Πέντε διηγήματα της Virginia Woolf, σε μετάφραση Βάνιας Σύρμου-Βεκρή από τις εκδόσεις Μπιλιέτο, σε ένα παιχνίδι αντικατοπτρισμών για την ποιητική της Woolf.
Της Ιωάννας Σπηλιοπούλου
Πολύχρωμα κι αυτόνομα στη συναρμογή τους τα πέντε διηγήματα της Γουλφ, μεταφρασμένα από τη Βάνια Σύρμου-Βεκρή στις καλαίσθητες εκδόσεις του Μπιλιέτου, συμμετέχουν σε ένα παιχνίδι αντικατοπτρισμών για την ποιητική της συγγραφέως. Καθρέφτης: επιφάνεια αναζήτησης του βάθους, εστίαση στην εσωτερική αλήθεια, αφετηρία διαδρομής από το σώμα στο κατώφλι του σκοτεινού δάσους μέσα μας, δίοδος για το ψυχικό μάγμα. Καλύπτοντας αποκαλύπτοντας, κατακερματίζοντας ενοποιώντας, παρακολουθώντας την ανατροπή του σκηνικού ανάλογα με την οπτική γωνία, σκηνοθετεί τη θεατρική πράξη του πεζογραφήματος1 διαμέσου φευγαλέων εικόνων, διαθλώμενου φωτός και αέναων μεταμορφώσεων.
Στο δικό της διήγημα-δωμάτιο η συγγραφέας υπερασπίζεται τον συσσωρευόμενο υλικό μικρόκοσμο του οικιακού (άρα γυναικείου) σύμπαντος, που συχνά πλαισιώνεται από την κορνίζα ενός καθρέφτη. Επίσης, οι γυναίκες λειτουργούν σαν ένας «καθρέφτης» για τους άνδρες τους, και μάλιστα παραμορφωτικός, στον οποίο ο άνδρας φαίνεται «υπερμεγέθης» και σπουδαιότερος από ό,τι στην πραγματικότητα2. Παράλληλα, ο καθρέφτης ενσαρκώνει την επιθυμία της ηρωίδας να δημιουργήσει τάξη, σταθερότητα, συμπάγεια ‒ ενάντια στη φθορά, την εντροπία του κυματώδους χρόνου, τη θνητότητα. Τα αυτάρκη άψυχα αντικείμενα, δοχεία της χρονικότητας, μάρτυρες του ανθρώπινου παρελθόντος, καθιστούν τη γραφή αρχιτεκτόνημα της μνήμης: ο καθρέφτης απαθανατίζει. Όπως γράφει η Μέλπω Αξιώτη: «οι πάχνες ίσως είναι που σταλάζουνε τα καθρεφτίσματα στους αιώνες…»3. Κυρίως όμως τα πράγματα αποτελούν διάφανους σηματωρούς της γυναικείας αυτοσυνειδησίας. Η Σύλβια Πλαθ δίνει φωνή στον δικό της «Καθρέφτη» (1961):
«Τώρα είμαι μια λίμνη. Μια γυναίκα σκύβει από πάνω μου,
Ψάχνοντας στις εκτάσεις μου για το ποια είναι στ' αλήθεια.
Έπειτα γυρνά σ' αυτούς τους ψεύτες,
Τα κεριά ή το φεγγάρι.
Βλέπω την ράχη της και την καθρεφτίζω πιστά.
Με ανταμείβει με δάκρυα
Κι ένα αγωνιώδες σφίξιμο των χεριών.
Είμαι σημαντικός για εκείνη.
Έρχεται και φεύγει»4.
