Πάσχοντες από καρκίνο: Ήρωες, ηρωίδες, αλλά και αληθινές ιστορίες, από τη σύγχρονη ελληνική και μεταφρασμένη πεζογραφία.
Του Παναγιώτη Γούτα
Σε αρκετά βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας κάποιος ή κάποιοι ήρωες των ιστοριών νοσούν ή αφανίζονται από καρκίνο – μια πάθηση που οι παλιότεροι ή όσοι δεν αντέχουν ακόμη τον καταστροφικό της χαρακτήρα και το σημασιολογικό φορτίο της λέξης, την αποκαλούν «η επάρατος νόσος» ή «η κακιά αρρώστια». Τελείως πρόχειρα ανασύρω στη μνήμη μου τρεις μυθιστορηματικούς χαρακτήρες του Φίλιπ Ροθ – δυο γυναικείους ήρωες κι έναν ανδρικό:
† Την εικοσιτετράχρονη Κουβανή Κονσουέλα από Το ζώο που ξεψυχά (μτφρ. Γιώργος Τσακνιάς, Πόλις, 2002), που νοσεί από καρκίνο του στήθους κι εντέλει πεθαίνει, αναδεικνυόμενη σε ερωτικό πρότυπο που αποσυντονίζει τον ήρωα που είναι ερωτευμένος μαζί της. Εδώ, ο καθηγητής Ντέιβιντ Κέπες (alter ego του Ροθ), ερωτεύεται απόλυτα τη γυναίκα στην ολότητά της. Από το σφριγηλό υγιές σώμα, μέχρι το ταλαιπωρημένο από τον καρκίνο ίδιο σώμα, και τα δυο παραμένουν για κείνον αντικείμενα ηδονής. Ο Ροθ, σ’ αυτό του το βιβλίο, σκιαγραφεί ένα αρχετυπικό γυναικείο πορτρέτο που συνδυάζει τον ερωτισμό με έναν ήρεμο παιδιάστικο συναισθηματισμό – ένα μίγμα σεξουαλικότητας και παραδοσιακής κουβανέζικης απλότητας.
† Την Κροάτισσα Ντρέγκα, που πεθαίνει από καρκίνο στις ωοθήκες (Το θέατρο του Σάμπαθ, μτφρ. Ανδρέας Β. Βαχλιώτης, Πόλις, 2013) και ο παράνομος εραστής της, ο εξηνταπεντάχρονος αρθροπαθής μαριονετίστας Μίκυ Σάμπαθ, μη αποδεχόμενος τον χαμό της, αυνανίζεται πάνω στο μνήμα της – κορυφαία ερωτική σκηνή του βιβλίου, αφού η πρώην ερωμένη του τον διεγείρει ακόμη και πεθαμένη.
† Τέλος, τον Χέρμαν Ροθ, υπαρκτό πρόσωπο και όχι επινοημένο, πατέρα του Φίλιπ Ροθ, που πεθαίνει από όγκο στον εγκέφαλο, στο συγκλονιστικό, αμιγώς αυτοβιογραφικό βιβλίο Πατρική κληρονομιά (μτφρ. Τάκης Κίρκης, Πόλις, 2012) – μια ανατομή του αρχετυπικού πατρικού συμβόλου, ένα περίτεχνο, λεπτομερέστατο σκιτσάρισμα του χαρακτήρα και της προσωπικότητας του πατέρα του Ροθ, που θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει πολλούς πατεράδες ανθρώπων μέσης ηλικίας.1
Ο καρκίνος λοιπόν αφανίζει τον έρωτα; Ή μήπως ο έρωτας λειτουργεί ως αντίδοτο στον θάνατο; Και η «θεία δίκη», τι μερίδιο έχει αναφορικά με τους δύστροπους και σκληρούς ανθρώπινους χαρακτήρες, αν, φυσικά, υπάρχει και δεν είναι προϊόν μιας μαζικής μεταφυσικής υστερίας;
