Μεταφραστές και επιμελητές αποκαλύπτουν τις διαδρομές μέσα από τις οποίες προσέγγισαν τη γλώσσα, το ύφος ή και την οικονομία ενός βιβλίου και μοιράζονται μαζί μας τα μυστικά του εργαστηρίου τους. Φιλοξενούμενος, ο μεταφραστής Αποστόλης Πρίτσας, με αφορμή το μυθιστόρημα του J.G. Ballard «High Rise», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η πρώτη μου γνωριμία με το έργο του J.G. Ballard έγινε αρκετά χρόνια πριν, κάτω από μάλλον αντίξοες συνθήκες. Απογοητευμένος από την απουσία επαρκώς ενημερωμένων βιβλιοπωλείων εντός και πέριξ της επαρχιακής πόλης όπου σκότωνα το χρόνο μου, και με το ενδιαφέρον μου κεντρισμένο εξαιτίας κάποιων παράπλευρων συγκυριών, ξεκίνησα να διαβάζω το Crash στη μικροσκοπική οθόνη του προ δεκαετίας κινητού μου, το σύνολο των εικονοστοιχείων της οποίας μόλις και χωρούσε μία ολόκληρη παράγραφο. Να σημειωθεί ότι πριν αρχίσω την ανάγνωση είχα ήδη αποφασίσει ότι σε περίπτωση που το βιβλίο αποδεικνυόταν αντάξιο των προσδοκιών μου, μετά το πέρας ορισμένων σελίδων θα άφηνα το αρχείο κειμένου στη λήθη των ηλεκτρονικών κυκλωμάτων και θα συνέχιζα την ανάγνωση όταν θα έφτανε στα χέρια μου το τυπωμένο αντίτυπο. Φυσικά, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ακριβώς έτσι.
Πέρα από τα όσα έχουν ειπωθεί περί διορατικότητας και προφητικού χαρίσματος, τα οποία και ισχύουν στο ακέραιο, στον Ballard διέκρινα έναν άτρομο συγγραφέα, ο οποίος δεν είχε την παραμικρή διάθεση να χαριστεί σε τίποτα και σε κανέναν.
Παρά το γεγονός ότι ο Ballard ήταν (παραμένει;) σχετικά άγνωστος στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η θεματική του μου ήταν, σε ένα βαθμό, οικεία: είχα παρακολουθήσει την κινηματογραφική μεταφορά του Crash δια χειρός David Cronenberg –μια ευτυχής σύμπραξη σκηνοθετικής μαεστρίας, υποδειγματικών ερμηνειών και αριστουργηματικής μουσικής επένδυσης–, είχα διαβάσει κάποιες κριτικές, γνώριζα για τη φιλία που τον συνέδεε με τον Michael Moorcock –μια φιλία η οποία αρκετά χρόνια αργότερα θα λειτουργούσε ως εχέγγυο για να επανεκτιμήσω το βάθος της γραφής του δημιουργού του Έλρικ– ωστόσο, αυτό που με καθήλωσε στον Ballard ήταν ο τρόπος με τον οποίο η σχολαστικώς λεπτυσμένη του γραφίδα καταβυθιζόταν στο ασυνείδητο του δυτικού πολιτισμού, ψάχνοντας και καταφέρνοντας να ανασύρει το στίλβον ορυκτό μιας σαρωτικής γραφής, διανθισμένης με ψήγματα θανατηφόρου χιούμορ. Πέρα από τα όσα έχουν ειπωθεί περί διορατικότητας και προφητικού χαρίσματος, τα οποία και ισχύουν στο ακέραιο, στον Ballard διέκρινα έναν άτρομο συγγραφέα, ο οποίος δεν είχε την παραμικρή διάθεση να χαριστεί σε τίποτα και σε κανέναν. Διάβασα το Crash απνευστί, μη δίνοντας σημασία στον παραδαρμό των οφθαλμών μου, στη συνέχεια το αγόρασα, το ξαναδιάβασα, το πρότεινα και το δάνεισα, τακτική που με τον ένα τρόπο ή τον άλλο επανέλαβα και με άλλα του βιβλία.
