Μεταφραστές και επιμελητές αποκαλύπτουν τις διαδρομές μέσα από τις οποίες προσέγγισαν τη γλώσσα, το ύφος ή και την οικονομία ενός βιβλίου και μοιράζονται μαζί μας τα μυστικά του εργαστηρίου τους. Φιλοξενούμενος, ο συγγραφέας και μεταφραστής Δημήτρης Στεφανάκης, με αφορμή το μυθιστόρημα του Standhal «Το μοναστήρι της Πάρμας», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Δεν νομίζω πως υπάρχει μεταφραστής που ξέρει από μυθιστόρημα και θα μπορούσε να αντισταθεί στην πρόκληση να αναμετρηθεί με το Μοναστήρι της Πάρμας του Σταντάλ. Όλοι γνωρίζουμε ότι στις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα τέθηκαν τα θεμέλια της ηγεμονίας του μυθιστορήματος, που ακόμα και σήμερα καλά κρατεί, παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις των θεωρητικών της λογοτεχνίας. Ένας από τους «νομοθέτες» των μεγάλων αφηγήσεων είναι και ο Γάλλος συγγραφέας. Εύκολα αναγνωρίζει κανείς τις αντανακλάσεις του Σταντάλ στο επικό Πόλεμος και Ειρήνη του Τολστόι ή στο βιβλικό Γύρνα σπίτι Άγγελέ μου του Τόμας Γουλφ. Συγγραφείς σαν κι αυτόν στην πραγματικότητα βρίσκονται παντού, σε κάθε σελίδα της σύγχρονης μυθοπλασίας. Έτσι, μεταφράζοντας το magnum opus του, αισθάνεσαι ότι αγκαλιάζεις όλο το εύρος της. Κι είναι αλήθεια ότι χαρακτήρες όπως ο Φαμπρίτσιο ντελ Ντόγκο και η δούκισσα Σανσεβερίνα είναι αρχετυπικοί χαρακτήρες για οποιονδήποτε θα ήθελε να συνθέσει ένα παρόμοιο μεγάλο κόσμο. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αν το μυθιστόρημα κέρδισε κατά κράτος την υπό χεγκελιανή έννοια Ιστορία, το οφείλει κυρίως στο ρεαλιστικό του όραμα για τον κόσμο που αποδείχτηκε πολύ πιο ανθεκτικό από κάθε επανάσταση.
Ταυτόχρονα σε περιπτώσεις όπως ο Σταντάλ, ο Μπαλζάκ ή ο Ντοστογιέφσκι έχεις συνεχώς την αίσθηση πως πρόκειται για προχειρογράφους, οι οποίοι δίνουν μεγαλύτερη σημασία στους χαρακτήρες και στην πλοκή από όσο στο γλωσσικό ύφος. Αυτό συνεπάγεται πρόσθετες δυσκολίες για τον μεταφραστή ο οποίος καλείται συχνά να εξομαλύνει τα κακοτράχαλα σημεία μιας ιδιοφυΐας που δεν ενδιαφέρεται για την γραμματική και συντακτική αρτιότητα.
Σε ένα μυθιστόρημα του 19ου αιώνα βρίσκεσαι αντιμέτωπος με τη λεγόμενη καρτεσιανή γλώσσα των μυθιστοριογράφων, που αποδίδει τις ρεαλιστικές προθέσεις τους χωρίς τους συνειρμούς και τις μεταφορές της σύγχρονης λογοτεχνίας. Ταυτόχρονα σε περιπτώσεις όπως ο Σταντάλ, ο Μπαλζάκ ή ο Ντοστογιέφσκι έχεις συνεχώς την αίσθηση πως πρόκειται για προχειρογράφους, οι οποίοι δίνουν μεγαλύτερη σημασία στους χαρακτήρες και στην πλοκή από όσο στο γλωσσικό ύφος. Αυτό συνεπάγεται πρόσθετες δυσκολίες για τον μεταφραστή ο οποίος καλείται συχνά να εξομαλύνει τα κακοτράχαλα σημεία μιας ιδιοφυΐας που δεν ενδιαφέρεται για την γραμματική και συντακτική αρτιότητα. Ο Καμύ ισχυριζόταν, και με το δίκιο του, πως ο Μπαλζάκ κάνει λάθη, χωρίς αυτό να στερεί τίποτα από το μεγαλείο του. Το ίδιο ισχύει και για τον Σταντάλ, νομίζω. Υπάρχουν επίσης διάσπαρτα πραγματολογικά παροράματα που η παρούσα έκδοση προσπάθησε να αποκαταστήσει βασιζόμενη κυρίως στη φιλολογική επιμέλεια διαδοχικών εκδόσεων στο πρωτότυπο. Είναι γνωστό ότι τα αριστουργήματα του δεκάτου ενάτου αιώνα παρέμεναν αφρόντιστα και ανοχύρωτα στο τυχαίο λάθος, που εύκολα παρεισφρέει σε ένα μυθιστόρημα. Διάσημο παράδειγμα τα δύο ηλιοβασιλέματα την ίδια μέρα σε έργο του Ντοστογιέφσκι. Στο Μοναστήρι της Πάρμας έχουν επισημανθεί σημεία όπου ο Σταντάλ σφάλλει, συχνά παιδαριωδώς. Ωστόσο οι μικρές αυτές αδυναμίες περισσότερο προσθέτουν παρά αφαιρούν από τη λάμψη του έργου.
