Μεταφραστές και επιμελητές αποκαλύπτουν τις διαδρομές μέσα από τις οποίες προσέγγισαν τη γλώσσα, το ύφος ή και την οικονομία ενός βιβλίου με το οποίο δούλεψαν πρόσφατα και μοιράζονται μαζί μας τα μυστικά του εργαστηρίου τους. Φιλοξενούμενος, ο μεταφραστής και συγγραφέας Αλέξανδρος Κυπριώτης, με αφορμή το μυθιστόρημα της Jenny Erpenbeck «Η συντέλεια του κόσμου» το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Με το έργο της Τζέννυ Έρπενμπεκ άρχισα να ασχολούμαι το καλοκαίρι του 2003 και από τότε μέχρι το 2008 μετέφρασα τα βιβλία της που κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ίνδικτος [τη νουβέλα Ιστορία του γερασμένου παιδιού (2004), τη συλλογή διηγημάτων Σκύβαλα (2006) και το μυθιστόρημα Παιχνίδι με τις λέξεις (2008)], το θεατρικό έργο της Οι γάτες είναι εφτάψυχες, κάποια άλλα μικρά κείμενά της στη συνέχεια, όπως και ένα μυθιστόρημά της, το Heimsuchung (Eichborn, 2008), η μετάφραση του οποίου παραμένει αδιόρθωτη και κατά συνέπεια ανέκδοτη.
Αν και δεν έπαψα ποτέ να παρακολουθώ το έργο της, προέκυψε εκ μέρους μου μια μακρόχρονη μεταφραστική σιωπή, όσον αφορούσε τουλάχιστον κάποιο ολόκληρο βιβλίο της, την οποία ήρθε αναπάντεχα να σπάσει στις 29 Φεβρουαρίου 2016 η πρόταση από τις εκδόσεις Καστανιώτη να μεταφράσω το προτελευταίο μυθιστόρημά της.
Αν και δεν έπαψα ποτέ να παρακολουθώ το έργο της, προέκυψε εκ μέρους μου μια μακρόχρονη μεταφραστική σιωπή, όσον αφορούσε τουλάχιστον κάποιο ολόκληρο βιβλίο της, την οποία ήρθε αναπάντεχα να σπάσει στις 29 Φεβρουαρίου 2016 η πρόταση από τις εκδόσεις Καστανιώτη να μεταφράσω το προτελευταίο μυθιστόρημά της, το Aller Tage Abend (Knaus Verlag, 2012).
Η πρόταση αυτή ήταν ένα από τα λίγα τυχαία τρέχοντα γεγονότα που επηρέασαν την τελική επιλογή αποσπάσματος από τα γραπτά του Κάφκα για εκείνη τη συγκεκριμένη ημέρα της 29ης Φεβρουαρίου στο πλαίσιο ενός μεταφραστικού έργου εν εξελίξει, το οποίο είχε αρχίσει ως ιστολόγιο, αλλά ήδη προοριζόταν για έκδοση σε βιβλίο. Έτσι, στη σελίδα 40 και στην καταγραφή της 29ης Φεβρουαρίου στο βιβλίο Φραντς Κάφκα, Σήμερα πάλι ωραία ημέρα (Εκδόσεις Bibliothèque, 2017), το οποίο αποτελεί μία ανθολόγηση 366 αποσπασμάτων από τις σημειώσεις, τα ημερολόγια και τις επιστολές του Φραντς Κάφκα, ο αναγνώστης διαβάζει σήμερα μόνο μία πρόταση από την επιστολή που έγραψε ο Κάφκα στον Ρόμπερτ Κλόπστοκ στις 29 Φεβρουαρίου 1924: «Οι αναθέσεις μάς κάνουν ευτυχείς».
Ήταν αυτονόητο, φυσικά, ότι θα αποδεχόμουν την πρόταση που μου έγινε από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Μέχρι τότε δεν είχα διαβάσει παρά ελάχιστες σελίδες από το μυθιστόρημα Aller Tage Abend, που έναν χρόνο μετά θα κυκλοφορούσε με τον τίτλο Η συντέλεια του κόσμου. Είχα όμως ακούσει τρεις ή τέσσερις φορές 7 CD με την ίδια τη συγγραφέα να το διαβάζει ολόκληρο, χάρη στην πολύ ωραία γερμανική συνήθεια των ακουστικών βιβλίων. Εκείνες οι ακροάσεις θα αποδεικνύονταν μία πολύτιμη αποσκευή κατ’ αρχάς στην πρώτη ολοκληρωμένη ανάγνωση του μυθιστορήματος, που ακολούθησε, αλλά και στη συνέχεια τόσο κατά τη μεταφραστική διαδικασία όσο και στις μετέπειτα διορθώσεις του κειμένου.