Το 2014 ανακοινώθηκε πως το High-Rise, το τελευταίο βιβλίο της λεγόμενης τριλογίας του μπετόν (το Crash εκδόθηκε το 1972, το 1973 ακολούθησε το ακόμη αμετάφραστο στα ελληνικά Concrete Island, ωστόσο, θα μπορούσε να μιλήσει κανείς και για τετραλογία, συνυπολογίζοντας ότι ο Έρνο Γκόλντφινγκερ ολοκλήρωσε τον Πύργο Τρέλικ το 1972) θα έπαιρνε επιτέλους το δρόμο για τη μεγάλη οθόνη. Είχαν προηγηθεί δεκαετίες προσπαθειών από μεριάς του παραγωγού Jeremy Thomas, ενώ θρυλείται ότι ο Nicolas Roeg ήθελε να το σκηνοθετήσει ήδη από τα τέλη των '70ς. Τελικά, τα σκηνοθετικά ηνία βρέθηκαν στα χέρια του Ben Wheatley, και τα γυρίσματα έλαβαν χώρα στο Μπάνγκορ της Βόρειας Ουαλίας και στο Μπέλφαστ, όπου στις 15 Νοεμβρίου του 2017, πέντε μήνες μετά την τραγωδία στον πύργο Γκρένφελ, ένα ακόμη πολυώροφο κτίριο τυλίχτηκε στις φλόγες, ενισχύοντας την επιχειρηματολογία όσων διατείνονται ότι ο Ballard ήταν, είναι και θα είναι ο προφήτης μιας διαρκώς επικαιροποιούμενης δυστοπίας. Η ταινία βγήκε στους κινηματογράφους το 2015 και απέσπασε ανάμικτες κριτικές. Λίγο καιρό αργότερα, ο Κέδρος απέκτησε τα δικαιώματα του βιβλίου, και κάπως έτσι ξεκίνησε η δική μου αναρρίχηση στην κάθετη πολιτεία του High-Rise.
Είναι κοινός τόπος, πιστεύω, ότι ο μεταφραστής αναπτύσσει μια ιδιαίτερη σχέση με κάθε ένα από τα βιβλία που αναλαμβάνει να παραδώσει στον εκδότη. Κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την πρώτη απόπειρά του επί του κειμένου μέχρι και την τελευταία διόρθωση, το προς μετάφραση κείμενο εισχωρεί στη ζωή του με τρόπο που υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια που διαχωρίζουν την εργασία με το υπόλοιπο του χρόνου του· συντακτικές εξισώσεις, υφολογικές αναντιστοιχίες, επιφοιτήσεις και επισημάνσεις, μπορούν να βρεθούν αναρτημένες στα πιο αναπάντεχα σημεία της καθημερινότητας.
Είναι κοινός τόπος, πιστεύω, ότι ο μεταφραστής αναπτύσσει μια ιδιαίτερη σχέση με κάθε ένα από τα βιβλία που αναλαμβάνει να παραδώσει στον εκδότη. Κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την πρώτη απόπειρά του επί του κειμένου μέχρι και την τελευταία διόρθωση, το προς μετάφραση κείμενο εισχωρεί στη ζωή του με τρόπο που υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια που διαχωρίζουν την εργασία με το υπόλοιπο του χρόνου του· συντακτικές εξισώσεις, υφολογικές αναντιστοιχίες, επιφοιτήσεις και επισημάνσεις, μπορούν να βρεθούν αναρτημένες στα πιο αναπάντεχα σημεία της καθημερινότητας. Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι φορές που το κείμενο αντιστέκεται σθεναρά· οι λύσεις αποφεύγουν τη συγκεκριμενοποίηση, αιωρούμενες ως αμφίβολα δώρα τα οποία μόλις και διαφαίνονται πίσω από το αιθερικό πεδίο της τυχαιότητας, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που ο μεταφραστής δεν συμφιλιώνεται ποτέ με το ανατεθειμένο κείμενο –δεν κάνουν όλοι για όλα–, κι αυτό, σ' ένα επάγγελμα το οποίο τροφοδοτείται εν πολλοίς από την αγάπη του μεταφραστή προς το έργο του, είναι κάτι το εξαιρετικά ατυχές.
Βέβαια, το High Rise ήταν μια τελείως διαφορετική υπόθεση. Εκτός του ότι κατέχει ξεχωριστή θέση στην εργογραφία ενός από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του 20ου αιώνα, ήταν ένα βιβλίο το οποίο είχα ήδη διαβάσει και επιθυμούσα διακαώς να το μεταφράσω. Φυσικά, γνώριζα πόσο σημαντικό ήταν να διατηρηθεί το ύφος κι ο ρυθμός της γλώσσας του· οι περιγραφές της σταδιακής αποσάθρωσης του ουρανοξύστη ήταν ζυγισμένες και ακριβείς, συντονισμένες θα μπορούσε να πει κανείς πάνω στους κτύπους ενός ρολογιού που μετρούσε τον εσωτερικό χρόνο του κτιρίου, ο οποίος, ωστόσο, άλλες φορές ακινητοποιούταν εντός της γενικευμένης ακηδίας των ενοίκων, κι άλλες φορές επιταχυνόταν ακολουθώντας τις εξάρσεις των συναθροίσεων, των συγκρούσεων και του διάχυτου σαδισμού. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως όταν βρέθηκα αντιμέτωπος με την πρώτη λευκή σελίδα στον επεξεργαστή κειμένου, το ερώτημα της προσέγγισης ήρθε στο προσκήνιο με τον πλέον εμφατικό τρόπο, αρχής γενομένης από την εμβληματική εναρκτήρια πρόταση. Χρειάστηκαν αλλεπάλληλες διορθώσεις, μα κυρίως απαιτήθηκε πείσμα και υπομονή, ώστε οι χιασμοί επί των ματαιωμένων προτάσεων και παραγράφων να μην κάμψουν την πίστη στο δίκαιο του αγώνα.
