Για τη συλλογή ποιημάτων του Gustavo Adolfo Becquer «Το βιβλίο των σπουργιτιών» (μτφρ. Περουλής Σακελλαρίδης, Δημήτρης Ιντζές, εκδ. Κέδρος).
Του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου
Η Ισπανία των αρχών του 19ου αιώνα είναι μια χώρα παραπαίουσα, μια αυτοκρατορία υπό κατάρρευση. Ο πληθυσμός της, γύρω στα 12 εκατομμύρια, υποφέρει, μεταξύ άλλων δεινών, από διαδοχικές επιδημίες. Η χειρότερη από αυτές είναι η χολέρα που μεταξύ του 1833 και του 1835 θερίζει περί τις 100.000 ζωές. Είναι όμως και μια χώρα ιδιότυπα ρομαντική: από τη μια αποτελεί εξωτικό προορισμό και τόπο προσκυνήματος και έμπνευσης για αγγλοσάξονες ρομαντικούς ποιητές και διανοούμενους (όπως και η Ελλάδα, άλλωστε), και από την άλλη ζει στον αστερισμό ενός δικού της ιδιαίτερου λογοτεχνικού ρομαντισμού (Χοσέ δε Εσπρονθέδα, Μαριάνο Χοσέ δε Λάρα κ.ά.) που εκτός από την υπερπροβολή του εγώ και την τάση για φυγή, ελάχιστα κοινά σημεία έχει με τον βορειοευρωπαϊκό (γνήσιο;) ρομαντισμό.
Η Ισπανία των αρχών του 19ου αιώνα [...] είναι μια χώρα ιδιότυπα ρομαντική: από τη μια αποτελεί εξωτικό προορισμό και τόπο προσκυνήματος και έμπνευσης για αγγλοσάξονες ρομαντικούς ποιητές και διανοούμενους, και από την άλλη ζει στον αστερισμό ενός δικού της ιδιαίτερου λογοτεχνικού ρομαντισμού.
Κάπου εκεί λοιπόν, στη Σεβίλλη του 1836, έναν χρόνο μετά την εξάλειψη της χολέρας και έναν χρόνο πριν την αυτοκτονία του Λάρα, γεννιέται ο Γουστάβο Αδόλφο Κλαούντιο Ντομίνγκεθ Μπαστίδα. Για τον Μπέκερ πρόκειται, αλλά όταν ακόμα δεν ήταν ο «Μπέκερ». Το εύηχο και ξεχωριστό, για τα ισπανικά δεδομένα, «Μπέκερ» προέρχεται από μια ευγενή σεβιλλιάνικη οικογένεια, από την οποία καταγόταν τόσο η μητέρα όσο και ο πατέρας του ποιητή, και υιοθετήθηκε από όλους τους καλλιτέχνες της οικογένειας, από τον ποιητή μας, από τον ζωγράφο αδελφό του (Βαλεριάνο Μπέκερ) και, πριν από όλους, από τον πατέρα τους, τον επίσης ζωγράφο Χοσέ Ντομίνγκεθ Μπέκερ.
Υπάρχει λοιπόν μια αύρα μεγαλείου και μια ελιτίστικη άποψη περί ζωής στην υιοθέτηση του εν λόγω επιθέτου από την οικογένεια, μεγαλείο που δυστυχώς δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα, μια πραγματικότητα μεγάλης ένδειας και στερήσεων, που βιώνει ο ποιητής μας (ορφανός και από τους δύο γονείς ήδη στα έντεκά του) στα λίγα χρόνια που πρόλαβε να ζήσει, αλλά έτσι και αλλιώς το προσδόκιμο ζωής στην Ισπανία των μέσων του 19ου αιώνα είναι πολύ χαμηλό.
Ορφανά πλέον τα αδέλφια Μπέκερ, φιλοξενούνται σε διάφορα σπίτια συγγενών. Σε ένα από αυτά, της νονάς του ποιητή, ο Γουστάβο Αδόλφο θα βρει μια μικρή αξιόλογη βιβλιοθήκη (καθόλου δεδομένη και διαδεδομένη στα σπίτια της κοινωνικής του τάξης εκείνη την εποχή) και θα αρχίσει να «εθίζεται» στη λογοτεχνία. Ύστερα από ένα σύντομο πέρασμα από τη ζωγραφική (κάποιος θείος του τού είπε: «δεν πρόκειται να γίνεις καλός ζωγράφος, κακός λογοτέχνης θα γίνεις»), φεύγει για τη Μαδρίτη, το 1854, για να κυνηγήσει το λογοτεχνικό του όνειρο. Εκεί θα κάνει διάφορες δουλειές γραφιά, προκειμένου να επιβιώσει, όπως η συγγραφή λιμπρέτων για οπερέτες (τις ισπανικές Θαρθουέλας). Το 1857 θα εμφανιστεί στη ζωή του η φυματίωση, ένας από τους λόγους που θα τον στείλουν πρόωρα, 13 χρόνια αργότερα, στον τάφο (οι άλλοι είναι η σύφιλη και η κίρρωση του ήπατος).