Εκκινώντας από την «Κυρία στον καθρέπτη» θα ιχνηλατήσουμε μονοπάτια και για τα άλλα διηγήματά της. Παρατηρούμε (μαζί με τον αφηγητή-αθέατο οπερατέρ πίσω από την κάμερα) τη μεσήλικη Ισαβέλλα Τυσόν να εργάζεται στον κήπο, διαμέσου της αντανάκλασής της στον καθρέφτη του σπιτιού, σαν να τακτοποιεί σε μια εικόνα τα αντικείμενα του δωματίου καθιστώντας τα αθάνατα: «σαν να ʼτανε η φωνή του πρόσκαιρου και του φθαρτού, να ʼρχεται και να φεύγει σαν ανθρώπινη ανάσα, καθώς μέσα στον καθρέφτη τα πράγματα είχαν σταματήσει να ανασαίνουν κι έμεναν ακίνητα στην έκσταση της αθανασίας» (σελ. 2). Ό,τι όμως αντιφεγγίζει στη συνειδησιακή ροή είναι η αγωνιώδης πρόσβαση στους πολλαπλούς εαυτούς του υποκειμένου, στα σπαράγματα του είναι, στο σημείο έντασης/διχοτομίας μεταξύ της δημόσιας εικόνας και της προσωπικής αυτοεικόνας, στις περιχαρακωμένες ταυτότητες, στη μοναξιά. Το συγκεκριμένο διήγημα θεωρήθηκε μια μεταφορά για τη γραφή και ειδικότερα για την (αυτο)βιογραφία, για τις παραμελημένες ζώνες της γυναικείας εμπειρίας στη λογοτεχνία ‒ δηλαδή για ένα θέμα που και στα θεωρητικά κείμενά της έχει απασχολήσει τη Γουλφ. Παίζοντας με τη φαντασία του αναγνώστη ο αφηγητής υφαίνει ένα αόρατο παράλληλο σύμπαν που κείται πίσω από τη σιωπή: τις κρυφές ζωές των γυναικών, ανοιχτές στο ενδεχόμενο, αγκαλιασμένες με την πληθυντικότητα. Τα αντικείμενα γνωρίζουν περισσότερα για την ηρωίδα από ό,τι όσοι τη συναναστρέφονται επί χρόνια. Η Γουλφ αγαπά το μικρό, το λανθάνον, το ήσσον, το καταφύγιο όπου ο άνθρωπος κλειδαμπαρώνει ή καταχωνιάζει τα μυστικά του: «κι έπειτα γέμισε με κλειδωμένα συρτάρια, γεμάτα με γράμματα, όπως τα κομό της» (σελ. 7). «Το ντουλάπι με τα ράφια του, το γραφείο με τα συρτάρια του, το σεντούκι με τον διπλό πάτο του, είναι πραγματικά όργανα της μυστικής ψυχολογικής ζωής» σημειώνει στην Ποιητική του χώρου ο Γκαστόν Μπασελάρ. «Έχουν, σαν εμάς, από εμάς, για εμάς, μια οικειότητα»5.
«Αμέσως ο καθρέφτης άρχισε να διαχέει πάνω της ένα φως που την καθήλωσε, σαν κάποιο οξύ να κατέφαγε καθετί ασήμαντο και επιφανειακό και να άφησε μόνο την αλήθεια. Η γυναίκα αυτή καθαυτή».
Τα χορευτικά μοτίβα στον καθρέφτη συμβολίζουν ακριβώς την ανεξιχνίαστη ένδον κινητικότητα, καθώς η ηρωίδα βρίσκεται γυμνή στο ανελέητο φως… άδεια, χωρίς σκέψεις, χωρίς φίλους, χωρίς φροντίδες. «Αμέσως ο καθρέφτης άρχισε να διαχέει πάνω της ένα φως που την καθήλωσε, σαν κάποιο οξύ να κατέφαγε καθετί ασήμαντο και επιφανειακό και να άφησε μόνο την αλήθεια. Η γυναίκα αυτή καθαυτή» (σελ. 8). Και το διήγημα κλείνει με την εναρκτήρια πρόταση: «Οι άνθρωποι δε θα ʼπρεπε να αφήνουν καθρέφτες κρεμασμένους στα δωμάτιά τους» ‒ όπως και στα καβαφικά «Παράθυρα», «Ίσως το φως θα ’ναι μια νέα τυραννία». Το πλήρες εγώ λιώνει στον ήλιο της αφήγησης – ρωγμές, ραβδώσεις, κοστούμια συνθέτουν την ευαλωτότητα των προσώπων. Γιατί, σχολιάζει σε ένα αμάλγαμα λογοτεχνίας και δοκιμιακού λόγου η συγγραφέας, «Η ζωή δεν είναι μια σειρά από φώτα αμαξών παρατεταγμένα, η ζωή είναι ένα λαμπερό φωτοστέφανο, ένα ημιδιαφανές πέπλο που μας περιβάλλει από την αρχή της συνείδησής μας μέχρι το τέλος»6, πρωτεϊκή και ρευστή, ένα «πρόχειρα χιλιομπαλωμένο ύφασμα». Κατά συνέπεια, «Ο μυθιστοριογράφος φροντίζει απλώς "να στρώνει προσεκτικά το μετάξι των ψυχών", να απελευθερωθεί από την τυραννία των συμβάντων και της φόρμας, για νʼ αδράξει μέσα στη στιγμή τη μυστηριώδη ροή αυτού του φθαρτού πράγματος: τη ζωή»7. Ή, με τα λόγια της Βραζιλιάνας μυθιστοριογράφου Κλαρίσε Λισπέκτορ: «Κι επειδή η ψυχή μου είναι τόσο απεριόριστη που πλέον δεν είναι εγώ, κι επειδή είναι τόσο πέρα από εμένα – γι’ αυτό είμαι πάντα τόσο μακριά από τον ίδιο μου τον εαυτό, είμαι για τον εαυτό μου τόσο άπιαστη όσο άπιαστο είναι για μένα ένα αστέρι»8.