Πέραν τούτου, μιλώντας για δυσκολίες, δε θα μπορούσα να μην αναφερθώ στον μακροπερίοδο λόγο, και στο πολλές φορές καυστικό, υπόρρητο χιούμορ, μπολιασμένο με μια ιδιαίτερη βρετανικότητα, η οποία, κατά τη γνώμη μου, έπρεπε να μεταφερθεί όσο το δυνατόν αυτούσια, χωρίς, ωστόσο, τα χρώματά της να αλλοιώσουν την κύρια χρωματική παλέτα του ουρανοξύστη.
Είναι γεγονός ότι σε συγγραφείς του βεληνεκούς του Ballard συναντούμε συχνά ένα κλειστό σύστημα αναφορών, καθώς η γραφή τους διαθέτει μια νοηματική αυτάρκεια, όψη της οποίας διακρίνουμε και στις μεγαλόπνοες (οξύκορφες!) μεταφορές που αποτολμεί ο συγγραφέας. Εκεί, έπρεπε να βρω το ακριβές σημείο πάνω στο οποίο θα μπορούσα να τρυπήσω –προσεκτικά– το εκάστοτε λεκτικό σχήμα, κι έπειτα, έχοντας εξετάσει διεξοδικά το περιεχόμενό του, ακολουθώντας τη ροή της αγγλικής γλώσσας μέχρι τις νοηματικές εκβολές της στην ελληνική, να το παραδώσω ακέραιο στον αναγνώστη, δίχως την υποψία της οποιασδήποτε αμυχής· δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να του στερήσω τη χαρά του θρυμματισμού. Πέραν τούτου, μιλώντας για δυσκολίες, δε θα μπορούσα να μην αναφερθώ στον μακροπερίοδο λόγο, και στο πολλές φορές καυστικό, υπόρρητο χιούμορ, μπολιασμένο με μια ιδιαίτερη βρετανικότητα, η οποία, κατά τη γνώμη μου, έπρεπε να μεταφερθεί όσο το δυνατόν αυτούσια, χωρίς, ωστόσο, τα χρώματά της να αλλοιώσουν την κύρια χρωματική παλέτα του ουρανοξύστη. Όταν ο συγγραφέας και φίλος του Ballard, Will Self, παραπονέθηκε για την επικείμενη κινηματογράφηση του Crash στο Τορόντο, επιμένοντας ότι το έργο είχε ταυτιστεί με την πόλη του Λονδίνου και, συνεπώς, τα γυρίσματα έπρεπε να γίνουν εκεί, η απάντησή του Ballard ήταν πως το κύριο μέλημά του είχε να κάνει με την περιγραφή ενός παγκόσμιου φαινομένου, το οποίο χαρακτήρισε ως «θάνατο του θυμικού», κι ως εκ τούτου, η γεωγραφική τοποθεσία αποτελούσε ένα ασήμαντο, δευτερεύον ζήτημα.
Σε ό,τι αφορά την επιλογή ανάμεσα σε μια καλή ή σε μια πιστή μετάφραση, πιστεύω ότι τέτοιο δίλημμα δεν υφίσταται. Δεδομένου ότι μιλάμε για λογοτεχνία, κι όχι για τεχνικά εγχειρίδια, ποιο το νόημα μιας πιστής αλλά, ωστόσο, κακής, δύσκαμπτης μετάφρασης; Εξυπακούεται ότι o μεταφραστής οφείλει να διατηρήσει τους τρόπους και το προσωπικό ύφος του συγγραφέα, στο μέτρο που αυτό είναι εφικτό. Εξάλλου, την αλαζονεία, τους εξυπνακισμούς και τις όποιες απόπειρες καπελώματος τα τιμωρεί ανηλεώς το ίδιο το κείμενο.
Κλείνοντας, θα ήθελα να επανέλθω σ' αυτό που ο Ballard ονομάζει «θάνατο του θυμικού», φράση την οποία έχει χρησιμοποιήσει επανειλημμένως, ορίζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο τον θεματικό άξονα των έργων του, και να προσθέσω ότι ο συγγραφέας του High-Rise είναι σπουδαίος όχι μόνο επειδή κατάφερε να χαρτογραφήσει καταλεπτώς τις αντιφάσεις, την παραφροσύνη και τα λοιπά δεινά των τεχνολογικών εξελίξεων και του ύστερου καπιταλισμού, αλλά, το κυριότερο, επειδή μπόρεσε να εντοπίσει το βαθύτερο σημείο σύγκλισής τους.