Το έντυπο βιβλίο θα επιβιώσει εφόσον γίνει ξανά καλαίσθητο, ποιοτικό, επιθυμητό αντικείμενο. Του Νίκου Βλαντή*
Πολλά ακούγονται για το ηλεκτρονικό βιβλίο και για το αν θα αντικαταστήσει το «συμβατικό». Εμπειρογνώμονες του εκδοτικού χώρου τοποθετούν αυτή την προοπτική στο –όχι και τόσο μακρινό– 2018-2019. Στις συζητήσεις που κάνω με συναδέλφους συγγραφείς ή ανθρώπους του βιβλίου, ακούω την επαναλαμβανόμενη άποψη για τη «μαγεία του τυπωμένου χαρτιού», «το φετίχ του βιβλίου» κ.ά.
Ουδείς φαίνεται να αντιλαμβάνεται ότι το βιομηχανοποιημένο βιβλίο, σελιδοποιημένο βιαστικά και με ιλουστρασιόν εξώφυλλο, ουδεμία σχέση έχει –ποιοτικά μιλώντας– με το προβιομηχανικό βιβλίο: δεν διαθέτει μεγάλη διάρκεια ζωής (λόγω κακής ποιότητας βιομηχανικού χαρτιού), ούτε μεταφέρει καμία άλλη «μαγεία», εκτός από το «φετίχ της ιδιοκτησίας», το πολιτισμικό μόρφωμα του ύστερου καπιταλισμού. Σε εποχές πριν από τη βιομηχανική επανάσταση, τα βιβλία –όντας πανάκριβα– δεν ήταν αντικείμενο ιδιοκτησίας, αλλά μελέτης από τους λόγιους, θαμώνες βιβλιοθηκών. Τρόπον τινά, αποπροσανατολιζόμαστε από την ουσία του ζητήματος, που αφορά το μέλλον του εκδοτικού χώρου και των συγγραφέων εν τέλει, το οποίο ταυτίζουμε με το αμφίβολο μέλλον ενός κακής ποιότητας προϊόντος.
Είμαι κάτοχος ηλεκτρονικού βιβλίου εδώ και έξι μήνες. Το αγόρασα, διότι εκείνο τον καιρό οι αναγνωστικές μου προτιμήσεις με προσανατόλιζαν προς δυσεύρετα βιβλία στην αγγλική του 19ου αιώνα, τα οποία είναι κατά κανόνα προσβάσιμα ως κείμενα στο Ίντερνετ, καθότι απελευθερωμένα από δικαιώματα. Τύπωνα ασταμάτητα και διάβαζα σελίδες, έως που έμαθα ότι διατέθηκε το ηλεκτρονικό βιβλίο.
Η συσκευή ανάγνωσης μου φάνηκε παντελώς ανοίκεια όταν την πρωτοείδα: ένα αλουμινένιο παραλληλόγραμμο μηχάνημα με οθόνη που θύμιζε τις παλιές των υγρών κρυστάλλων. Έμοιαζε πρωτόγονο, σαν παιδική «μαγική οθόνη». Τo έθεσα σε λειτουργία, ομολογουμένως με δυσπιστία. Οι σελίδες εμφανίστηκαν στην οθόνη μεγέθους μικρού βιβλίου, κι άρχισα να διαβάζω. Η εμπειρία ουδεμία σχέση είχε με διάβασμα βιβλίου. Κατ’ αρχάς, η οθόνη είναι σκουρόχρωμη, ώστε να μην κουράζεται το μάτι. Κατά δεύτερο λόγο, γυρίζοντας σελίδα (πατώντας το αντίστοιχο κουμπί) αποπροσανατολίστηκα: πού πήγε η προηγούμενη; Μήπως θα ξεχνούσα το περιεχόμενο όσων διάβασα επειδή δεν υπήρχε σελίδα;
Το σημαντικό είναι να μη χαθεί ο ρόλος των εκδοτών και των συγγραφέων
Τελικά, το ηλεκτρονικό μου βιβλίο έγινε ιδανική αναγνωστική συντροφιά. Συνήθισα το ψηφιακό ξεφύλλισμα, τη μουντή οθόνη, τις μικρές σελίδες, καταπολέμησα τον φόβο της λήθης του άυλου περιεχομένου των βιβλίων και αφέθηκα να διαβάζω απερίσπαστος. Μάλιστα, το ηλεκτρονικό μου βιβλίο είχε να με ανταμείψει με μια δυνατότητα που μου φάνηκε αναντικατάστατη: πατώντας με το σιδερένιο του «μολύβι» πάνω σε μια λέξη, εμφανιζόταν απευθείας στο κάτω μέρος της οθόνης το αντίστοιχο λήμμα από το λεξικό της Οξφόρδης.
