Με αφορμή τη μετάφραση του Αλέξανδρου Ίσαρη για το Χειμωνιάτικο ταξίδι, του Wilhelm Müller, σε εκτέλεση Θόδωρου Κουρεντζή.
Της Άλκηστης Σουλογιάννη
Το Φεστιβάλ Αθηνών πρόσφερε μια μοναδική ευκαιρία για τη δημιουργική πρόσληψη ενός σύνθετου πολιτισμικού γεγονότος εξαιρετικού ενδιαφέροντος, που αφορά την παρουσίαση του κύκλου είκοσι τεσσάρων τραγουδιών (Lieder) του Φραντς Σούμπερτ (1797-1828) με τον τίτλο Χειμωνιάτικο ταξίδι, σε ποίηση ιδιαίτερης αισθητικής του φιλέλληνα Βίλχελμ Μύλλερ (1794-1827), στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος, 14 και 15 Ιουλίου.
Εκτός από το αυτονόητο, δηλαδή την απόλυτα διαχρονική αξία του Χειμωνιάτικου ταξιδιού στο πλαίσιο της παγκόσμιας πολιτισμικής κληρονομιάς, η συναυλία αυτή είχε όλα τα στοιχεία που δέσμευσαν εκ των προτέρων το έντονο ενδιαφέρον των αποδεκτών: τη σχεδόν «αποδομητική» και εντόνως «παραστατική» μεταγραφή-ανασύνθεση (για τενόρο και μικρή ορχήστρα) του σύγχρονου γερμανού συνθέτη και αρχιμουσικού Χανς Τσέντερ (γενν. 1936), τον νέο ταλαντούχο τενόρο Κηθ Στόνουμ, το εντυπωσιακής απόδοσης ελληνικό σύνολο μουσικής δωματίου Kyklos Ensemble, τον διακεκριμένο, ιδιαίτερης ευφυΐας και διεθνούς καριέρας αρχιμουσικό Θεόδωρο Κουρεντζή, και τη δημιουργική μετάφραση των ποιημάτων του Μύλλερ από τον Αλέξανδρο Ίσαρη, η οποία χρησιμοποιήθηκε στους ελληνικούς υπέρτιτλους της συναυλίας.
Ακριβώς αυτή η μετάφραση του Ίσαρη επανήλθε με αυτή την ευκαιρία στην επικαιρότητα της πολιτισμικής αγοράς, όπως πρωτοπαρουσιάστηκε το 1989 από τις εκδόσεις Άγρωστις.
Ο Ίσαρης με ιδιαίτερη ευαισθησία μεταφέρει στα καθ’ ημάς τη μακρά πορεία του εσωτερικού ανθρώπου μέσα σε παγωμένα εξωτερικά τοπία, κάτω από το βάρος οδυνηρών γεγονότων του προσωπικού βίου
Αυτή η «επιστροφή στα παλιά μας βιβλία» απέδειξε τη σταθερή ισχύ της μετάφρασης του Ίσαρη, η οποία παρατίθεται σε αντιστικτική σχέση με τα πρωτότυπα κείμενα του Μύλλερ και ενισχύεται με εκτενή πρόλογο και παράρτημα σχετικά με τους παράλληλους, δημιουργικούς αν και σύντομους βίους του Σούμπερτ και του Μύλλερ, καθώς και με τον ιστορικό και πολιτισμικό ορίζοντα αυτών (όπου περιλαμβάνεται και η μέχρι το 1989 δισκογραφική έκδοση του Χειμωνιάτικου ταξιδιού).
Στον πρόλογο της έκδοσης ο Ίσαρης επισημαίνει ιδιαιτέρως τις σπουδές του Μύλλερ (κλασσική φιλολογία και φιλοσοφία, ιστορία, αγγλική και γερμανική λογοτεχνία), το ταξίδι που πραγματοποίησε (1817) στην Ελλάδα και την Εγγύς Ανατολή ως απεσταλμένος της Πρωσικής Ακαδημίας προκειμένου να μελετήσει ελληνικές αρχαιότητες και να αντιγράψει αρχαίες επιγραφές, τη συνάντησή του με προσωπικότητες της ελληνικής παροικίας της Βιέννης (Θεόκλητος Φαρμακίδης, Άνθιμος Γαζής) όπου διδάχθηκε την ελληνική γλώσσα, τη θητεία του ως καθηγητή λατινικής και αρχαίας ελληνικής γλώσσας στη γενέθλια πόλη Ντέσαου, το πάθος του για την ελληνική επανάσταση και τη συμβολή του στη διαμόρφωση φιλελληνικού ρεύματος στην Ευρώπη (παράλληλα με τον Βικτώρ Ουγκώ, τον Αλεξάντρ Πούσκιν, τον Φρίντριχ Χέλντερλιν, τον λόρδο Μπάυρον), τις εκδόσεις του (1821) με τον τίτλο Τα τραγούδια των Ελλήνων και την έμμετρη μετάφραση στα γερμανικά (1825) των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών από το βιβλίο του Κλωντ Φωριέλ Ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Εξάλλου, στο πλαίσιο αυτό, η έμφαση εντοπίζεται στον κύκλο των είκοσι τεσσάρων δραματικών ποιημάτων του Μύλλερ με τον τίτλο Χειμωνιάτικο ταξίδι, στην άμεση αποδοχή τους από το λογοτεχνικό περιβάλλον (π. χ. Χάινριχ Χάινε) και στη μελοποίησή τους από τον Σούμπερτ.