Το Μοναστήρι της Πάρμας οι περισσότεροι το έχουν διαβάσει στα Ελληνικά σε μετάφραση Γιάννη Μπεράτη. Μέλος της γενιάς του τριάντα, ο Μπεράτης προσαρμόζει τις μεταφραστικές του επιλογές στα γλωσσικά ήθη της εποχής. Σε κάθε περίπτωση διαβάζει κανείς μια πιστή απόδοση στα καθ’ ημάς, που δίνει λύσεις σε πολλά «γκρίζα σημεία». Η φυσιολογική οξείδωση που υπέστη η μετάφρασή του με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, δεν βοηθά τον σύγχρονο μεταφραστή ο οποίος επιχειρεί από την γλωσσική σκοπιά του σήμερα να προσεγγίσει το μεγαλειώδες αυτό μυθιστόρημα.
Σε κάθε περίπτωση θεωρώ ότι είναι όχι μόνο το σημαντικότερο έργο του αλλά ταυτόχρονα το μείζον γαλλικό μυθιστόρημα του δεκάτου ενάτου αιώνα. Η αριστουργηματική περιγραφή της μάχης του Βατερλώ που ανοίγει ουσιαστικά την αυλαία της δράσης στο μυθιστόρημα υπήρξε το υπόδειγμα για τον Λέοντα Τολστόι προκειμένου εκείνος να αφηγηθεί τη ναπολεόντεια απειλή στο «Πόλεμος και Ειρήνη».
Το Μοναστήρι της Πάρμας υπήρξε ένα από τα αγαπημένα εφηβικά μου αναγνώσματα. Η ευκαιρία να επιστρέψω στην νεανική εκείνη έκσταση ήταν για μένα το ισχυρότερο κίνητρο για να αναλάβω το εν λόγω εγχείρημα. Άλλωστε το μυθιστόρημα του Σταντάλ δεν διέψευσε εκείνη την πρώτη αίσθηση όσες φορές το ξαναδιάβασα από τότε. Σε κάθε περίπτωση θεωρώ ότι είναι όχι μόνο το σημαντικότερο έργο του αλλά ταυτόχρονα το μείζον γαλλικό μυθιστόρημα του δεκάτου ενάτου αιώνα. Η αριστουργηματική περιγραφή της μάχης του Βατερλώ που ανοίγει ουσιαστικά την αυλαία της δράσης στο μυθιστόρημα υπήρξε το υπόδειγμα για τον Λέοντα Τολστόι προκειμένου εκείνος να αφηγηθεί τη ναπολεόντεια απειλή στο «Πόλεμος και Ειρήνη». Οι δύο συγγραφείς εκκινούν από διαμετρικά αντίθετη αφηγηματική στο ζήτημα της μυθιστορηματικής συνθήκης που λέγεται Μέγας Ναπολέων, στο τέλος όμως καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα: Οι ιστορικές προσωπικότητες είναι όργανα μιας μοίρας που χρησιμοποιεί ως πρόφαση την Ιστορία.