Την αγάπη μου για τα βιβλία την αντικατέστησα με την αγάπη για το ένα και μοναδικό ηλεκτρονικό βιβλίο, που μου εξασφάλιζε πρόσβαση στην παγκόσμια βιβλιοθήκη της γνώσης. Η κλασική κληρονομιά της λογοτεχνίας, της ποίησης, της φιλοσοφίας είναι διαθέσιμη σε νόμιμα sites (όπως π.χ. το Gutenberg.org) και σου δίνεται η δυνατότητα να διαβάσεις ό,τι θελήσεις. Αυτήν τη δυνατότητα που μου δίνει το ηλεκτρονικό βιβλίο τη βρήκα καταπληκτική, και βίωσα ότι μιλάμε πράγματι για μια αναγνωστική και γνωστική επανάσταση.
Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται, κατά τη γνώμη μου, δεν αφορά το μέλλον της ανάγνωσης: οι άνθρωποι διαβάζουν και θα συνεχίσουν να διαβάζουν, είτε αυτό γίνεται από οθόνες ή συσκευές είτε από τυπωμένο χαρτί, και ίσως η πλάστιγγα ανάμεσα στα δύο μετακινηθεί σταδιακά υπέρ των πρώτων. Ούτε αφορά το μέλλον του βιβλίου ως προϊόντος, το οποίο –παρεμπιπτόντως– δοκιμάζεται, όπως και τα υπόλοιπα προϊόντα του λιανικού εμπορίου, λόγω της οικονομικής κρίσης. Το ερώτημα που τίθεται είναι πώς θα διασφαλίζονται η πνευματική δημιουργία και η κίνηση ιδεών σε έναν μελλοντικό, ψηφιοποιημένο κόσμο.
Το σημαντικό είναι να μη χαθεί ο ρόλος των εκδοτών και των συγγραφέων, στην περίπτωση που το σενάριο περί κυριαρχίας του ηλεκτρονικού βιβλίου στην ευρωπαϊκή αγορά περί το 2018-2019 βγει αληθινό.
Για να επιβιώσει το βιβλίο όμως, θα πρέπει οι συγγραφείς και οι εκδότες να παίξουν σωστά τον ρόλο τους στη σημερινή συγκυρία. Το βιβλίο, για να διατηρήσει μια θέση στην αγορά, ανταγωνιζόμενο τον ψηφιακό αντίπαλό του, θα πρέπει να είναι φροντισμένο, «βιβλιοφιλικό», υψηλής ποιότητας, ένα επιθυμητό αντικείμενο.
Δεύτερον, θα πρέπει οι εκδότες να σταθμίσουν ξανά ότι η έκδοση βιβλίων σημαίνει κίνηση ιδεών. Να σταματήσει (και φαίνεται πως, ένεκα της οικονομικής κρίσης, αυτό θα συμβεί) η ανεξάντλητη παραγωγή χαρτοπολτού, βιβλίων αδιάφορων, με σχεδόν παρόμοιο περιεχόμενο και εξώφυλλο, και με ημερομηνία λήξης.
Τρίτον, θα πρέπει και οι συγγραφείς (όσοι τουλάχιστον θεωρούν εαυτούς κληρονόμους μιας «παράδοσης» και ενός «ρόλου») να σταθμίσουν τι γράφουν, τι εκδίδουν και γιατί. Το εκδοτικό σύστημα σχεδόν τους «υποχρεώνει» να έχουν ένα βιβλίο στην αγορά κάθε δύο χρόνια το πολύ, και παρατηρώ πολλούς να ξαναγράφουν κατ’ ουσίαν το ίδιο βιβλίο, μόνο και μόνο για να παραμείνουν στις προτιμήσεις των αναγνωστών ή –έστω– στο ενδιαφέρον των κριτικών.
Ενδέχεται λοιπόν το ψηφιακό βιβλίο να είναι ένα όπλο του αναγνώστη, ώστε να εξυγιανθεί η αγορά του βιβλίου. Στο εξωτερικό, εδώ και χρόνια, οι τίτλοι λανσάρονται σε φθηνά paper back και, στη συνέχεια, μόνο όσοι είναι άξιοι διαχρονικότητας κυκλοφορούν με σκληρό εξώφυλλο.
Ίσως, στο μέλλον, αυτό που λέμε paper back να γίνει ψηφιακό βιβλίο, ενώ όσα βιβλία ο αναγνώστης θεωρήσει ότι αξίζει να τα έχει σπίτι του να τα αγοράζει σε ακριβές, καλαίσθητες εκδόσεις. Έτσι, το βιβλίο που αξίζει να σωθεί και να διατηρηθεί ίσως αποκτήσει και πάλι τον φετιχισμό του, αυτόν που έχει στερηθεί λόγω της σωρείας της βιβλιοπαραγωγής.
*Ο Ν. Βλαντής είναι συγγραφέας και εργάζεται για τον εκδοτικό οίκο Μαγικό Κουτί.