Μεταφραστές και επιμελητές αποκαλύπτουν τις διαδρομές μέσα από τις οποίες προσέγγισαν τη γλώσσα, το ύφος ή και την οικονομία ενός βιβλίου και μοιράζονται μαζί μας τα μυστικά του εργαστηρίου τους. Φιλοξενούμενη, η μεταφράστρια Έλλη Φιλοκύπρου, με αφορμή τo μυθιστόρημα του Theodore Dreiser «Η Κάρι μας» το οποίο κυκλοφορεί από εκδόσεις Gutenberg.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Το βιβλίο του Theodore Dreiser, Sister Carrie, το πρωτοδιάβασα στη δεκαετία του 1980, όταν, κάνοντας το μεταπτυχιακό μου στη Θεσσαλονίκη, εργαζόμουν παράλληλα ως μεταφράστρια στη «Σύγχρονη Εποχή»· μια εμπειρία υπέροχη, που μου άνοιξε δρόμους και προβληματισμούς τους οποίους δεν είχα συνειδητοποιήσει. Το μυθιστόρημα με γοήτευσε από την πρώτη ανάγνωση· ρεαλισμός, ψυχογραφικό βάθος, ρομάντζο: ο αγώνας μιας απλής, αρχικά αφελούς, ωραίας κοπέλας να επιβιώσει και να επιτύχει μέσα σε μια κοινωνία γεμάτη παγίδες και εμπόδια.
Ομολογώ πως η δουλειά του μεταφραστή δεν με είχε προβληματίσει ιδιαιτέρως τότε (αφελής, επομένως, δεν ήταν μόνο η Κάρι σε αυτήν την υπόθεση). Δεν είχα καταλάβει ότι δεν μεταφράζει κανείς λέξεις και φράσεις, αλλά επιχειρεί να μεταφέρει έναν ολόκληρο κόσμο σε έναν άλλον. Το μυθιστόρημα γράφεται στην αυγή του 20ου αιώνα και διαδραματίζεται στο Σικάγο. Εκείνος ο τόπος και εκείνος ο χρόνος πάλλονται μέσα στη γλώσσα του· και αυτό είναι που πρέπει να νιώσει ο σημερινός αναγνώστης. Όταν ο αείμνηστος Δημήτρης Αρμάος, εμπνευστής της σειράς Orbis Literae στον εκδοτικό οίκο Gutenberg, μου πρότεινε να ξαναδουλέψω τη μετάφραση, ανταποκρίθηκα με χαρά ανάμεικτη με φόβο. Δεν μου φαινόταν εύκολο να μπω στη διαδικασία της διόρθωσης του εαυτού μου. Ωστόσο, αποδείχτηκε, αν όχι εύκολο, συναρπαστικό. Και, θα μπορούσα να πω, από κάποια στιγμή και πέρα σχεδόν αυτόματο. Χρειάστηκε απλώς να αποστασιοποιηθώ από την προηγούμενη μετάφραση και να ξεκινήσω πάλι από το ίδιο το μυθιστόρημα, στο πρωτότυπο. Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν από την πρώτη μου προσπάθεια, είχα, βέβαια, διαβάσει πολλά έργα της αγγλικής και της αμερικανικής λογοτεχνίας εκείνης της εποχής· άλλα στο πρωτότυπο, άλλα μεταφρασμένα από πολύ καλούς μεταφραστές. Αυτή ήταν, υποθέτω, μια πολύτιμη προπαιδεία την οποία δεν είχα συνειδητοποιήσει όταν ξεκίνησα τη νέα απόπειρα. Συχνά συνέπιπτα με τον παλιό μου εαυτό στις μεταφραστικές επιλογές (μεγάλη ανακούφιση, γιατί δεν θα ήθελα να έχω προδώσει την εμπιστοσύνη που μου έδειξαν οι άνθρωποι της «Σύγχρονης Εποχής»). Συχνά, επίσης, διαπίστωνα την απουσία ενός ρυθμού σε εκείνη την πρώτη μετάφραση· τη ροπή προς μια γλώσσα κάπως άκαμπτη. Ελπίζω ότι αυτή τη φορά κατόρθωσα να αποδώσω τον τόνο της φωνής του Ντράιζερ.
Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν από την πρώτη μου προσπάθεια, είχα, βέβαια, διαβάσει πολλά έργα της αγγλικής και της αμερικανικής λογοτεχνίας εκείνης της εποχής· άλλα στο πρωτότυπο, άλλα μεταφρασμένα από πολύ καλούς μεταφραστές. Αυτή ήταν, υποθέτω, μια πολύτιμη προπαιδεία την οποία δεν είχα συνειδητοποιήσει όταν ξεκίνησα τη νέα απόπειρα.
Ξεκινώντας από τον τίτλο: Η αδελφή Κάρι είχα προτείνει την πρώτη φορά. Πρόκειται για την ακριβή απόδοση του αμερικανικού πρωτοτύπου. Ωστόσο, στα ελληνικά ο τίτλος δημιουργεί άλλες συνδηλώσεις: μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι η πρωταγωνίστρια είναι είτε νοσοκόμα είτε καλόγρια. Και οπωσδήποτε δεν μεταφέρει την οικειότητα που πρέπει: έτσι αποκαλεί την Κάρι η μεγαλύτερη αδελφή της. Η Κάρι μας, λοιπόν: έτσι θυμάμαι, πριν από χρόνια, γειτόνισσες να αναφέρονται στη νεαρότερη αδελφή τους.