Υπάρχει ένα πανοραμικό στοιχείο στη διήγηση του Σταντάλ, που σε ορισμένες περιπτώσεις δίνει την αίσθηση του αταξινόμητου χάους. Η πρόθεση των μεγάλων Γάλλων δασκάλων να δημιουργήσουν μυθιστορήματα-τοιχογραφίες προκαλεί ενίοτε αναγνωστική σύγχυση. Θα πρέπει κανείς να αναζητά σταθερά τους αρμούς της ιστορίας κάτω από την πυκνή ύφανση προσώπων και επεισοδίων και κυρίως να θεάται από απόσταση το πολυπρόσωπο ψηφιδωτό τέτοιων μυθιστορημάτων. Ένα είναι σίγουρο: Συγγραφείς όπως ο Σταντάλ, ο Μπαλζάκ, ο Ντίκενς ή ο Ντοστογιέφσκι δεν ξαναβγαίνουν. Οι κόσμοι τους και οι χαρακτήρες τους είναι τα αρχέτυπα πάνω στα οποία οικοδομούν οι επόμενες γενιές παραμυθάδων τις δικές τους ιστορίες. Είναι εύκολο να επαναστατεί κανείς σήμερα και να αντιδρά ενάντια στην τυραννία του κλασικού δοκιμάζοντας καινούργιες αφηγηματικές τεχνικές. Θα ήταν αδύνατο να γίνει αυτό αν δεν προϋπήρχε το κλασικό με όσες αδυναμίες κι αν του καταλογίζουμε.
Η μίξη αφήγησης και στοχασμού στο γαλλικό μυθιστόρημα καθιστούν το κείμενο εξαιρετικά πυκνό κατά σημεία. Αποστολή του μεταφραστή δεν είναι μόνο να αφουγκραστεί το γλωσσικό αλλά και το φιλοσοφικό ύφος του συγγραφέα, καθώς το νοηματικό άθροισμα των προτάσεων υπερβαίνει συχνά το λεκτικό σύνολο.
Αν θα έπρεπε να προκρίνουμε μια εθνική γλώσσα ως γλώσσα του μυθιστορήματος, με την έννοια ότι διαμόρφωσε όσο καμιά άλλη τον χαρακτήρα του, αυτή δεν θα μπορούσε να είναι παρά η γαλλική. Όταν όμως κάποιος καλείται να αναμετρηθεί με αυτή τη γλώσσα σε μεταφραστικό επίπεδο, ανακαλύπτει ότι οι δυσκολίες δεν ελλοχεύουν μόνο στο συντακτικό των λέξεων αλλά και σε εκείνο των ιδεών. Η μίξη αφήγησης και στοχασμού στο γαλλικό μυθιστόρημα καθιστούν το κείμενο εξαιρετικά πυκνό κατά σημεία. Αποστολή του μεταφραστή δεν είναι μόνο να αφουγκραστεί το γλωσσικό αλλά και το φιλοσοφικό ύφος του συγγραφέα, καθώς το νοηματικό άθροισμα των προτάσεων υπερβαίνει συχνά το λεκτικό σύνολο.
Οι βιογραφίες του Σταντάλ θα μπορούσαν ίσως να αναπληρώσουν το κενό της απουσίας του, υπό τον όρο βέβαια ότι δεν αποτελούν σε μεγάλο βαθμό επινοήσεις των βιογράφων του. Δυστυχώς δεν έχουμε απέναντί μας τον Σταντάλ να μας καθοδηγεί γλωσσικά, τον ξαναβρίσκουμε όμως ολοζώντανο μέσα στις λέξεις. Αυτός που είπε ότι το συντακτικό ενός συγγραφέα δηλώνει πολλά για τον χαρακτήρα του, γνώριζε καλά τα μυστικά των λέξεων.
Info
Ο Δημήτρης Στεφανάκης γεννήθηκε το 1961. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Το μυθιστόρημά του Μέρες Αλεξάνδρειας (2007) μεταφράστηκε στα γαλλικά, τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Καβάφη και με το Prix Mediterranee Etranger 2011 και στη συνέχεια μεταφράστηκε στα ισπανικά και στα αραβικά. Έχει μεταφράσει έργα των Saul Bellow, E.M. Forster, Prosper Mérimée, Margaret Atwood, Truman Capote, Henry James, Francis Scott Fitzgerald. Το τελευταίο του μυθιστόρημα Ευτυχισμένες οικογένειες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο όπου και διευθύνει σειρά κλασικής λογοτεχνίας.