Στο διήγημα «Η κληρονομιά» η Άντζελα Κλάντον, μια γυναίκα που σκοτώθηκε σε τροχαίο υπό μυστηριώδεις συνθήκες, έχει κληροδοτήσει στον ισχυρό πολιτικό σύζυγό της (στη σκιά του οποίου ζούσε) δεκαπέντε τόμους ημερολογίων της. Συζητώντας με τη γραμματέα της εκείνος συνειδητοποιεί ότι η γυναίκα του είχε τόσο μια ανεξάρτητη ζωή από συναισθηματική άποψη όσο και πολιτικά πιστεύω που συγκρούονταν με τα δικά του. Και ανακαλύπτει ότι ο θάνατός της ήταν αυτοκτονία. Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες των ημερολογίων της αναδύονται εύγλωττα κάτοπτρα της ενδόμυχης αλήθειας της ίδιας και επομένως της σχέσης τους.
Ένα αόρατο ζευγάρι-φάντασμα στο «Στοιχειωμένο σπίτι» διαστέλλει τον κοινό χώρο νεκρών και ζωντανών: θέατρο του παρελθόντος, εμπεριέχει τα προγονικά χνώτα, όντας ένας παλλόμενος οργανισμός που αναζητεί τον θαμμένο θησαυρό ‒ την αλήθεια της σχέσης, τη βιωμένη πεμπτουσία της επικοινωνίας. Το ζωντανό ζευγάρι μυείται στο «φως μες στην καρδιά», εμπεδώνεται η «κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη». Και το σώμα του σπιτιού επαναλαμβάνει το μουσικό μοτίβο: «Ασφαλής, ασφαλής, ασφαλής».
Στο «Καινούργιο φόρεμα» η Μέιμπελ αντικρίζει στον καθρέφτη την ανεπάρκειά της, την αμφιθυμία, το αίσθημα ντροπής που τη διακατέχει, –«το κίτρινο φόρεμα ήταν η τιμωρία που της άξιζε» (σελ. 11)–, σπάνια τον «πυρήνα της ύπαρξής της, την ψυχή του εαυτού της» (σελ. 5). Στο σαλόνι της κυρίας Νταλογουέι, σε μια ανιαρή κοσμική συνάθροιση, νιώθει σαν μύγα που προσπαθεί να συρθεί έξω από το πιατάκι του φλιτζανιού, το είναι της συρρικνώνεται σε κουμπί. «Σηκώθηκε από τον μπλε καναπέ, και το κίτρινο κουμπί στον καθρέφτη σηκώθηκε κι αυτό» (σελ. 14). Ατενίζει με μάτια μισόκλειστα την άτονη, υφέρπουσα ζωή της, την αποξενωμένη ύπαρξή της.
Στον «Προβολέα» παρακολουθούμε σε λέσχη του Λονδίνου στις αρχές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου την κυρία Αϊβιμέι να αφηγείται στους φίλους της μια ιστορία για τον προπαππού της, ο οποίος έστρεφε το τηλεσκόπιό του από τα αστέρια στους χερσότοπους. Ενώ η πολεμική αεροπορία κάνει ασκήσεις, ενώ το φως του προβολέα κινείται γύρω της σαν να πρωταγωνιστεί σε θεατρική παράσταση, ενώ τα άστρα σιωπούν, εκρήγνυνται απρόσμενες αποκαλύψεις, λεπτομέρειες, γρίφοι.