Οι τρεις παραπάνω περιπτώσεις καρκίνου των ηρώων του Ροθ δεν είναι διόλου τυχαίοι και οι συμβολισμοί τους εύστοχοι και διακριτοί: Σε Κονσουέλα και Ντρέγκα –δύο άκρως ερωτικές ηρωίδες– ο καρκίνος αφανίζει τις ερωτογόνες περιοχές του σώματός τους (στήθος και μήτρα, αντίστοιχα), ενώ ακόμη και ο όγκος στον εγκέφαλο, παρότι αληθινό γεγονός σε αυτοβιογραφικό βιβλίο, δένει γάντι με την απολυτότητα, την ξεροκεφαλιά και τις παγιωμένες αντιλήψεις του γερο Χέρμαν Ροθ, του δύστροπου ογδονταεξάχρονου Αμερικανοεβραίου, που φεύγοντας από τη ζωή αφήνει ως κληρονομιά στον γιο του, που τον φρόντισε και τον περιέθαλψε, τα περιττώματά του. Ο καρκίνος λοιπόν αφανίζει τον έρωτα; Ή μήπως ο έρωτας λειτουργεί ως αντίδοτο στον θάνατο; Και η «θεία δίκη», τι μερίδιο έχει αναφορικά με τους δύστροπους και σκληρούς ανθρώπινους χαρακτήρες, αν, φυσικά, υπάρχει και δεν είναι προϊόν μιας μαζικής μεταφυσικής υστερίας, στην προσπάθεια του ανθρώπου να ερμηνεύσει τα ανεξήγητα της ζωής και της φύσης;
Από την ελληνική λογοτεχνία –την όχι πρόσφατη παραγωγή–, πάλι, τελείως αυθαίρετα, θα θυμηθώ ένα διήγημα του Περικλή Σφυρίδη, το «Εις μνήμην» (Π. Σφυρίδης, Διηγήματα 1977-2002, Καστανιώτης, 2005), όπου έχουμε σε αφήγηση εκ παραλλήλου το τέλος της γελοιογράφου και φίλης του συγγραφέα, Μπίλλης Γουσίου, από καρκίνο των πνευμόνων, με μετάσταση στα οστά, και της σκυλίτσας του Σφ. Κνουλπ από καρκίνο του μαστού, μια συγκινητική ποιητική συλλογή, το Όροφος μείον ένα (Καστανιώτης, 2008), της Θεσσαλονικιάς ποιήτριας Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου, που αναφέρεται στον θάνατο του καρκινοπαθούς πατέρα της2, το ωραίο μικρό πεζό του Ντίνου Χριστιανόπουλου «Η Μαρία και η Πόπη» –δυο πόρνες, που, όταν η μία εκ των δύο παθαίνει καρκίνο, η άλλη τής συμπαραστέκεται με αυταπάρνηση μέχρι τέλους (Οι ρεμπέτες του ντουνιά, μικρά πεζά, Ιανός, 2004, τρίτη έκδοση)–, αλλά και έναν παραλίγο καρκίνο που τελικώς αποδείχτηκε μια ανώδυνη κύστη, που ταρακούνησε όμως συθέμελα την ηρωίδα ενός διηγήματος του Σωτήρη Δημητρίου, που ψηλάφησε ογκίδιο στη βάση του στήθους της (διήγημα «Η κύστη», από το βιβλίο Η βραδυπορία του καλού, Πατάκης, 2001). Και φυσικά το αφήγημα-δοκίμιο του Σταύρου Ζουμπουλάκη Η αδελφή μου (Πόλις, 2012), στο οποίο ο συγγραφέας εκθέτει την περιπέτεια υγείας της αδελφής του, Γιούλας Ζουμπουλάκη, που έχασε τη μάχη με τον καρκίνο στα εξήντα της χρόνια3.