Kyklos Ensemble
|
Σε ό,τι αφορά τη μετάφραση του Χειμωνιάτικου ταξιδιού: Ο Ίσαρης με ιδιαίτερη ευαισθησία (που άλλωστε προσδιορίζει το σύνολο της μεταφραστικής του δραστηριότητας, και στο πλαίσιο αυτό να μην ξεχνούμε και την ιδιότητά του ως ζωγράφου) μεταφέρει στα καθ’ ημάς τη μακρά πορεία του εσωτερικού ανθρώπου μέσα σε παγωμένα εξωτερικά τοπία, κάτω από το βάρος οδυνηρών γεγονότων του προσωπικού βίου, όπως αποτυπώνουν τα είκοσι τέσσερα δραματικά ποιήματα του Μύλλερ.
Η σύγχρονη δημιουργική ανάγνωση καθιστά σαφές ότι τα σημαινόμενα των κειμένων υπερβαίνουν τη συγχρονική διάσταση της ατμόσφαιρας του γερμανικού ρομαντισμού και αναγνωρίζονται ως οδοδείκτες διαχρονικής ισχύος για τις υπαρξιακές διαδρομές του εσωτερικού ανθρώπου.
Η μετάφραση του Ίσαρη ανταποκρίθηκε στα σημαινόμενα των γερμανικών πρωτότυπων κειμένων του Μύλλερ, και μαζί τους «συνομίλησε» με το ηχητικό και το οπτικό αντίκρισμα της μεταμοντέρνας ανάγνωσης
Στο πλαίσιο αυτό, η φυγή επιβάλλεται κάτω από το βάρος της αγάπης, τα δάκρυα αντιπροσωπεύουν την προσπελάσιμη εικόνα της εσωτερικής έντασης, η παγωνιά αποτελεί συνδήλωση για την απώλεια, φαινόμενα και όντα της φύσης προσωποποιούνται και συμμετέχουν στον πόνο του χωρισμού συνοδεύοντας την πορεία του εσωτερικού ανθρώπου, η απουσία επικοινωνίας υπογραμμίζει την ένταση του χωρισμού, τα φυσικά τοπόσημα δηλώνουν στοιχεία του ατομικού χωρόχρονου και ανακαλούν το ατομικό παρελθόν, η ψευδαίσθηση, τα όνειρα, οι ελπίδες, ως παραμυθία για τα απηνή δεδομένα της αντικειμενικής πραγματικότητας, προσδιορίζουν τη μοναχική πορεία του εσωτερικού ανθρώπου και τον μετεωρισμό του ανάμεσα στην αλήθεια και στην απάτη ή ανάμεσα στα εξωτερικά και στα εσωτερικά τοπία, δρόμος χωρίς γυρισμό και χωρίς ανάπαυση διασχίζει την κοινότητα ζώντων και νεκρών, ενώ ένας οργανοπαίχτης αποτελεί ευρηματική παραστατική συνδήλωση για τη μοναξιά, την απόρριψη, την αποκοπή του εσωτερικού ανθρώπου από το εξωτερικό περιβάλλον.
Ο οικείος, άμεσος, πλήρης συναισθήματος, παραστατικός, στοχαστικός λόγος του Ίσαρη αντιπροσωπεύει έναν ιδεώδη συνομιλητή της γλώσσας του πρωτοτύπου και ταυτόχρονα ένα αποτελεσματικό εργαλείο για την αποτύπωση και την απόδοση ενός σπαρακτικού υποκειμενικού κόσμου που πορεύεται κάτω από τη διαρκή, διαβρωτική παρουσία του θανάτου.
Ο Αλέξανδρος Ίσαρης
|
Η μετάφραση του Ίσαρη ανταποκρίθηκε στα σημαινόμενα των γερμανικών πρωτότυπων κειμένων του Μύλλερ, και μαζί τους «συνομίλησε» με το ηχητικό και το οπτικό αντίκρισμα της μεταμοντέρνας ανάγνωσης (όπου περιλαμβάνεται και η χρήση ενός τηλεβόα), την οποία πρότεινε για τη μουσική του Σούμπερτ ένας σύγχρονος, υψηλού κύρους διανοητής των ήχων όπως είναι ο Χανς Τσέντερ, και την οποία διεκπεραίωσε με εξίσου υψηλή αισθητική ο τενόρος Κηθ Στόνουμ.
Παράλληλα, η μετάφραση του Ίσαρη κάλυψε τις απαιτήσεις του αρχιμουσικού Θεόδωρου Κουρεντζή, σε ό,τι αφορά τη διαδικασία που αυτός εφάρμοσε για την κριτική πρόσληψη και την παραστατική απόδοση των σημαινομένων, όπου εντάσσεται και η ανάπτυξη της κινητικότητας των μελών της ορχήστρας μέσα στον συναυλιακό χώρο. Ο Κουρεντζής, σε άμεση «συνεννόηση» (και) με τη μετάφραση του Ίσαρη, ανίχνευσε τις λεπτομέρειες του περιεχομένου τόσο στη γλώσσα της μουσικής όσο και στη γλώσσα των κειμένων, δεδομένου μάλιστα ότι είναι ιδιαιτέρως εξοικειωμένος με ποικίλα σημαντικά πεδία στον χώρο της λογοτεχνίας (π.χ. Μίλτος Σαχτούρης, Έκτωρ Κακναβάτος, Γιώργος Χειμωνάς, όπως και Στεφάν Μαλλαρμέ, Γκέοργκ Τρακλ ή Ράινερ Μαρία Ρίλκε).
Με αυτές τις προϋποθέσεις η μετάφραση του Ίσαρη λειτούργησε ως ασφαλής δίαυλος για την ανάπτυξη ενός δημιουργικού διαλόγου ανάμεσα στην τέχνη του λόγου, στην τέχνη των ήχων και στα οπτικά τους αντίστοιχα, κάτω από τη διαρκή λάμψη του Δημήτρη Μητρόπουλου.