Στην πεζογραφία της Γουλφ οι ίσκιοι, τα πηγάδια της σιωπής, οι άνεμοι μάχονται με τις αχτίδες του φεγγαρόφωτου, τη φλόγα του κεριού, τις ριπές του φάρου. Και η ίδια σκοτώνει το φάντασμα του εαυτού, τον Άγγελο του Σπιτιού, που ρίχνει τη βαριά σκιά των φτερών του στο έργο της («θα άρπαζε την καρδιά από τα κείμενά μου»), θεωρώντας ότι η αποστολή της γυναίκας συγγραφέως συνθλίβεται κάτω από τα εύθραυστα προσωπικά αδιέξοδα9. Πυξίδα της ψυχικής ενδοχώρας για τη μετουσίωση της γυναικείας εμπειρίας, της «εξαιρετικά περίπλοκης δύναμης της θηλυκότητας», είναι μόνο η ελεύθερη δημιουργικότητα. Ιχνηλατώντας την έμφυλη ταυτότητα, τον γυναικείο λόγο, εξ ορισμού επαναστατικό, αφού ξεφεύγει από την προκαθορισμένη λογοτεχνική γλώσσα, όπως σημειώνει, αρνείται τη μίμηση ανδρικών προτύπων και τις πολιτισμικές αναπαραστάσεις της πατριαρχίας, ανατρέπει τα δίπολα. Στην εγκιβωτισμένη αφήγηση για την υποτιθέμενη αδελφή του Σαίξπηρ που περιέχεται στο Ένα δικό σου δωμάτιο η χαρισματική Τζούντιθ, η οποία «είχε μια εξαιρετικά γρήγορη φαντασία για τη μουσική των λέξεων», αυτοκτονεί: «Ποιος μπορεί να μετρήσει την έξαψη και τη βία στην καρδιά ενός ποιητή όταν έχει παγιδευτεί σε γυναικείο σώμα;»10
«Πιθανόν ο συντομότερος δρόμος για την κατανόηση των μέσων που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας δεν είναι το διάβασμα, αλλά η γραφή. Πρέπει να πειραματιστείς και να εξοικειωθείς με τους κινδύνους και τις δυσκολίες των λέξεων».
Επάλληλους κύκλους διαγράφουν το έργο και η μετάφραση. Με τη θεωρητική σκευή της, με ευαισθησία τόσο προς την ουσία όσο και προς τις αντηχήσεις, με αγάπη η μεταφράστρια φρόντισε το κειμενικό ένδυμα, ως γράφουσα και η ίδια. Κυρίως με εντιμότητα ‒ αρετή που η Γουλφ θεωρούσε τη σπονδυλική στήλη της γραφής. Όπως σημειώνει η συγγραφέας στο δοκίμιό της «Πώς πρέπει να διαβάζει κανείς ένα βιβλίο;»: «Πιθανόν ο συντομότερος δρόμος για την κατανόηση των μέσων που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας δεν είναι το διάβασμα, αλλά η γραφή. Πρέπει να πειραματιστείς και να εξοικειωθείς με τους κινδύνους και τις δυσκολίες των λέξεων»11. Ο Άρης Μπερλής εξάλλου, αναφερόμενος στις ιδιαίτερες δυσκολίες της μετάφρασης μοντερνιστικών πεζογραφημάτων, παρατηρούσε: «Εμείς δεν είχαμε μοντερνιστές. Όταν λοιπόν μεταφράζεις Γουλφ αναγκάζεσαι να πλουτίσεις την ελληνική γλώσσα με περιεχόμενα, μορφές κι ευαισθησίες που δεν υπήρχαν και τις οποίες αποτυπώνεις πια στη δική σου γλώσσα»12. Και η αρμόζουσα γλώσσα στην πεζογραφία της Γουλφ είναι διάφανη, ο λόγος του νερού, «μια γοργή αίσθηση ζεστασιάς, ρευστότητας, ένα κύμα φράσεων που η μια κυλάει μέσα στην άλλη σαν λάβα»13, οι μεταφορές εκβάλλουν η μια στην άλλη. «Μʼ αρέσουν οι φράσεις που δεν υποχωρούν έστω κι αν δεχτούν βίαιη επίθεση. Μʼ αρέσουν οι σκληρές λέξεις...»14 σημειώνει η Γουλφ· και στο ημερολόγιο που κρατά, ενώ γράφει το μυθιστόρημα Τα κύματα ονειρεύεται «να διευκολύνει το αίμα να τρέχει από τη μια άκρη στην άλλη, σα χείμαρρος»15. Η σάρκα της γλώσσας ένα ασυνεχές ρεύμα που κλυδωνίζεται, σαν το κύμα που χορεύει ρυθμικά γεννώντας συμπαγή ροή και ραγισμένες προτάσεις: «Οφείλουμε να πλάθουμε τις φράσεις μας ώσπου να γίνουν άυλος χιτώνας των σκέψεών μας»16.
«Η μεγάλη αποκάλυψη ποτέ δεν ήρθε. Αντί γι’ αυτήν, έρχονταν μικρά καθημερινά θαύματα, εκλάμψεις, σπίρτα που άναβαν απροσδόκητα στο σκοτάδι».