Ο Καρκίνος του Περικλή Σφυρίδη
Στο τελευταίο μυθιστόρημα του Περικλή Σφυρίδη με τον τίτλο Καρκίνος (Εστία, 2018) ο Θεσσαλονικιός πεζογράφος ακολουθεί μια πρωτότυπη αφηγηματική τεχνική. Με το εύρημα κάποιου φανταστικού δημοσιογράφου που του παίρνει συνέντευξη αφηγείται περιστατικά καρκίνου που αντιμετώπισε στη ζωή του ως γιατρός παθολόγος-καρδιολόγος, και το πώς πέρασε η συγκεκριμένη ασθένεια στην πεζογραφία του αλλά και στη ζωή του. Η αφήγηση είναι μεστή και χειμαρρώδης. Ο Σφυρίδης, πατώντας πάντα γερά στο προσωπικό βίωμα, ξεδιπλώνει στη μνήμη του περιστατικά καρκίνων που τον χάραξαν –φίλοι, συγγενείς, ομότεχνοι, αγαπημένα πρόσωπα που χτυπήθηκαν από την ασθένεια–, ενώ ο συγγραφέας, με την ιδιότητα του γιατρού, τους παραστεκόταν στον αγώνα τους, που κάποιες στιγμές καταντούσε μαρτύριο. Συγκλονιστική η λογοτεχνική αποτύπωση του πρώτου περιστατικού καρκίνου που αντιμετώπισε το 1961 ως ειδικευόμενος γιατρός στο, άλλοτε, Λαϊκό νοσοκομείο Θεσσαλονίκης – μια πρωτοετής φοιτήτρια της Φιλοσοφικής, «με γαλανά μάτια και ξανθά πλούσια μαλλιά που χύνονταν ανέμελα στους σμιλεμένους ώμους της», που θύμισε στον συγγραφέα Καρυάτιδα. Οι τύψεις για τη συμπεριφορά του μετά τον θάνατό της που αλλοίωσαν τρόπον τινά την αισθητική αρτιότητα της μορφής της, έκαναν αυτό το παραχωμένο στη συνείδηση του συγγραφέα περιστατικό να βγει στην επιφάνεια για να ανακουφιστεί κάπως ο ίδιος, αφηγούμενός το, χρόνια μετά.
Ο Σφυρίδης έχοντας στην πλάτη του την εμπειρία πολλών καρκίνων πελατών του ως γιατρός, έχοντας ως σκευή την ανθρωπιά του και τα ιατρικά του διηγήματα (και μυθιστορήματα), αλλά έχοντας δοκιμαστεί κι απ’ τον χαμό της ίδιας της γυναίκας του από την ειδεχθή ασθένεια, σαρκάζει στο τέλος τον θεσμό και τη σύμβαση της οικογένειας.
Και το γαϊτανάκι των περιστατικών καρκίνου στο βιβλίο συνεχίζεται: Η καρκινοπαθής ηρωίδα του διηγήματος «Το πάρτι» που αντιδρά αλλοπρόσαλλα μα κατά βάση σοφά, η περιπέτεια της υγείας του πανεπιστημιακού, φίλου του συγγραφέα, Πάνου Μουλλά, που κούραρε και στήριξε ο Σφυρίδης μέχρι τα υστερνά του (περιστατικό καρκίνου του παγκρέατος), ο κουμπάρος του συγγραφέα που πεθαίνει από την ίδια πάθηση το 2003, ο πατέρας του συγγραφέα, η γυναίκα του και εικαστικός-ζωγράφος Φρίντα Σφυρίδη που πεθαίνει από καρκίνο στις ωοθήκες τον Φεβρουάριο του 2016, αλλά κι άλλες εμβόλιμες περιπτώσεις γνωστών ή φίλων, μαζί με εγκιβωτισμένα παλιότερα αφηγήματα του συγγραφέα, συνιστούν άτυπα μέρη μιας ενιαίας και αδιαίρετης αφήγησης, που κορυφώνεται –όπως συμβαίνει και στο μυθιστόρημά του Μεταμόσχευση νεφρού– με τις επιπτώσεις που είχαν τα παραπάνω περιστατικά –εν προκειμένω, ως απόληξη, αυτό της γυναίκας του– στον οικογενειακό του περίγυρο και στον ίδιον προσωπικά. Όπως τα ήσυχα νερά μιας λίμνης ταράσσονται από το χτύπημα μιας πέτρας δημιουργώντας ομόκεντρους