Ελπίζω ότι η μετάφραση είναι πιστή· και ελπίζω ταυτοχρόνως ότι ο αναγνώστης θα ξεχάσει πως διαβάζει μια μετάφραση. Πώς συμβιβάζονται αυτά τα δύο, δεν ξέρω· ίσως μέσω του γλωσσικού ρυθμού στον οποίο αναφέρθηκα νωρίτερα. Ο ρυθμός του Ντράιζερ έχει σχηματιστεί όχι μόνο από τον ίδιο, αλλά και μέσα από τις δικές του αναγνώσεις. Φρόντισα, λοιπόν, να ξαναδιαβάσω τα έργα που διάβαζε εκείνος: του Ντίκενς, της Τζωρτζ Έλιοτ, του Τόμας Χάρντι. Όπως και συγγραφέων που έζησαν και δημιούργησαν στην Αμερική την ίδια εποχή περίπου με τον Ντράιζερ: του Χένρι Τζέιμς, της Ήντιθ Γουόρτον. Όταν εκδόθηκε το βιβλίο στην Αμερική, δέχτηκε πολλές επικρίσεις, όχι μόνο περί ανηθικότητας αλλά και για τον αδούλευτο λόγο του. Νομίζω πως η γραφή του έχει όλες τις αρετές και όλα τα μειονεκτήματα της ταχύτητας: κάποιες επαναλήψεις, κάποιες περιττολογίες, αλλά και θέρμη και ορμητικότητα. Αυτά τα χαρακτηριστικά θέλησα να αποδώσω στα ελληνικά, έχοντας πολλές φορές την αίσθηση ότι ο καλός δημοσιογραφικός λόγος ήταν ένας πολύ χρήσιμος οδηγός σε αυτήν την προσπάθεια. Ο Ντράιζερ εργαζόταν ως δημοσιογράφος· και στο μυθιστόρημά του η αιχμηρή δημοσιογραφική πένα διακρίνεται από την αρχή ώς το τέλος.
Όταν εκδόθηκε το βιβλίο στην Αμερική, δέχτηκε πολλές επικρίσεις, όχι μόνο περί ανηθικότητας αλλά και για τον αδούλευτο λόγο του. Νομίζω πως η γραφή του έχει όλες τις αρετές και όλα τα μειονεκτήματα της ταχύτητας: κάποιες επαναλήψεις, κάποιες περιττολογίες, αλλά και θέρμη και ορμητικότητα. Αυτά τα χαρακτηριστικά θέλησα να αποδώσω στα ελληνικά, έχοντας πολλές φορές την αίσθηση ότι ο καλός δημοσιογραφικός λόγος ήταν ένας πολύ χρήσιμος οδηγός σε αυτήν την προσπάθεια.
Κατά τη διάρκεια της μεταφραστικής διαδικασίας, υπήρξαν, όπως είναι φυσικό, πολλές επιμέρους ανησυχίες και αμφιβολίες. Η βασικότερη όμως ήταν μία: δεν είμαι συγγραφέας. Μπορεί ένας μη συγγραφέας να μεταφράσει ένα λογοτεχνικό έργο; Κάνοντας τον δικηγόρο του εαυτού μου, σκέφτηκα ότι τουλάχιστον έτσι ήμουν απαλλαγμένη από την παρουσία κάποιου δικού μου ύφους, το οποίο ενδεχομένως θα αναδυόταν στο κείμενο. Το κατά πόσον μεταφέρθηκε το ύφος του Ντράιζερ στα ελληνικά είναι, βέβαια, ένα ερώτημα στο οποίο μόνο οι αναγνώστες μπορούν να απαντήσουν.
Μπορεί ένας μη συγγραφέας να μεταφράσει ένα λογοτεχνικό έργο; Κάνοντας τον δικηγόρο του εαυτού μου, σκέφτηκα ότι τουλάχιστον έτσι ήμουν απαλλαγμένη από την παρουσία κάποιου δικού μου ύφους, το οποίο ενδεχομένως θα αναδυόταν στο κείμενο.
Συμβιώνοντας τόσον καιρό με το βιβλίο, βρίσκω πόσο δίκιο είχε ο Σίνκλερ Λιούις όταν, στην ομιλία του κατά την παραλαβή του βραβείου Νόμπελ το 1930, δήλωσε πως το μυθιστόρημα του Ντράιζερ είχε έρθει «σαν ένας δυνατός, απελευθερωτικός άνεμος» στην αμερικανική λογοτεχνία. Πιστεύω πως η αίσθηση αυτή δημιουργείται και σήμερα, περισσότερο από έναν αιώνα μετά την πρώτη του έκδοση. Κι αυτό γιατί έχουμε να κάνουμε με τέχνη «αληθινή», όπως την όρισε ο ίδιος ο συγγραφέας.
Info
Η Έλλη Φιλοκύπρου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1963. Σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία στη Θεσσαλονίκη και στην Οξφόρδη. Διδάσκει από το 1992. Πρώτα στη Μέση Εκπαίδευση, μετά στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κύπρου και τώρα, ως Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του ΕΚΠΑ.