Του Ευθύμιου Σακκά
Ολιγογράφος και απών. Με δύο λέξεις αυτός ήταν ο Jerome David Salinger που γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη μια πρωτοχρονιά σαν σήμερα το 1919.
Κατά την διάρκεια των νεανικών του χρόνων σπουδάζει, ταξιδεύει και δοκιμάζει διάφορα επαγγέλματα αδυνατώντας όμως να κατασταλάξει κάπου, λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος. Ορόσημο αυτής της εποχής αποτελεί το 1942, όταν επιστρατεύεται και παίρνει μέρος στην απόβαση της Νορμανδίας καθώς και στη Μάχη των Αρδενών. Πολλοί συσχετίζουνε τη μετέπειτα απομόνωσή του με τις εμπειρίες που βίωσε κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Μοναδική του σταθερή απασχόληση έπειτα από αυτή τη περίοδο είναι το γράψιμο, ώσπου το 1951 ολοκληρώνει και εκδίδει το πρώτο και μοναδικό του μυθιστόρημα «Ο φύλακας στη σίκαλη», το οποίο θα παραμείνει στο νούμερο ένα των best sellers της εφημερίδας New Yorker για τριάντα εβδομάδες ενώ υπολογίζεται πως ως σήμερα έχει πουλήσει περίπου εξήντα εκατομμύρια αντίτυπα. Πρόκειται για μια επιτομή της εφηβικής αγωνίας απέναντι στη «κάλπικη» θαλπωρή που υπόσχεται ο ενήλικος κόσμος. Η ηθική κρίση που βιώνει ο δυτικός κόσμος μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο αφήνει μετέωρη και χαμένη μια ολόκληρη γενιά και ο Salinger αποτυπώνει με γλαφυρότητα το κλίμα. Ο ήρωας του βιβλίου Holden Caulfield είναι ένας από τους λίγους χαρακτήρες στο χώρο της λογοτεχνίας που κατορθώνει να επηρεάζει τόσο άμεσα και δραστικά τον αναγνώστη. Η γοητεία λοιπόν που ασκεί το θέμα σε συνδυασμό με την εκφραστική απλότητα εγκαθιστά σαν ογκόλιθο τον Salinger στο χώρο των αμερικάνικων γραμμάτων. Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη και σήμερα «ο φύλακας στη σίκαλη» αποτελεί μια από τις πρώτες επιλογές στη λίστα της διδακτέας ύλης των καθηγητών στα αμερικάνικα σχολεία και κολέγια.
Τη στιγμή λοιπόν που όλα τα φώτα στρέφονται πάνω του αυτός αποχωρεί. Αποσύρεται σ’ ένα απομονωμένο χωριό και ως το τέλος της ζωής του το να επικοινωνήσει κανείς μαζί του αποτελεί πραγματικό άθλο. Χαρακτηριστικά, δίνει μία συνέντευξη το 1953 σε μια μαθήτρια για λογαριασμό τοπικής εφημερίδας και κατόπιν ξαναμιλά στον τύπο το 1974. Όποιος τολμάει να πλησιάσει την οικία του έρχεται αντιμέτωπος με τρία θηριώδη επιθετικά σκυλιά ενώ ο ίδιος υποδέχεται τους απρόσμενους επισκέπτες του με μια καραμπίνα στο χέρι.
Η επιλογή της σιωπής αντικατοπτρίζεται ως ένα βαθμό και στο τρόπο που διαχειρίζεται στο εξής και την λογοτεχνική του πορεία. Ενδεικτική είναι η δήλωση ενός από τους μελετητές του, «ο Salinger πουλάει περισσότερο από όλους, χωρίς να πουλάει τίποτα». Ως το 1963 εκδίδει μόλις τρείς συλλογές διηγημάτων (συνολικά δεκατρία διηγήματα), ώσπου η ελπίδα των αναγνωστών του για ένα καινούργιο βιβλίο σβήνει οριστικά τις αρχές του περασμένου χρόνου μαζί με την τελευταία πνοή του συγγραφέα.
Από τα διηγήματά του γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι ο Salinger είχε στραφεί στη μελέτη του ανατολικού μυστικισμού και συγκεκριμένα των διδαχών του ζεν και του βουδισμού. Πέρα από τη θεματολογία, το γεγονός αυτό επηρέασε κατά πολύ και τον τρόπο γραφής του. Προτιμά πλέον να υπαινίσσεται, να αποσιωπά και να αφήνει την αίσθηση του ανολοκλήρωτου. Κείμενα, επομένως, απαιτητικά που δεν επιτρέπουν στον αναγνώστη να τα εγκαταλείψει μετά την πρώτη ανάγνωση αλλά τον προτρέπουνε στην αποκρυπτογράφησή τους. Ιδιαίτερα μέσα από το «Φράνυ και Ζούι» μπορεί να ανιχνεύσει κανείς πολλές πτυχές της προσωπικότητας του συγγραφέα. Η αποξένωση λοιπόν και η σιωπή του Salinger δεν ήταν μια επιδερμική επιλογή αλλά μια συνειδητή απόπειρα να επικοινωνήσει με τους αναγνώστες του στον κόσμο της σκέψης.
Στα ελληνικά έχουνε μεταφραστεί τα βιβλία του: «Ο φύλακας στη σίκαλη» Επίκουρος, «Φράνυ και Ζούι» Επίκουρος, «Ιδανική μέρα για μπανανόψαρα» Γράμματα, «Ψηλά σηκώστε τη σκεπή, μαστόροι» Γράμματα, «Εννέα ιστορίες» Καστανιώτης, «Ψηλά σηκώστε τη στέγη, ξυλουργοί / Σίμορ, συστατικά στοιχεία» Καστανιώτης.