κύκλους που όλο και απλώνονται στην επιφάνεια, έτσι και ο καρκίνος κλονίζει περιοδικά την οικογενειακή και προσωπική γαλήνη του συγγραφέα, ιδιαίτερα με κλυδωνισμούς στη σχέση του με τον έναν γιο του, ο οποίος, αρκετά καθυστερημένα στη ζωή του, αποφασίζει να κάνει τη δική του «πατροκτονία» καταθλίβοντας τον αφηγητή. Ο Σφυρίδης έχοντας στην πλάτη του την εμπειρία πολλών καρκίνων πελατών του ως γιατρός, έχοντας ως σκευή την ανθρωπιά του και τα ιατρικά του διηγήματα (και μυθιστορήματα), αλλά έχοντας δοκιμαστεί κι απ’ τον χαμό της ίδιας της γυναίκας του από την ειδεχθή ασθένεια, σαρκάζει στο τέλος τον θεσμό και τη σύμβαση της οικογένειας, κλείνοντας το μυθιστόρημά του με την καυστική, σχεδόν βιτριολική, φράση που του είπε κάποτε ο γραφίστας, τυπογράφος και ποιητής Κάρολος Τσίζεκ, φίλος του κι αυτός, που ήταν η παρακάτω: «Κάνεις λάθος» απάντησε (υπονοείται ο Τσίζεκ). «Η οικογένεια είναι καλή και χρήσιμη. Ξέρεις γιατί; Διότι μας απαλλάσσει από το άγχος του θανάτου. Τον θεωρούμε λύτρωση».
Το χρονικό ενός καρκίνου, γραμμένο εν θερμώ
Η πεζογράφος Σοφία Νικολαΐδου συνήθως γράφει επινοημένα βιβλία (διηγήματα ή μυθιστορήματα), όπου η δημιουργική φαντασία αλλά και η ιστορικού ή δημοσιογραφικού τύπου έρευνα δεσπόζουν στις σελίδες τους. Ωστόσο, όταν αποφάσισε να καταγράψει την περιπέτεια της υγείας της –διαγνώστηκε με καρκίνο του μαστού τον Σεπτέμβρη του 2014 και ακολούθησε μαστεκτομή και χημειοθεραπεία– ακολούθησε το πιο άμεσο, ευθύ και αποκαλυπτικό αφηγηματικό στιλ γραφής, εκείνο της πρωτοπρόσωπης, ειλικρινούς εξομολόγησης, εν είδη ημερολογίου. Όπως και η ίδια επισημαίνει σε σημείωση της στο τέλος του βιβλίου της Καλά και σήμερα (Μεταίχμιο, 2015): «Ήταν ο τρόπος μου να τα βγάλω πέρα: Να γράφω και να φωτογραφίζω την πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει πως τα πάντα καταγράφηκαν ωμά, χωρίς επεξεργασία. Για μένα αυτός ήταν ο μόνος τρόπος».
Η αποτύπωση της περιπέτειας της υγείας της Νικολαΐδου είναι καθηλωτική. Το χρονικό της διάγνωσης, η πορεία της θεραπείας, οι γιατροί και οι επεμβάσεις, οι στενοί φίλοι που της συμπαραστάθηκαν ποικιλοτρόπως, τα δικά της συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα, ο τρόμος αρκετών γνωστών και η επίπλαστη, δήθεν καλοσύνη τους, ο πιστός της σύντροφος Σάκης, το παιδί τους, ο Γιάννης, που κι αυτός κλονίζεται από το συμβάν, η αγάπη των μαθητών της και οι εκδηλώσεις αγάπης προς το πρόσωπο της καθηγήτριάς τους, όλα περικλείονται περίτεχνα στις 340 σελίδες του βιβλίου. Το κέρδος αυτής της αφήγησης: Η συγγραφέας βγαίνει από τη δοκιμασία της πιο δυνατή και πιο σοφή (πιο ανεκτική, καλύτερα, απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις), ενώ η ίδια αποτελεί, πλέον, σημείο αναφοράς και για άλλες περιπτώσεις καρκινοπαθών γυναικών που περνούν τα ίδια που πέρασε και η συγγραφέας.