Πολύ συχνά ηχογραφώ μεγάλα αποσπάσματα του μεταφρασμένου κειμένου και στη συνέχεια τα ακούω, χωρίς να διαβάζω το κείμενο, για να δω κατά πόσο ο ρυθμός του κειμένου είναι αυτός που κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να είναι.
Η μεγαλόφωνη ανάγνωση τόσο του πρωτοτύπου όσο και του μεταφρασμένου κειμένου αποτελεί, ούτως ή άλλως, ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για τον μεταφραστή. Πάντα όταν μεταφράζω διαβάζω τις προτάσεις που γράφω μεγαλόφωνα, για να τις ακούω. Κάποιες φορές πρόταση πρόταση, κάποιες φορές παράγραφο παράγραφο. Πολύ συχνά ηχογραφώ μεγάλα αποσπάσματα του μεταφρασμένου κειμένου και στη συνέχεια τα ακούω, χωρίς να διαβάζω το κείμενο, για να δω κατά πόσο ο ρυθμός του κειμένου είναι αυτός που κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να είναι. Και φυσικά είναι το ίδιο το κείμενο κάθε φορά που υπαγορεύει τον ρυθμό ανάγνωσής του και κατά συνέπεια τον ρυθμό που πρέπει να αναπαραγάγει ο μεταφραστής.
Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι πάντα εύκολο να «ξεκλειδώσει» κανείς τον ρυθμό ενός κειμένου. Είτε το θέλουμε είτε όχι κάθε αναγνώστης διαβάζει με τον δικό του τρόπο, με τις δικές του αποσκευές. Είναι δύσκολο και απαιτεί άσκηση το να μάθει να προσεγγίζει κανείς ένα κείμενο με αυτί ανοιχτό σε μια ξένη φωνή, στη φωνή του άλλου. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο ρυθμός ενός κειμένου πρέπει να είναι τόσο συγκροτημένος, χωρίς χάσματα και αυθαίρετες διακυμάνσεις, ώστε να επιβάλλεται, ει δυνατόν, στον εκάστοτε αναγνώστη, ή έστω στον εκάστοτε αναγνώστη που είναι πρόθυμος να ακούσει μία ξένη φωνή.
Σε κάθε εν εξελίξει μετάφραση, αν και ασυνείδητα τις περισσότερες φορές, υπάρχει πάντα τουλάχιστον μία μεταφραστική επιλογή, η οποία αρχικά ξεκλειδώνει και στη συνέχεια επιβάλλει τον ρυθμό του κειμένου, υπό την έννοια ότι έπειτα από αυτή τη μεταφραστική επιλογή πατάς με περισσότερη σιγουριά στο κείμενο, ακόμη και αν δεν το συνειδητοποιείς κατά τη μεταφραστική διαδικασία, παρά μόνο μετά την τελική διόρθωση του κειμένου.
Σε κάθε εν εξελίξει μετάφραση, αν και ασυνείδητα τις περισσότερες φορές, υπάρχει πάντα τουλάχιστον μία μεταφραστική επιλογή, η οποία αρχικά ξεκλειδώνει και στη συνέχεια επιβάλλει τον ρυθμό του κειμένου, υπό την έννοια ότι έπειτα από αυτή τη μεταφραστική επιλογή πατάς με περισσότερη σιγουριά στο κείμενο, ακόμη και αν δεν το συνειδητοποιείς κατά τη μεταφραστική διαδικασία, παρά μόνο μετά την τελική διόρθωση του κειμένου.
