
Μια μέρα σαν σήμερα, 29 Μαΐου 1958, πέθανε στο Πουέρτο Ρίκο ο Ισπανός ποιητής Χουάν Ραμόν Χιμένεθ. Ήταν 77 ετών και δύο χρόνια νωρίτερα είχε τιμηθεί με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Στην κεντρική εικόνα: Πίνακας του Ισπανού ζωγράφου Joaquín Sorolla (1863-1923).
Του Λεωνίδα Καλούση
Γεννημένος τον Δεκέμβριο του 1881 στην Ανδαλουσία, ο Χιμένεθ έχει εγγραφεί στη «γενιά του 14» των Ισπανών λογοτεχνών που μεταγενέστερα εισήχθη από την λογοτεχνική κριτική με βάση τη χρονιά που κυκλοφόρησε το πρώτο σημαντικό έργο του Jose Ortega y Gasset και που θεωρείται ότι ανήκουν στο κοινωνικοπολιτκό κίνημα του «νουσαντισμού» που αναπτύχθηκε στην Καταλονία στις αρχές του 20ου αιώνα ερχόμενο σε αντιπαράθεση με τον μοντερνισμό.
Ο Χιμένεθ κινήθηκε γύρω από την λεγόμενη «καθαρή ποίηση» εμπνεόμενος από την πλατωνική φιλοσοφία αλλά και τους Γάλλους συμβολιστές, κι επιδιώκοντας το ιδανικό της τέλειας ομορφιάς, απέκοψε από την ποίησή του στοιχεία ιδεολογικά, πολιτικά ή κοινωνικά και σταθερά αναζητούσε λεπτές αποχρώσεις.
Ο Χουάν Ραμόν Χιμένεθ πήγε σχολείο σε οικοτροφείο Ιησουιτών και στη συνέχεια σπούδασε νομικά στη Σεβίλλη, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Ήταν ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας και εκδότης λογοτεχνικού περιοδικού. Το 1917 παντρεύτηκε την Zenobia Camprubí, ποιήτρια και μεταφράστρια. Μετά τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο και την επικράτηση του δικτάτορα Φράνκο, έφυγε από την Ισπανία για να ζήσει για λίγα χρόνια στην Κούβα, ενώ μετά από ένα πέρασμα από τις Ηνωμένες Πολιτείες τελικά εγκαταστάθηκε στο Πουέρτο Ρίκο, όπου έγινε καθηγητής ισπανικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Πουέρτο Ρίκο.
Γνωστότερο έργο του είναι το πεζοποίημα Ο Πλατέρο κι εγώ (μτφρ. Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη, εκδ. Καστανιώτη) που όταν πρωτοκυκλοφόρησε έφερε τον υπότιτλο «Μια ανδαλουσιανή ελεγεία». Στην ολοκληρωμένη εκδοσή του κυκλοφόρησε το 1917.
Στο σημείωμα του εκδότη διαβάζουμε για το βιβλίο:
«Έναν αιώνα και πλέον χρειάστηκε ο Πλατέρο, ο πιο διάσημος και οικουμενικός γαϊδαράκος του ισπανόφωνου κόσμου, για να φτάσει ολοκληρωμένος στην ελληνική γλώσσα. Σε τούτο το ιδιαίτερο βιβλίο "η χαρά και η στενοχώρια είναι δίδυμες αδερφές", όπως γράφει ο Χουάν Ραμόν Χιμένεθ. Ο νομπελίστας, μέσα από αυτή την πολύχρωμη ελεγεία, αποτυπώνει τη λυρική αυτοβιογραφία της νιότης του, αποθανατίζει τη γενέτειρά του, το Μογέρ, και δημιουργεί έναν παντοτινό μύθο, τον μύθο του τετράποδου και ασημόγκριζου Πλατέρο, τον μύθο ενός αγαπημένου και πιστού συντρόφου. Καθένα από τα εκατόν τριάντα οκτώ σύντομα κεφάλαια του έργου, το οποίο αποτελεί και το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα πεζοποιήματος στη μακρά ισπανική παράδοση, συνθέτει έναν ανάγλυφο πίνακα ζωγραφικής, με φόντο πάντοτε το τοπίο της Ανδαλουσίας, που το βλέπουμε να ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας, με θέματα όπως η φιλία ανάμεσα στον ποιητή και τον Πλατέρο, η ζωή στην ύπαιθρο, η αλλαγή των εποχών, η σκληρότητα των παιδιών, η ομορφιά της φύσης, ο φόβος, ο θάνατος. Ένα εμβληματικό κείμενο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, με τις περισσότερες επανεκδόσεις, μεταφράσεις και εικονογραφήσεις μετά τον Δον Κιχώτη του Θερβάντες».
Τιμήθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας «για τη λυρική του ποίηση, η οποία στην ισπανική γλώσσα αποτελεί παράδειγμα υψηλού πνεύματος και καλλιτεχνικής αγνότητας».
Στο Πούερτο Ρίκο όπου είχε εγκατασταθεί από τη δεκαετία του '40, σταδιακά δημιουργήθηκε μια παροικία Ισπανών διανοούμενων που ζούσαν εκεί σε αυτοεξορία.
Το 1956 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας «για τη λυρική του ποίηση, η οποία στην ισπανική γλώσσα αποτελεί παράδειγμα υψηλού πνεύματος και καλλιτεχνικής αγνότητας», σύμφωνα με το σκεπτικό της σουηδικής Ακαδημίας.