετούς παράδοσης με απροσμέτρητη έως χθες ακόμη περιωπή και ακτινοβολία, συν τω χρόνω εξαχνώνεται. Στις σημαντικότερες δυτικές χώρες, η ποίηση λαθροβιοί στο περιθώριο όχι μόνο των προτιμήσεων του κοινού, αλλά και του ενδιαφέροντος των ΜΜΕ και της ίδιας της λογοτεχνικής κριτικής. Ο σημαντικότερος ίσως δείκτης αυτής της καθίζησης είναι εκείνος που δείχνει τον εξοβελισμό της ποίησης από τον κατάλογο των Βραβείων Νομπέλ Λογοτεχνίας τα τελευταία χρόνια. Από το 1975 ώς το 1996, σε 22 χρόνια δηλαδή, οι κατά κύριο λόγο ποιητές που τιμήθηκαν με το Βραβείο Νομπέλ φτάνουν τους δέκα – παρά ένας οι μισοί βραβευθέντες. Από το 1997 έως σήμερα, επί είκοσι συναπτά χρόνια, βραβεύθηκε ένας μόνο, ο Τούμας Τράνστραιμερ. Μάλιστα, μετά τον θάνατο του Ντέρεκ Ουώλκωττ το 2016 κανείς νομπελίστας ποιητής δεν βρίσκεται πια εν ζωή, γεγονός πρωτοφανές στην ιστορία του θεσμού. Η βράβευση του Μπομπ Ντύλαν το 2016 δεν αντισταθμίζει αυτή την εικόνα της παρακμής, άλλωστε η βράβευση ενός τραγουδοποιού αντιμετωπίστηκε από τους περισσότερους ποιητές με σκεπτικισμό ή αμφισβητήσεις.
Μέσα σε λιγότερο από μια εικοσαετία, όλα τα διαθέσιμα ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία μαρτυρούν ότι η ποίηση πράγματι ξέπεσε διεθνώς εντυπωσιακά. Από πρωτεύον λογοτεχνικό είδος έγινε ενασχόληση του περιθωρίου. Αφού πρώτα απώλεσε σχεδόν ολοκληρωτικά το ακροατήριό της, βλέπει πλέον και το κληρονομημένο κύρος της να ξεπέφτει. Αφού πρώτα έχασε τον έπαινο του Δήμου, βλέπει τώρα να της γυρνούν την πλάτη και οι Σοφιστές.
Ενώ είναι δριμύς επικριτής της μαζικής κουλτούρας, αντιμετωπίζει με αμήχανη σιγή τον εντυπωσιακό πληθωρισμό των ποιητικών βιβλίων και περιοδικών. Ενώ επιρρίπτει τον παραγκωνισμό της ποίησης στον «αντικομφορμισμό» της, αδυνατεί να εξηγήσει σε τι ακριβώς συνίσταται αυτός και σε τι διαφέρει από το ναρκισσιστικό έθος της αυτοπραγμάτωσης και την καταναλωτική καινοθηρία της εποχής.
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η ραγδαία αυτή απαξίωση της τέχνης τους γίνεται αντιληπτή ως τέτοια και από τους ίδιους τους ποιητές. Ακόμη κι όταν δεν προβληματίζονται γι’ αυτήν δημοσίως, ακόμη κι όταν την απωθούν ως επίγνωση οχληρή, η σκιά που ρίχνει επάνω τους είναι ευδιάκριτη. Προδίδεται από τη συγκεχυμένη τους αυτοκατανόηση και από τις αντιφάσεις στις οποίες διαρκώς υποπίπτουν όταν μιλούν για την ποίηση. Ο μέσος σύγχρονος ποιητής δεν χάνει ευκαιρία να διαμαρτυρηθεί για την αδιαφορία του κοινού, της κριτικής και του Τύπου απέναντι στην τέχνη του· την ίδια στιγμή όμως, ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, αρέσκεται να επαναλαμβάνει ότι ο ίδιος ως ποιητής κάνει και χωρίς κοινό, ότι η αδιαφορία των πολλών είναι το τίμημα που καταβάλλει για την ανεξαρτησία του και ότι η τέχνη του είναι κατά βάση μονολογική. Ενώ είναι δριμύς επικριτής της μαζικής κουλτούρας, αντιμετωπίζει με αμήχανη σιγή τον εντυπωσιακό πληθωρισμό των ποιητικών βιβλίων και περιοδικών. Ενώ επιρρίπτει τον παραγκωνισμό της ποίησης στον «αντικομφορμισμό» της, αδυνατεί να εξηγήσει σε τι ακριβώς συνίσταται αυτός και σε τι διαφέρει από το ναρκισσιστικό έθος της αυτοπραγμάτωσης και την καταναλωτική καινοθηρία της εποχής. Ενώ θεωρεί άκριτη τη στροφή του κοινού προς άλλα είδη λογοτεχνικά, ιδίως τα θεωρούμενα εύπεπτα ή ελαφρά, η παντελής απουσία κριτικού, πόσω μάλλον επικριτικού, λόγου στο εσωτερικό της ποιητικής συντεχνίας δεν τον προβληματίζει, όταν δεν αντιδρά μάλιστα αλλεργικά τις σπάνιες φορές που τον συναντά.