Στη μετάφραση του μυθιστορήματος Η συντέλεια του κόσμου πιστεύω ότι ήταν δύο αυτές οι επιλογές. Η πρώτη ήταν η απόφαση για το πώς πρέπει να μεταφράζεται κάθε φορά η γερμανική λέξη «Mutter», η οποία ασφαλώς σημαίνει «μητέρα» αλλά αντιστοιχεί και στην ελληνική λέξη «μάνα». Στο τελικό κείμενο υπάρχει 284 φορές η λέξη «μάνα», 1 φορά η λέξη «μανάδες» και 54 φορές η λέξη «μητέρα». Η δεύτερη μεταφραστική επιλογή, που ήταν καθοριστική για τον ρυθμό του κειμένου, αφορούσε τη μετάφραση των γερμανικών προσωπικών αντωνυμιών του γ΄ προσώπου ενικού αριθμού και ονομαστικής πτώσης (er/sie), η αναφορά των οποίων ως υποκειμένων των ρημάτων είναι υποχρεωτική στη γερμανική γλώσσα, σε αντίθεση με την ελληνική, στην οποία αφενός η συνεχής αναφορά τους θα ηχούσε ιδιαίτερα αφύσικη και αφετέρου η παράλειψή τους θα οδηγούσε πολλές φορές σε παρανοήσεις. Επιλέχθηκε άλλοτε η παράλειψή τους, όταν ήταν σαφές ποιο είναι το υποκείμενο του ρήματος, οπότε η αναφορά του θα ηχούσε περιττή, και άλλοτε η χρήση της αντωνυμίας «αυτός-ή» σε αντιδιαστολή με την αντωνυμία «εκείνος-η». Έτσι, σε κάθε υποκεφάλαιο του βιβλίου επιλεγόταν η αντωνυμία «αυτός-ή» για το πρόσωπο που αφορούσε άμεσα η αφήγηση και η αντωνυμία «εκείνος-η» για τα πρόσωπα που αφορούσε έμμεσα. Όσο αυθαίρετη και αν ακούγεται αυτή η επιλογή, είναι μία μεταφραστική επιλογή την οποία ουσιαστικά επέβαλε η αφηγηματική οπτική του πρωτοτύπου, αφού αυτή η μεταφραστική επιλογή τελικά ακολουθούσε και απέδιδε λεκτικά τις εναλλαγές στην κινηματογραφική εστίαση της αφηγηματικής φωνής.
Μία μετάφραση είναι «καλή» μόνο αν είναι «πιστή» και μπορεί να είναι «πιστή» μόνο όταν είναι «καλή». Αντιθέτως, σημασία έχει τι ονομάζει κανείς «καλή» και τι «πιστή» μετάφραση. Η κατά λέξη μετάφραση γερμανισμών, παραδείγματος χάριν, δεν είναι καλή μετάφραση όχι επειδή είναι πιστή, αλλά ακριβώς επειδή δεν είναι πιστή, εφόσον, σε αντίθεση με το πρωτότυπο, το μεταφρασμένο κείμενο ξενίζει στα αυτιά του αναγνώστη.
Άραγε αυτές οι δύο μεταφραστικές επιλογές, οι οποίες καθόρισαν τον ρυθμό του κειμένου, αλλά και όλες οι άλλες σκόπευαν να υπηρετήσουν την «καλή μετάφραση» ή την «πιστή μετάφραση»; Στην πραγματικότητα θεωρώ ότι αυτοί οι δύο ποιοτικοί πόλοι, στους οποίους συχνά καταφεύγουμε όταν αναφερόμαστε σε μία μετάφραση, δεν υφίστανται. Μία μετάφραση είναι «καλή» μόνο αν είναι «πιστή» και μπορεί να είναι «πιστή» μόνο όταν είναι «καλή». Αντιθέτως, σημασία έχει τι ονομάζει κανείς «καλή» και τι «πιστή» μετάφραση. Η κατά λέξη μετάφραση γερμανισμών, παραδείγματος χάριν, δεν είναι καλή μετάφραση όχι επειδή είναι πιστή, αλλά ακριβώς επειδή δεν είναι πιστή, εφόσον, σε αντίθεση με το πρωτότυπο, το μεταφρασμένο κείμενο ξενίζει στα αυτιά του αναγνώστη. Ο σεβασμός στη γερμανική σύνταξη, για να δώσω ένα άλλο παράδειγμα, δεν μπορεί να εκφραστεί διαφορετικά παρά μόνο με σεβασμό στην ελληνική σύνταξη. Οι ημιτελείς προτάσεις μόνο με αντίστοιχα ημιτελείς προτάσεις πρέπει να μεταφράζονται, και, για να μεταφραστεί σωστά μία ημιτελής πρόταση, ο μεταφραστής πρέπει να γνωρίζει, ει δυνατόν, ή τουλάχιστον να φαντάζεται ολόκληρη την πρόταση που έμεινε ημιτελής. Η συνέπεια στις εκάστοτε μεταφραστικές επιλογές, η ακριβολογία και η αποφυγή της μετάφρασης μέσω συνωνύμων ή λέξεων παραπλήσιας σημασίας, η σωστή απόδοση των λάιτ μοτίφ και των ελαφρώς αλλαγμένων λάιτ μοτίφ, όλα αυτά είναι αυτονόητα και συγχρόνως χαρακτηριστικά μίας καλής και πιστής μετάφρασης. Το σίγουρο πάντως είναι ότι οι καλές προθέσεις, από μόνες τους, δεν αρκούν.
Για αρκετές από αυτές τις δυσκολίες απευθύνθηκα με ερωτήσεις στην ίδια τη συγγραφέα, με την οποία είχα εξαιρετική επικοινωνία από τον καιρό που μετέφραζα το πρώτο της βιβλίο. Ωστόσο, αυτή τη φορά είχα και την τύχη, ενώ μετέφραζα τη «Συντέλεια του κόσμου», να παρακολουθήσω στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Μεταφραστών στο Στράλεν ένα σεμινάριο με την ίδια την Έρπενμπεκ και 8 άλλους μεταφραστές και μεταφράστριές της για το τελευταίο της μυθιστόρημα, που θα κυκλοφορήσει το 2018 από τις εκδόσεις Καστανιώτη με τον τίτλο «Περαστικοί».
Οι δυσκολίες που αντιμετώπισα κατά τη μετάφραση του μυθιστορήματος της Έρπενμπεκ ήταν πάρα πολλές, όπως είναι συνήθως όταν ένας μεταφραστής καλείται να μεταφράσει ένα εξαιρετικό λογοτεχνικό κείμενο, που είναι δουλεμένο μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια. Για αρκετές από αυτές τις δυσκολίες απευθύνθηκα με ερωτήσεις στην ίδια τη συγγραφέα, με την οποία είχα εξαιρετική επικοινωνία από τον καιρό που μετέφραζα το πρώτο της βιβλίο. Ωστόσο, αυτή τη φορά είχα και την τύχη, ενώ μετέφραζα τη Συντέλεια του κόσμου, να παρακολουθήσω στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Μεταφραστών στο Στράλεν ένα σεμινάριο με την ίδια την Έρπενμπεκ και 8 άλλους μεταφραστές και μεταφράστριές της για το τελευταίο της μυθιστόρημα, που θα κυκλοφορήσει το 2018 από τις εκδόσεις Καστανιώτη με τον τίτλο Περαστικοί. Αν και το σεμινάριο αφορούσε ουσιαστικά ένα άλλο βιβλίο, οι πολλές ώρες συνομιλιών με τη συγγραφέα για μία εβδομάδα άνοιξαν σε όλους μας διάπλατο ένα παράθυρο στον τρόπο σκέψης της. Μάλιστα, η τύχη μου συνεχίστηκε όταν μετά τη λήξη του σεμιναρίου η Τζέννυ Έρπενμπεκ με προσκάλεσε στο Βερολίνο. Εκεί συνεχίστηκαν οι συζητήσεις, άκουσα ιστορίες, επισκέφθηκα μέρη και είδα φωτογραφίες ανθρώπων που εν μέρει αποτέλεσαν έμπνευση για τα λογοτεχνικά πρόσωπα της Συντέλειας του κόσμου. Κάνοντας μία ανασκόπηση εκείνων των ημερών σήμερα, είμαι πεπεισμένος ότι η μετάφραση συγκεκριμένων αποσπασμάτων του μυθιστορήματος δεν θα ήταν η ίδια, αν δεν είχε προηγηθεί ένας περίπατος με τη συγγραφέα στα απομεινάρια του Τείχους του Βερολίνου και μία κουβέντα μαζί της, η οποία δεν έλυνε γλωσσικές ή πραγματολογικές απορίες, αλλά δομούσε ένα ψυχολογικό υπόβαθρο, το οποίο ασυνείδητα πέρασε στη μετάφραση.
Τελειώνοντας, οφείλω να αναφέρω ότι είχα την τύχη, την επιμέλεια της Συντέλειας του κόσμου να την αναλάβει η έμπειρη Ελεάννα Λαμπάκη (το όνομά της αναφέρεται στη σελίδα 303 στον κολοφώνα της έκδοσης), η οποία εργάστηκε με δημιουργική συνέπεια, σεβάστηκε αφενός το ιδιαίτερο και ξεχωριστό ύφος της συγγραφέως και αφετέρου τη δική μου μεταφραστική εργασία, για να προσθέσει, στον βαθμό που της αναλογούσε, το δικό της, κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο, λιθαράκι στο τελικό αποτέλεσμα.
Info
Ο Αλέξανδρος Κυπριώτης γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Γερμανική Γλώσσα και Φιλολογία. Μεταφράζει γερμανόφωνη λογοτεχνία (μεταξύ άλλων Τόμας Μανν, Φράντς Κάφκα, Τζέννυ Έρπενμπεκ, Ελφρίντε Γέλινεκ) και διδάσκει μετάφραση. Γράφει θεατρικά έργα, διηγήματα και παραμύθια. Το Μ' ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι (εκδ. Ίνδικτος) είναι το πρώτο του βιβλίο.