«Ο συγγραφέας δεν μπορεί ν’ αντέξει τη μοναξιά. Αμείβει πλουσιοπάροχα αυτούς που τυχαίνει να τον πλησιάσουν… Πηγαίνει σε όποιο τόπο τον καλούν όποια εποχή του ζητήσουν (…) Συγγραφέας είναι μια τερατώδης ανάγκη του τίποτε…»17 γράφει ο Γιώργος Χειμωνάς στο Ποιον φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ. Η ίδια πάντως το 1932 ενθουσιάζεται με τους «ζωντανούς, αυτούς τους εξαντλημένους, αιώνια οδοιπόρους Έλληνες, που δεν μπορούν πια να δαμάσουνε την Ελλάδα»18, με το συμπυκνωμένο φως της αρχαίας χώρας μας. Ίσως γιατί λίγα χρόνια πιο πριν, στο μυθιστόρημα Στο φάρο, αποθησαυρίζει το νόημα της ζωής στην έκρηξη μικρών θαυμάτων: «Η μεγάλη αποκάλυψη ποτέ δεν ήρθε. Αντί γι’ αυτήν, έρχονταν μικρά καθημερινά θαύματα, εκλάμψεις, σπίρτα που άναβαν απροσδόκητα στο σκοτάδι»19.
* Η ΙΩΑΝΝΑ ΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ είναι φιλόλογος.
1. «Γι' αυτό μισώ τους καθρέφτες που μου δείχνουν το αληθινό μου πρόσωπο» λέει η Ρόντα στα Κύματα (μτφρ. Άρης Μπερλής, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1997, σελ. 33). Ιδιαίτερη σχέση με τον καθρέφτη έχει και η κυρία Ράμζυ, ηρωίδα του μυθιστορήματος Στο φάρο (μτφρ. Άρης Μπερλής, Η΄ έκδοση, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 2019)
2. Βιρτζίνια Γουλφ, Ένα δικό σου δωμάτιο, μτφρ. Μίνα Δαλαμάγκα, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1993, σελ. 48. Βλ. και Ευγενία Σηφάκη, Σπουδές φύλου και λογοτεχνία, Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, 2015, σελ. 35
3. Δύσκολες νύχτες, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1988, σελ. 98
4. Sylvia Plath, «Mirror», μτφρ. Κατερίνα Ηλιοπούλου, στο ιστολόγιό της.
5. Gaston Bachelard, Η ποιητική του χώρου, μτφρ. Ελένη Βέλτσου - Ιωάννα Δ. Χατζηνικολή, εκδ. Βασδέκη, Αθήνα 2014, 7η έκδοση, σελ. 105
6. Virginia Woolf, Δοκίμια, μτφρ. Αργυρώ Μαντόγλου, επιμέλεια: Σπύρος Τσακνιάς, εκδ. Scripta, Αθήνα 1999, σελ. 86
7. Μονίκ Νατάν, Γουλφ, μτφρ. Κατερίνα Μαρινάκη, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1986, σελ. 139
8. Τα κατά Α.Γ. πάθη, μτφρ. Μάριος Χατζηπροκοπίου, εκδ. Αντίποδες, Αθήνα 2018, σελ. 139
9. Virginia Woolf, Δοκίμια, ό.π., σελ. 44
10. Βιρτζίνια Γουλφ, Ένα δικό σου δωμάτιο, ό.π., σελ. 65-66
11. Virginia Woolf, Δοκίμια, ό.π., σελ. 19
12. Γιούλη Κουγιά, «Άρης Μπερλής (1944-2018): Η ζωή μου και τα πιστεύω μου», Lifo, 28-1-2018. https://www.lifo.gr/articles/obituaries/178245/aris-mperlis-1944-2018-i-zoi-moy-kai-ta-pisteyo-moy
13. Μονίκ Νατάν, Γουλφ, ό.π., σελ. 147
14. Ό.π., σελ. 160 (απόσπασμα από το Δωμάτιο του Τζέικομπ)
15. Ό.π., σελ. 153 (από το ημερολόγιο των Κυμάτων)
16. Ό.π., σελ. 155
17. Γιώργος Χειμωνάς, Ποιον φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1995, σελ. 12
18. Βιρτζίνια Γουλφ, Ελλάδα και Μάης μαζί! – Εγγραφές ημερολογίου και γράμματα, μτφρ. Μαρία Τσάτσου, επιμέλεια: Άρης Μπερλής, εκδ. Ύψιλον, 2η έκδοση, Αθήνα 1996, σελ. 25
19. Βιρτζίνια Γουλφ, Στο φάρο, ό.π., σελ. 180