Γράφοντας ξόρκισε το κακό και βγήκε νικήτρια στη μάχη της με τον καρκίνο.
Κι εδώ –όπως και στην περίπτωση της αφήγησης του Σφυρίδη– ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποτελεί ο περίγυρος και οι αντιδράσεις του, οι επιπτώσεις της ασθένειας σε τρίτους, αλλά, κυρίως, η αντιμετώπιση και η άμυνα της συγγραφέως απέναντι στην ασθένεια δια της γραφής. Γράφοντας ξόρκισε το κακό και βγήκε νικήτρια στη μάχη της με τον καρκίνο. Αντιγράφω από τη σελίδα 58 του βιβλίου: «Η αρρώστια πετάει στα σκουπίδια τα βαρίδια, τους καθωσπρεπισμούς και τα ψέματα. Είσαι εσύ, χωρίς την πανοπλία: σάρκα, κόκαλα, μυαλό κι αισθήσεις καθαρές. Αυτό βλέπουν και εμπιστεύονται οι άλλοι άνθρωποι. Πονάς, άρα ξέρεις. Μπορείς να ακούσεις και να το βουλώσεις, αν πρέπει. Μπορείς να καταλάβεις, γιατί τις έφαγες τις μπάτσες σου. Είσαι παθών. Οι πληγές σου είναι ορατές. Τις φέρεις σαν κόσμημα. Αυτές σε κάνουν πιο ανθρώπινο και, ίσως, τελικά αυτό να είναι το ζητούμενο».
Καρκίνος και μητρική αγάπη
Τον Αμερικανό συγγραφέα Ρίτσαρντ Φορντ τον γνωρίζουμε καλά από τις μεγάλες αφηγήσεις του –μεγάλες και σε όγκο σελίδων και σε σπουδαιότητα– ιδίως από τα μυθιστορήματά του Ημέρα ανεξαρτησίας, Καναδάς και Ο αθλητικογράφος. Εντάσσεται συγγραφικά στο ρεύμα του βρόμικου ρεαλισμού, υπό την έννοια ότι σε όλα του τα βιβλία θα βρούμε περιπλάνηση, αντιήρωες, ατέλειωτες διαδρομές με αυτοκίνητα σε λεωφοριοδρόμους κυρίως του αμερικάνικου νότου, όλο αυτό δηλαδή που αποκαλούμε «λογοτεχνία του δρόμου». Φυσικά όλα αυτά είναι ένα περίβλημα, ένα προκάλυμμα, αφού στον πυρήνα της θεματογραφίας του δεσπόζει η πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Οι δύο πρόσφατα δημοσιευμένες από τις εκδόσεις Πατάκη νουβέλες του, υπό τον τίτλο Μεταξύ τους (2018), παρότι απόλυτα αυτοβιογραφικές αναφέρονται στην εικόνα που έχει σχηματίσει ο ίδιος για τους γονείς του – δύο δυνατά πορτρέτα της μάνας και του πατέρα του Φορντ, που γράφτηκαν σε απόσταση τριάντα χρόνων το ένα από τα άλλο. Η κορύφωση και των δύο νουβελών (η μία λειτουργεί συμπληρωματικά της άλλης) έρχεται με τις παθήσεις των γονιών του, που είναι καθοριστικές. Ο πατέρας του –εκείνος ο σωματώδης άντρας με το απλωμένο ιρλανδικό χείλι και την καθημερινή απουσία του λόγω υποχρεώσεων στη δουλειά του– πεθαίνει από ανακοπή τον Φεβρουάριο του 1960, όταν ο συγγραφέας ήταν μόλις 16 ετών. Η προσπάθεια του έφηβου μοναχογιού να τον επαναφέρει στη ζωή με χτυπήματα στο στέρνο και φύσημα αέρα στο στόμα του αποδεικνύεται ανεπιτυχής, και όλο αυτό το φορτίο της αποτυχίας το κουβαλά ο Φορντ επί μακρόν. Ίσως, όπως και στην περίπτωση του Σφυρίδη με εκείνον τον πρώτο καρκίνο της ωραίας φοιτήτριας της Φιλοσοφικής που του έλαχε, να λυτρώθηκε αναπολώντας το περιστατικό ύστερα από αρκετά χρόνια.