Εξίσου δίβουλος στέκει απέναντι στο ζήτημα της παράδοσης. Ενώ σε γενικές γραμμές ακολουθεί ανεξέταστα τις υπερεκατοντάχρονες πια συμβάσεις που κόμισε στην ποιητική τέχνη ο μοντερνισμός, έχει την πεποίθηση ότι με αυτές καινοτομεί. Ενώ επαναλαμβάνει εκφραστικούς τρόπους όλως διόλου συνήθεις, θεωρεί ότι υπηρετούν την ιδιοφωνία του. Και ενώ στην πράξη γίνεται όλο και πιο δύσκολο να διαφοροποιηθεί σε κάτι ουσιώδες από τους σημερινούς ή τους χθεσινούς ομοτέχνους του, συχνά υποστηρίζει ότι ο ίδιος δεν μοιάζει κανενός και δεν χρωστά σε κανένα τίποτα, δυσανασχετεί δε όταν τον περιλαμβάνουν σε κάποια ομάδα ή τάση τους.
Έκδηλη είναι η αμφιθυμία με την οποία αντιμετωπίσει τους αισθητικούς του προπάτορες. Τις οφθαλμοφανείς οφειλές του στη Γενιά του 1930, της οποίας συνιστά επίγονο σε ευθεία γραμμή, δεν τις παραδέχεται ευχαρίστως, συχνά μάλιστα αποπειράται να τις υποβαθμίσει, δηλώνοντας την προτίμησή του σε ποιητές προγενέστερους ή μεταγενέστερούς της, με τους οποίους όμως πολύ περισσότερα τον χωρίζουν. Ενώ γράφει σχεδόν αποκλειστικά μια ποίηση ακραιφνώς λυρική, μια ποίηση δηλαδή υποκειμενική, πρωτοπρόσωπη και αυτοαναφορική, που αποφεύγει συστηματικά τα δημόσια θέματα (την πολιτική και την ιστορία, λ.χ.) και τα αντικειμενικότερα είδη (την αφήγηση, το δράμα, την παρωδία και τη σάτιρα, την παιδική ποίηση), ο ίδιος έχει την εντύπωση ότι γράφει αντιλυρικά. Ίσως επειδή συγχέει τον λυρισμό με τη λυρικοπάθεια, με τα μεγάλα και ωραία λόγια.
Ωστόσο το κύριο γνώρισμα της σημερινής conditio poetica είναι άλλο: η πλήρης σχεδόν απουσία ενός διαλόγου πάνω στα προβλήματα της σύγχρονης ποίησης. Ωσάν ένα πέπλο σιγής και παραίτησης να έχει σκεπάσει συνολικά όχι μόνο το οπτικό μας πεδίο αλλά και αυτό το γλωσσικό μας όργανο. Και όμως, τα προβλήματα αυτά και έντονα είναι και πολλά. Θα τα ξεχώριζα σε τέσσερις τάξεις: προβλήματα εκδοτικά· προβλήματα τεχνικά· προβλήματα θεματολογικά· τέλος, προβλήματα ιδεολογικά. Κάποια από αυτά, τα μνημόνευσα ή τα υπαινίχθηκα παραπάνω. Στα σημειώματα που έπονται θα τα συζητήσω ένα προς ένα αναλυτικότερα.
Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής.