Μεταφραστές και επιμελητές αποκαλύπτουν τις διαδρομές μέσα από τις οποίες προσέγγισαν τη γλώσσα, το ύφος ή και την οικονομία ενός βιβλίου και μοιράζονται μαζί μας τα μυστικά του εργαστηρίου τους. Φιλοξενούμενος, ο συγγραφέας και μεταφραστής Μιχάλης Μακρόπουλος, με αφορμή τα βιβλία του Stephen King «Ωραίες κοιμωμένες», «Σάλεμς Λοτ» και «Καρδιές στην Ατλαντίδα και άλλα διηγήματα» τα οποία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Όσοι έχουν κρατήσει φίλους από τα μικράτα τους, θα ξέρουν ότι ο παιδικός φίλος είναι σαν παλιό, αγαπημένο παπούτσι. Μπορεί να έχει κάπως ξεχειλώσει, ίσως μερικές φορές να μην είναι τόσο πολύ του γούστου σου πια, μα από την άλλη φορώντας το νιώθεις όμορφα όπως δύσκολα θα ένιωθες μ’ ένα καινούριο παπούτσι. Με τους νέους φίλους δοκιμάζεσαι, έχεις ν’ αποδείξεις κάτι ωσότου να γίνουν φίλοι στ’ αλήθεια και να μη χρειάζεται πλέον να αποδείξεις τίποτα. Με τους παλιούς, είσαι απλώς ο εαυτός σου. Ο Stephen King είναι ένας παλιός φίλος· με τα κόμικς της Marvel, πρώτα, κι έπειτα με τα βιβλία του King, από τα δεκατρία-δεκατέσσερα, άρχισα να διαβάζω αγγλικό κείμενο – παραλογοτεχνικό ή λογοτεχνικό.
Το πρώτο βιβλίο που διάβασα στ’ αγγλικά ήταν το Carrie του King, και μου είχε φανεί τόσο δύσκολο τότε, όσο μου φάνηκε δύσκολος στ’ αγγλικά είκοσι χρόνια αργότερα ο Οδυσσέας του Joyce. Πάλευα με τις λέξεις, τις φράσεις, τις παραγράφους – άλλοτε νικούσα, άλλοτε νικιόμουν· το νόημα έβγαινε συχνά από τα συμφραζόμενα.
Το πρώτο βιβλίο που διάβασα στ’ αγγλικά ήταν το Carrie του King, και μου είχε φανεί τόσο δύσκολο τότε, όσο μου φάνηκε δύσκολος στ’ αγγλικά είκοσι χρόνια αργότερα ο Οδυσσέας του Joyce. Πάλευα με τις λέξεις, τις φράσεις, τις παραγράφους – άλλοτε νικούσα, άλλοτε νικιόμουν· το νόημα έβγαινε συχνά από τα συμφραζόμενα. Από βιβλίο σε βιβλίο (και πολλά απ’ αυτά, τα πρώτα εφτά οχτώ χρόνια που διάβαζα στ’ αγγλικά, ήταν επίσης του King) άρχισα κάπως να κατακτώ τη γλώσσα, η αγάπη έγινε επάγγελμα, κι ακόμη –υπό συνθήκες συχνά δυσοίωνες, σπανιότερα ευοίωνες– παλεύω με τις λέξεις, τις φράσεις, τις παραγράφους.
Από τα δεκάδες βιβλία που έχω μεταφράσει όλα αυτά τα χρόνια, δεκαεπτά είναι του King (Καρδιές στην Ατλαντίδα, Ονειροπαγίδα, Ο μαύρος πύργος Ι-IV, Περί συγγραφής, Το φυλαχτό, Το μαύρο σπίτι, Όλα είναι δυνατά, Το παζάρι των κακών ονείρων, Σάλεμς Λοτ, Ωραίες κοιμωμένες, Μακάβριος χορός [υπό έκδοση]). Πώς μεταφέρεται στα ελληνικά; Καταρχάς με ζωντάνια, όπως είναι στο πρωτότυπο, και με μια αίσθηση του ιδιαίτερου ύφους του· γιατί ο King έχει αναμφίβολα ύφος. Όταν μετέφραζα τις Ωραίες κοιμωμένες, που τις έχει γράψει μαζί με τον γιο του τον Owen King, ήμουν σίγουρος για κάθε φράση, στην κυριολεξία, αν ήταν γραμμένη από τον πατέρα ή τον γιο. Ο πατέρας έχει στιλ, ο γιος όχι τόσο (ή όχι ακόμη).
Έπειτα, καλό είναι να ξέρεις πως τα κείμενα όχι μόνο του King, μα οποιουδήποτε συγγραφέα, δεν είναι προϊόν παρθενογένεσης αλλά έχουν παππούδες και προπαππούδες. Να αναγνωρίζεις, π.χ., τον Lovecraft στον King, τις λιγοστές φορές που ο δεύτερος αποφασίζει συνειδητά να παντρέψει το ύφος του μ’ αυτό του Lovecraft. Πολύ περισσότερο, να αναγνωρίζεις τις θεματικές και στιλιστικές του οφειλές στον Richard Matheson, τον Robert Bloch, τον Ray Bradbury, κ.ά.π.. Όχι πως είναι απαραίτητο, ένας μεταφραστής που ξέρει τη δουλειά του μεταφράζει μια χαρά τον King και δίχως να τις γνωρίζει – όμως βοηθούν, χαρίζουν στο κείμενο αυτό το αδιόρατο κατιτίς, και στον μεταφραστή τη χαρά του ξετυλίγματος ενός κρυφού νήματος.
Από μερικές απόψεις, η μετάφραση μιας φράσης του Stephen King δεν πολυδιαφέρει απ’ αυτήν μίας του Frank Norris (ο ΜακΤίγκ είναι ανάμεσα στα δέκα πιο αγαπημένα μυθιστορήματα του King) ή του Steinbeck. Υπάρχει κάτι που είναι καθαρά αμερικανικό στον ρυθμό στους διαλόγους, στον τρόπο που κυματίζει ο λόγος, στη ζωηράδα στις περιγραφές, στην περισσότερη χρήση της ενεργητικής φωνής και τη λιγότερη της παθητικής, στις ίδιες τις ιδιωματικές φράσεις και τους τύπους των λέξεων. Υπάρχει κάτι ξεκάθαρα αμερικανικό στις ίδιες τις φιγούρες: στη στάση τους, στις χειρονομίες τους.
Εντέλει, καλό είναι να ’χεις μια αίσθηση της συνολικότερης κουλτούρας που κομμάτι της είναι ο King. Από μερικές απόψεις, η μετάφραση μιας φράσης του Stephen King δεν πολυδιαφέρει απ’ αυτήν μίας του Frank Norris (ο ΜακΤίγκ είναι ανάμεσα στα δέκα πιο αγαπημένα μυθιστορήματα του King) ή του Steinbeck. Υπάρχει κάτι που είναι καθαρά αμερικανικό στον ρυθμό στους διαλόγους, στον τρόπο που κυματίζει ο λόγος, στη ζωηράδα στις περιγραφές, στην περισσότερη χρήση της ενεργητικής φωνής και τη λιγότερη της παθητικής, στις ίδιες τις ιδιωματικές φράσεις και τους τύπους των λέξεων. Υπάρχει κάτι ξεκάθαρα αμερικανικό στις ίδιες τις φιγούρες: στη στάση τους, στις χειρονομίες τους. Σε συγγραφείς τόσο αλλιώτικους μεταξύ τους, όσο είναι ο Faulkner, η Flannery O’Connor, ο Cormac McCarthy, κι ο King, νιώθεις αυτό το κάτι, αρκεί να το έχεις ήδη δει και να μπορείς να το αναγνωρίσεις. Είναι αυτή η φωνή της Παλαιάς Διαθήκης, η φωνή του «Προφήτη», που δεν περνά μονάχα στον λόγο του μισαλλόδοξου ιεροκήρυκα, αυτής της τόσο οικείας φιγούρας, μα και στο λόγο του βενζινοπώλη, του μπακάλη, του άστεγου.
Για να αποδώσει ο μεταφραστής τη δύναμη και το νεύρο της περιγραφής, πρέπει κάποιες φορές να δει επίσης στη φαντασία του την εικόνα, και σε τούτη την περίπτωση ίσως μετρά λιγότερο η φράση (χωρίς αυτό να σημαίνει, βέβαια, ότι η ελευθερία στην απόδοση επιτρέπεται να φτάσει ως την παρανάγνωση), πόσον μάλλον η λέξη, και πιο πολλή σημασία έχει συνολικά η παράγραφος – άλλωστε στους ευπώλητους συγγραφείς η συγγραφική «μονάδα» συνήθως είναι η παράγραφος κι όχι η φράση.
Και στους Αμερικανούς –σίγουρα στον King–, ή τουλάχιστον σε όσους απ’ αυτούς είναι «παραμυθάδες», είναι πολύ ζωηρή η οπτική φαντασία, η εικόνα, που αναπληρώνει μια τραχύτητα που ίσως υπάρχει, ενίοτε, στον ίδιο τον λόγο. Για να αποδώσει ο μεταφραστής τη δύναμη και το νεύρο της περιγραφής, πρέπει κάποιες φορές να δει επίσης στη φαντασία του την εικόνα, και σε τούτη την περίπτωση ίσως μετρά λιγότερο η φράση (χωρίς αυτό να σημαίνει, βέβαια, ότι η ελευθερία στην απόδοση επιτρέπεται να φτάσει ως την παρανάγνωση), πόσον μάλλον η λέξη, και πιο πολλή σημασία έχει συνολικά η παράγραφος – άλλωστε στους ευπώλητους συγγραφείς η συγγραφική «μονάδα» συνήθως είναι η παράγραφος κι όχι η φράση, σ’ αντίθεση με «απαιτητικούς» συγγραφείς σαν τη Virginia Woolf ή τον Henry James, για παράδειγμα, όπου η λέξη έχει άλλη βαρύτητα, αλλά και πάλι ως ένα σημείο· καμία λέξη δεν είναι θείος νόμος χαραγμένος στην πέτρα.
Και, μιλώντας για λέξεις, ο King τις πετά με μια αψηφισιά εδώ κι εκεί, ή φτιάχνει μ’ αυτές μικρές κατολισθήσεις, αλλά έχει παρ’ όλα αυτά τις λέξεις για να το κάνει· κοντολογίς, μπορεί ενίοτε να υποφέρει από μια σχετική φλυαρία, αλλά επ’ ουδενί πάσχει από λεξιπενία, κι επίσης είναι διαβασμένος συγγραφέας – όχι «εκλεκτικός», αλλά βιβλιοφάγος σίγουρα· έτσι πρέπει ο μεταφραστής να είναι σ’ εγρήγορση για να πιάνει τις καμουφλαρισμένες αναφορές που κρύβονται στις πολυσέλιδες λόχμες.
Info
Ο Μιχάλης Μακρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1965 και σπούδασε βιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έζησε εννέα χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Πλέον κατοικεί στη Λευκάδα. Εργάζεται ως μεταφραστής λογοτεχνίας από τα αγγλικά και τα γαλλικά. Έχει μεταφράσει έργα των Ernest Hemingway, Truman Capote, F.S. Fitzgerald, John Steinbeck, Ray Bradbury, Stephen King, Saul Bellow, Richard Powers, Michel Faber, Antoine de Saint-Exupery, Martin Amis, κ.ά.. Έχει εκδώσει βιβλία για παιδιά και για ενήλικες, με πιο πρόσφατο τις δύο νουβέλες Τσότσηγια & Ω'μ (εκδ. Κίχλη).