Από αυτούς του «άλλους λόγους» του θανάτου του αντιλαμβανόμαστε ότι ο ποιητής (που ακόμα δεν έχει εκδώσει κάτι πραγματικά δικό του) ζει έντονα τη ζωή του: «El amor es mi única felicidad» [ο έρωτας είναι η μοναδική ευτυχία μου], έλεγε. Το 1858 αρχίζει να γράφει τις Rimas (τα ποιήματα που μας έχουν ενώσει, 160 χρόνια μετά, όλους εδώ). Η έμπνευσή τους μπορεί να οφείλεται στη Χούλια Εσπίν, στην Ελίσα Γκιγέν ή στην Κάστα Εστέμπαν ι Ναβάρο (μητέρα των τριών παιδιών του), ποιος ξέρει; Το γεγονός είναι ότι από το 1862 και έπειτα ο πατέρας πολυμελούς οικογένειας ποιητής μας αρχίζει να συγγράφει περισσότερο, για ευνόητους λόγους: πρέπει να συντηρήσει σύζυγο και τέκνα.
Το έργο του, εν μέσω της πομπώδους και δήθεν υπερβατικής ρομαντικής ποίησης του καιρού του, πέρασε, όσο ακόμα ήταν εν ζωή, απαρατήρητο. Εκείνος ήταν ένας ποιητής χαμηλών τόνων, ο προάγγελος του ρεαλισμού, ο τελευταίος πραγματικός ρομαντικός.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του είναι μυθιστορηματικά (ή μήπως τραγικά…): γράφει ακατάπαυστα, ενώ η κατάσταση της υγείας του συνεχώς επιδεινώνεται και η σχέση του με την Κάστα πάει από το κακό στο χειρότερο (σίγουρος πως τον απατά, υποπτεύεται πως το τρίτο παιδί τους δεν είναι δικό του). Πεθαίνει στις 22 Δεκεμβρίου του 1870. Λίγο πριν πεθάνει, λέει στον ποιητή και φίλο του Αουγούστο Φεράν: «Si es posible, publicad mis versos. Tengo el presentimiento de que muerto seré más y mejor conocido que vivo» [αν είναι δυνατόν, εκδώστε τους στίχους μου. Προαισθάνομαι ότι νεκρός θα γίνω πιο γνωστός από όσο ζωντανός]. Πράγματι, το έργο του, εν μέσω της πομπώδους και δήθεν υπερβατικής ρομαντικής ποίησης του καιρού του, πέρασε, όσο ακόμα ήταν εν ζωή, απαρατήρητο. Εκείνος ήταν ένας ποιητής χαμηλών τόνων, ο προάγγελος του ρεαλισμού, ο τελευταίος πραγματικός ρομαντικός. Οι Rimas που δεν πρόλαβε να τις δει σε βιβλίο (μόνο σκόρπιες σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά) πρωτοεκδόθηκαν από τους φίλους του, το 1871, μαζί με τα πεζά του (υπό τον τίτλο Leyendas, «θρύλοι», δηλαδή) και θα αυγατίσουν, σε διαδοχικές μελλοντικές εκδόσεις από ποιήματα και θρύλους που βρήκαν οι φίλοι του στα αρχεία του. Και θα γίνουν πηγή έμπνευσης για τους σημαντικότερους ποιητές του ισπανικού λογοτεχνικού κανόνα (Αντόνιο Ματσάδο, Χουάν Ραμόν Χιμένεθ, Λουίς Θερνούδα…).
Εβδομήντα εννιά, λοιπόν, σύντομες ποιητικές συνθέσεις [«Η καλύτερη γραπτή ποίηση είναι εκείνη που δεν γράφεται», έλεγε ο ποιητής], αποτελούν αυτό το Βιβλίο των Σπουργιτιών. Πλέον το έχουμε στα ελληνικά, πλήρες. Είχαν προηγηθεί αποσπασματικές (όπως ακριβώς και όταν ο Μπέκερ βρισκόταν εν ζωή) μεταφράσεις μέρους των Rimas στα ελληνικά: το 2009 από την ποιήτρια Ελένη Δημάκου έχουμε μια σύντομη 48σέλιδη ανθολογία κάποιων από τα ποιήματα (Εκδόσεις Κουλτούρα), ενώ πρόσφατα, το 2017, στο περιοδικό Ποιείν δημοσιεύτηκαν οι πέντε πρώτες ρίμες σε μετάφραση του Στέργιου Ντέρτσα.
Ο Περουλής Σακελλαρίδης και ο Δημήτρης Ιντζές (απόφοιτοι του Προγράμματος Σπουδών «Ισπανική Γλώσσα και Πολιτισμός» του ΕΑΠ) αναμετρήθηκαν με ένα έργο κλασικό που κανείς προηγουμένως δεν είχε παρουσιάσει στα ελληνικά στην ολότητά του. Δούλεψαν συλλογικά (οι καλές δουλειές είναι πάντα συλλογικές) και πέτυχαν ένα αποτέλεσμα αξιοζήλευτο: «έφεραν» τον Μπέκερ στην Ελλάδα και τα ελληνικά τού 2018 και μάλιστα σε δίγλωσση έκδοση (οι μεταφραστές ξέρουν τι σημαίνει αυτό…). Έφεραν τη δροσιά του, τη δήθεν «αφέλειά» του, τον βαθιά αυθεντικό συναισθηματικό του κόσμο. Και το έκαναν αυτό δύο μεταφραστές που έχουν μικρή εμπειρία στον χώρο της μετάφρασης, αν και, τώρα που το σκέφτομαι, τη «δροσιά» μόνο από νέους ανθρώπους μπορούμε να την περιμένουμε, και από τον Μπέκερ, πάντα.
* O ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ.
TA BIBΛΙΑ ΤΟΥ GUSTAVO ADOLFO BÉCQUER