Μεταφραστές και επιμελητές αποκαλύπτουν τις διαδρομές μέσα από τις οποίες προσέγγισαν τη γλώσσα, το ύφος ή και την οικονομία ενός βιβλίου και μοιράζονται μαζί μας τα μυστικά του εργαστηρίου τους. Φιλοξενούμενος, ο μεταφραστής Απόστολος Στραγαλινός, με αφορμή τo μυθιστόρημα του Bernhard Schlink «Όλγα» το οποίο κυκλοφορεί από εκδόσεις Κριτική.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Μπορεί να περιμέναμε τέσσερα χρόνια από το τελευταίο έργο του Μπέρνχαρντ Σλινκ, τη Γυναίκα στη Σκάλα (μτφρ. Απ. Στραγαλινός, εκδ. Κριτική), αλλά νομίζω πως ο κορυφαίος συγγραφέας, στα εβδομήντα πέντε του πλέον, μας αποζημιώνει με ένα πολύ σημαντικό βιβλίο, την Όλγα.
Η Όλγα είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται ως μία ακτινογραφία, μια στενογραφία –αν προτιμάτε– της νεότερης γερμανικής ιστορίας μέσα από τη διαδρομή μιας ατρόμητης γυναίκας. Παρακολουθώντας την πορεία της μακράς ζωής της Όλγας από τα πρώτα –κυριολεκτικά– βήματά της μέχρι το «ανατρεπτικό» τέλος της σε βαθιά γεράματα, γινόμαστε μάρτυρες μιας αμείλικτης, αυτοκριτικής, ιστορικής αναδρομής. Το χρονικό πλαίσιο του μυθιστορήματος εκτείνεται από τον γαλλογερμανικό πόλεμο του 1871 και τη συνακόλουθη ίδρυση του γερμανικού Ράιχ το ίδιο έτος, την εποχή της γερμανικής αποικιοκρατίας στα τέλη του 19ου – αρχές 20ου αιώνα, τη γενοκτονία των Χερέρο στη Γερμανική Νοτιοδυτική Αφρική (σημερινή Ναμίμπια) το 1904, τους δύο παγκόσμιους πολέμους ως τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση, το γερμανικό Μάη του 1968 και το σήμερα. Ένα ευρύτατο, ασφαλώς, χρονικό φάσμα, ένα μάθημα ιστορίας σε λιγότερες από τριακόσιες σελίδες από τον μαιτρ Σλινκ.
Η «Όλγα» είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται ως μία ακτινογραφία, μια στενογραφία –αν προτιμάτε– της νεότερης γερμανικής ιστορίας μέσα από τη διαδρομή μιας ατρόμητης γυναίκας. Παρακολουθώντας την πορεία της μακράς ζωής της Όλγας από τα πρώτα –κυριολεκτικά– βήματά της μέχρι το «ανατρεπτικό» τέλος της σε βαθιά γεράματα, γινόμαστε μάρτυρες μιας αμείλικτης, αυτοκριτικής, ιστορικής αναδρομής.
Αρχικά η ιστορία μας εκτυλίσσεται στην Σιλεσία (σημερινή Πολωνία, πρώην Πρωσία) και στο Τιλσίτ (σημερινή Λιθουανία, πρώην Ανατολική Πρωσία) – αμφότερα γερμανικά, αυτοκρατορικά εδάφη μέχρι και τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Η Όλγα μεγαλώνει με τη γιαγιά της σε ένα χωριό της Σιλεσίας. Εκεί γνωρίζεται με τον Χέρμπερτ, τον γιο του μεγαλογεωκτήμονα, με τον οποίο συνδέεται φιλικά και κατόπιν και ερωτικά. Οι διαφορές μεταξύ τους, όχι μόνο ταξικές, προβάλλουν τεράστιες, ίσως αγεφύρωτες, ωστόσο μ’ έναν μαγικό τρόπο ο ένας μένει για πάντα πιστός στον άλλον. Εκείνη πάμφτωχη, ταπεινή, ανθρώπινη, προσγειωμένη, φιλομαθής, παλεύει με τη μοίρα της. Εκείνος πλούσιος, βιαστικός, ανυπόμονος, ενθουσιώδης, ονειροπόλος, δονείται από τα ιδεώδη του γερμανικού ρομαντισμού, της πατρίδας και της νεοσύστατης Αυτοκρατορίας, έτοιμος να κάνει το παν για να υπηρετήσει το νιτσεϊκό πρότυπο του υπεράνθρωπου, τη γερμανική Mεγάλη Iδέα που σαν νήμα αόρατο συνδέει αδιάλειπτα γενιές και εποχές. [Ο Σλινκ εμπνέεται τον χαρακτήρα του Χέρμπερτ, από ένα υπαρκτό πρόσωπο, τον Herbert Schröder-Stranz, στρατιωτικό και εξερευνητή, που όπως ακριβώς και ο Χέρμπερτ του μυθιστορήματος, παρασυρμένος από αυτή τη Mεγάλη Iδέα για το μεγάλωμα, την επέκταση, τη γιγάντωση του γερμανικού ζωτικού χώρου (Lebensraum), χάνεται για πάντα στις παγωμένες ερήμους του Βόρειου Πόλου το 1912].
Η Όλγα θα μείνει μόνη από το 1912 μέχρι το θάνατό της, στις αρχές του 1970, αυτόπτης μάρτυρας συμφορών και κοσμογονικών γεγονότων, θα βιώσει πολέμους, καταστροφές, τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση, θα καταφέρει να σπουδάσει, θα γίνει δασκάλα, θα χάσει την ακοή της, θα ξεριζωθεί, θα αλλάξει επάγγελμα, θα παραμείνει σοσιαλδημοκράτισσα και θα στέκεται πάντα κριτικά απέναντι στο γερμανικό μεγαλοϊδεατισμό, τον οποίο θα απεχθάνεται σ’ όλη της τη ζωή θεωρώντας τον υπαίτιο για τον χαμό του Χέρμπερτ, του δικού της Χέρμπερτ, τον οποίο δεν θα ξεχάσει ποτέ και με τον οποίο επί δεκαετίες θα είναι αναγκασμένη να συμβιώνει νοερά, όχι μόνο επειδή δεν επιθυμεί να τον ξεπεράσει, αλλά εξαιτίας του φοβερού μυστικού που τους συνδέει. Η Όλγα θα ζήσει μια δύσκολη, αξιοπρεπή, τίμια ζωή, αλλά δεν θα συγχωρήσει ποτέ τον εαυτό της για ένα πράγμα: Για το ότι δεν μίλησε όταν έπρεπε, δεν απέτρεψε τον νεαρό τότε φίλο της από το να παρασυρθεί στη δίνη του τυχοδιωκτικού, εθνικού παροξυσμού και στο τέλος να χαθεί υπηρετώντας τα φαντασιοκοπήματα, όπως τα αποκαλεί η ίδια, της Μεγάλης Γερμανικής Ιδέας. Η προβολή του Σλινκ στην παθητικότητα του γερμανικού πληθυσμού κατά τα δραματικά χρόνια της Βαϊμάρης και της ανόδου των ναζί στην εξουσία είναι παραπάνω από σαφής. Η Όλγα του ενσαρκώνει τη μορφωμένη, νηφάλια και ασυμβίβαστη Γερμανία του ορθολογισμού ενάντια στη βαρβαρότητα. Κι αν δεν μίλησε όταν έπρεπε, το βάρος της ευθύνης, της ενοχής που κουβαλάει μέσα της την προστάζει να δράσει, να πάρει θέση και να αντισταθεί. Και η Όλγα το πράττει. Το αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με την κορυφαία, συμβολική πράξη της στο τέλος της ζωής της, ο Σλινκ το αφήνει ανοιχτό στην κρίση του αναγνώστη.
Η Όλγα θα ζήσει μια δύσκολη, αξιοπρεπή, τίμια ζωή, αλλά δεν θα συγχωρήσει ποτέ τον εαυτό της για ένα πράγμα: Για το ότι δεν μίλησε όταν έπρεπε, δεν απέτρεψε τον νεαρό τότε φίλο της από το να παρασυρθεί στη δίνη του τυχοδιωκτικού, εθνικού παροξυσμού και στο τέλος να χαθεί υπηρετώντας τα φαντασιοκοπήματα, όπως τα αποκαλεί η ίδια, της Μεγάλης Γερμανικής Ιδέας.
O Σλινκ διακηρύσσει και μ’ αυτό το μπεστ σέλερ το αταλάντευτο πιστεύω του: Οι χίμαιρες του παρελθόντος επηρεάζουν ακόμα τις τύχες μας, ενοχή και εξιλέωση, δίκαιο και δικαιοσύνη, επιθυμία και πραγματικότητα αποτελούν ευρύτατες έννοιες, οι δε μεγάλες ιδέες μπορούν ανά πάσα στιγμή να τσακιστούν στα βράχια μιας συνηθισμένης μέρας.
Η αναδρομή του με επίκεντρο την Όλγα, παραπέμπει στη μανιέρα – σήμα κατατεθέν της μεταπολεμικής γερμανικής λογοτεχνίας, κεντρικά στοιχεία της οποίας είναι η αναδίφηση, η διύλιση διευθέτηση του παρελθόντος, αυτό που ιστορικά, πολιτικά, λογοτεχνικά οι Γερμανοί αποκαλούν Vergangenheitsbewältigung, κάτι που ο Σλινκ, κορυφαίος εκπρόσωπος της γενιάς του, έχει επιχειρήσει και με το Διαβάζοντας στη Χάννα, εν προκειμένω με τον ναζισμό, έχοντας και πάλι ως ηρωίδα μια γυναίκα. Με την Όλγα τα χρονικά όρια διευρύνονται. Αναστοχάζεται και αναμετριέται με τα πάθη του γερμανικού έθνους, καταμετρά ήττες και αυταπάτες, επιχειρώντας με εκφραστική δεινότητα και διεισδυτική ματιά το προσωπικό του ξεκαθάρισμα με τη Γερμανική Υπερβολή, τη Μεγάλη Ιδέα που σκόρπισε ξανά και ξανά τον όλεθρο.
Δεν μένει όμως μόνο σ’ αυτό. Η Όλγα πρέπει, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ν’ αναγνωστεί και ως μια προειδοποίηση του Σλινκ προς τους συμπατριώτες του. Το έμπειρο και ανήσυχο μάτι του διακρίνει τους κινδύνους που ελλοχεύουν με την άνοδο της ακροδεξιάς όπως αυτή αποτυπώνεται με την εκτόξευση των ποσοστών του κόμματος AfD, την αυξανόμενη ξενοφοβία, την εξάπλωση του λαϊκισμού, τον μισαλλόδοξο λόγο στη σημερινή γερμανική κοινωνία. Δεν είναι δύσκολο ν’ αντιληφθεί κανείς τι θα σημάνει για την Ευρώπη, αν πέσει και η Γερμανία στα χέρια των ακραίων… Επομένως η Όλγα δεν αποτελεί μόνο ένα σημαντικό λογοτεχνικό έργο με ιστορικές αναφορές και πανανθρώπινα μηνύματα, είναι και βαθύτατα πολιτικό – ενδιαφέρον και διδακτικό και για τον έλληνα αναγνώστη που και από μεγάλες ιδέες ξέρει και εθνικές τραγωδίες έχει επανειλημμένως βιώσει και με το φίδι του φασισμού, του εθνικισμού και του λαϊκισμού είναι αναγκασμένος να συμβιώνει μέχρι να αποφασίσει –άμποτε!– να το εξουδετερώσει.
Παρά τις ιστορικές και πολιτικές αναφορές σε γεγονότα που χάραξαν τη γερμανική ιστορία των τελευταίων εκατό πενήντα ετών, ο Σλινκ καταφέρνει όχι μόνο να μην κουράζει με λεπτομέρειες, αλλά να στέλνει μήνυμα ευμετάδοτο και ευεργετικό και στους μη γερμανούς αναγνώστες.
Είναι σαφές ότι ένα τέτοιο βιβλίο, φιλόδοξο, βαθύ, οξύ και κρουστικό ως προς το μήνυμά του, ανθρώπινο και συγκινητικό ως προς την πλοκή του, γραμμένο από την πένα του Σλινκ που γράφει γιατί «γερνώντας μπορεί να μας συμβεί κάτι απελευθερωτικό», κρύβει τον κίνδυνο να «βαραίνει» την ανάγνωση. Παρά τις ιστορικές και πολιτικές αναφορές σε γεγονότα που χάραξαν τη γερμανική ιστορία των τελευταίων εκατό πενήντα ετών, ο Σλινκ καταφέρνει όχι μόνο να μην κουράζει με λεπτομέρειες, αλλά να στέλνει μήνυμα ευμετάδοτο και ευεργετικό και στους μη γερμανούς αναγνώστες. Στο σημείο αυτό χρειάζεται η διαμεσολάβηση –έργο, πάρεργο, λειτούργημα, τέχνη;– του μεταφραστή. Στη δική μου περίπτωση, βοήθησε το γεγονός ότι γνωρίζω τη γραφή του Σλινκ από τη Γυναίκα στη Σκάλα, βιβλίο το οποίο μετέφρασα προ τετραετίας, αλλά και η γνώση και κατανόηση των ιστορικών και πολιτικών γεγονότων και συσχετισμών που διέπουν, εν προκειμένω, τη νεότερη και σύγχρονη Γερμανία. Ο συνδυασμός των δύο παραμέτρων θεωρώ ότι διευκόλυναν το αποτέλεσμα της απαιτητικής μετάφρασης, η οποία πάντα επιθυμώ να τιμάει τόσο τον δημιουργό όσο και τον αναγνώστη. Και για να συμβαίνει αυτό, πρέπει να εκπληρώνονται τρία κριτήρια:
α) το πρώτο είναι αυστηρά προσωπικό:
Το βιβλίο πρέπει να με έχει συγκλονίσει. Να το έχω «ανα»γνωρίσει. Να έχω μυρίσει τη μυρωδιά του και να έχω ακούσει τη μουσική του. Να περιέχει ένα ουμανιστικό, πανανθρώπινο, οικουμενικό μήνυμα, που να συνδέει με ένα αδιόρατο νήμα ανθρώπους, εποχές και πολιτισμούς. Είτε έχει κάνει επιτυχία, είτε όχι. Είτε είναι παλιό, κλασικό, του μεσοπολέμου, της Trümmerliteratur, είτε σύγχρονο. Κατά κάποιον τρόπο να με έχει κερδίσει, να με έχει κάνει να ταυτιστώ μαζί του, να μου έχει προσφέρει άσυλο, να μου έχει προσφέρει κόσμους, να μου έχει ανοίξει δρόμους. Η Όλγα ήταν από την αρχή μια «από τους δικούς μου ήρωες».
β) το δεύτερο είναι κι αυτό προσωπικό:
Να έχω δώσει καταφατική απάντηση στο ερώτημα αν θα ήθελα να μεταφράσω αυτό το βιβλίο και να συνδεθώ για πάντα μαζί του. Αν για τρεις-τέσσερις μήνες θα ήμουν διατεθειμένος να χάσω τον ύπνο μου, να στερηθώ τους ανθρώπους μου, να μην κάνω τίποτα άλλο από το να ψάχνω λίγη ώρα μέσα στο υπερφορτωμένο πρόγραμμά μου για να το μεταφράσω.
γ) Το τρίτο είναι ο αναγνώστης.
Εξετάζω αν το βιβλίο κρύβει μέσα του μηνύματα για τον έλληνα αναγνώστη. Αν θα κατανοηθεί, θα αναζητηθεί, αν θα αγκαλιαστεί από το αναγνωστικό κοινό η πρόσληψή του από τους βιβλιόφιλους. Φανταστείτε τη βιβλιοπαραγωγή μιας χώρας από την οποία θα έλειπε ο Μπελ, ο Τσβάιχ ή ο Φάλαντα. Θα επρόκειτο για χαίνουσα πληγή που θα έπρεπε με κάθε τρόπο να επουλωθεί. Η Όλγα είναι ένα συγκλονιστικό βιβλίο με μια αξιοθαύμαστη, διαχρονική ηρωίδα, η οποία αναζητά, όπως ο Σλινκ, όπως εγώ, όπως κι ο αναγνώστης που θα επιλέξει να διαβάσει την ιστορία της, την αλήθεια, τη δικαιοσύνη, το τέλος των ψευδαισθήσεων, τον ορθολογισμό.
Info
Ο Απόστολος Στραγαλινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1972. Σπούδασε Γερμανική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας και στο Πανεπιστήμιο της Konstanz. Συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο RWTH Aachen όπου έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο στις Ευρωπαϊκές Σπουδές. Κατόπιν εργάστηκε ως πολιτικός επιστήμων στη Γερμανική Βουλή, στο Ευρωκοινοβούλιο και στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Από τον Οκτώβριο του 2014 εργάζεται ως μεταφραστής και καθηγητής γερμανικών. Έχει μεταφράσει πολιτικά και ιστορικά βιβλία (Άρνολντ, Κέλερχοφ) και λογοτεχνικά έργα των Μπέρνχαρντ Σλινκ, Βόλφγκανγκ Χέρνντορφ, Φραντς Χέσσελ, Αντρέ Κούμπιτσεκ για τις εκδόσεις Κριτική.