Μάνα και γιος πλησιάζουν περισσότερο μεταξύ τους, εκείνη φιλοξενείται στο σπίτι του, κάνουν μακρινές βόλτες με το αυτοκίνητο σε διάφορες πολιτείες των Η.Π.Α., γνωρίζονται καλύτερα και ουσιαστικότερα. Ο καρκίνος τούς ένωσε, επαναπροσδιορίζοντας τα συναισθήματα του ενός προς τον άλλον.
Η διάγνωση της μητέρας του με καρκίνο στο στήθος, χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα του, κάνει τον συγγραφέα ν’ αλλάξει στάση και συμπεριφορά απέναντι στη μητέρα του – οι σχέσεις μάνας και γιου ήταν έως τότε αρκετά απόμακρες και τυπικές. Μάνα και γιος πλησιάζουν περισσότερο μεταξύ τους, εκείνη φιλοξενείται στο σπίτι του, κάνουν μακρινές βόλτες με το αυτοκίνητο σε διάφορες πολιτείες των Η.Π.Α., γνωρίζονται καλύτερα και ουσιαστικότερα. Ο καρκίνος τούς ένωσε, επαναπροσδιορίζοντας τα συναισθήματα του ενός προς τον άλλον. Ακόμη και η σιωπή τους και η ηρεμία τους εμπεριέχουν πλέον ανοχή, κατανόηση, ενσυναίσθηση. Ο καρκίνος της μάνας διήρκεσε επτά χρόνια μέχρι να φύγει από τη ζωή. Και ο γιος συνειδητοποιεί βαθιά όλο αυτό το διάστημα πως «Ακόμα και μέσα στον ίδιο τον θάνατο υπάρχει ζωή που πρέπει να διανυθεί μέχρι τέλους» (σελ. 156). Δυο τρυφερές, καθόλου ωραιοποιημένες, ανθρώπινες νουβέλες του Ρίτσαρντ Φορντ, φόρος τιμής στη μνήμη των γονιών του, που, παρά τη σύντομη έκτασή τους και το έντονα προσωπικό τους στοιχείο, πετυχαίνουν μια εντυπωσιακή και συμπυκνωμένη αποτύπωση της αμερικανικής κοινωνίας στα μέσα του 20ου αιώνα.
Ξεχώρισα τα παραπάνω τρία βιβλία για την ευθύτητα και την αμεσότητα με τα οποία οι συγγραφείς τους αντιμετωπίζουν το θέμα «καρκίνος». Η ανάγνωση των παραπάνω αφηγήσεων μάς εξανθρωπίζει και μας χαλυβδώνει. Μας προτρέπει να επικεντρωθούμε στα σοβαρά και στα ουσιώδη της ζωής, απομακρύνοντάς μας από τα φτηνά, τα τετριμμένα και τα επουσιώδη. Μας οξύνει την ενσυναίσθηση και την ανοχή. Και, κυρίως, μας μαθαίνει τον τρόπο να κοιτάμε το θηρίο κατάματα, λέγοντας ευθαρσώς τον καρκίνο με το όνομά του.
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Τελευταίο βιβλίο του, οι νουβέλες «Μποέμ και Ρικάρντο» (εκδ. Κέδρος).
→ Στην κεντρική εικόνα φωτογραφία της © Olivia Gear.
1. Παναγιώτης Γούτας, Φίλιπ Ροθ: Έργα και ημέρες, πρόσωπα και προσωπεία, bookpress.gr, Ιούνιος 2018