Του Γιάννη Λειβαδά
Επανέρχομαι στην περίπτωση του Ουίλιαμ Γκάντις[1] και των Αναγνωρίσεων, εφόσον ο συγγραφέας και το έργο επιβάλλουν την επιστροφή, καθότι στη μοναδικότητα και των δύο είχε συλληφθεί ο προσδιοριστικός διασκελισμός του λογοτεχνικού επέκεινα, μέσα στο οποίο εξακολουθούν οι τωρινές, και ίσως ένα μεγάλο μέρος από τις ερχόμενες, διαμορφώσεις.
Οι Αναγνωρίσεις, έργο απαράμιλλο και αδευτέρωτο για την εποχή του (δεκαετία του 1950) και για την εποχή που γράφεται αυτό το δοκίμιο. Η απουσία κριτικής η οποία συμπεριέλαβε και τις όχι λίγες αρνητικές κριτικές που δέχτηκε το βιβλίο, ήταν κάτι το οποίο αν δεν χαρακτηριστεί εύλογα ως αναμενόμενο, ήταν τουλάχιστον εξισορροπητικό∙ οι Αναγνωρίσεις θα μπορούσαν να είχαν διαφορετική κριτική υποδοχή μόνον στην περίπτωση που θα αποτελούσαν άλλο βιβλίο, πόνημα άλλου συγγραφέα.
Ένα λογοτεχνικό έργο του οποίου ακόμη και το απόξεσμα της εννοιοποίησής του είχε ξεπεράσει τα όρια της συγκριτικής και της ερμηνευτικής του μοντερνισμού, και επιπλέον δημιουργούσε κατάρρευση στις αιτιοκρατικές θεωρήσεις που εισηγήθηκαν τον μεταμοντερνισμό – δεν θα μπορούσε να δεχθεί άλλη αντιμετώπιση.
Ένα λογοτεχνικό έργο του οποίου ακόμη και το απόξεσμα της εννοιοποίησής του είχε ξεπεράσει τα όρια της συγκριτικής και της ερμηνευτικής του μοντερνισμού, και επιπλέον δημιουργούσε κατάρρευση στις αιτιοκρατικές θεωρήσεις που εισηγήθηκαν τον μεταμοντερνισμό – δεν θα μπορούσε να δεχθεί άλλη αντιμετώπιση. Το αυτό εντός του: την επικείμενη αρνητική κριτική υποδοχή, ο Γκάντις την είχε προβλέψει και με σατιρικό τρόπο περιγράψει προς το τέλος του βιβλίου.
Στις μαινάδες της κριτικής, δεν είχε απομείνει παρά μία λοξή εξεταστική πρεμούρα για να αποκρύψουν έστω ένα μέρος από τη συντριβή τους, να προβούν σε βεβιασμένη και ατυχή «σύγκριση» του έργου με κείμενα του Τζόις, του Ζιντ κ.α. – το έργο έπρεπε να υποβιβαστεί σύμφωνα με την απόκλισή του από την επιβεβαίωση των σπλάχνων και του κορμού της καθεστηκυίας κριτικής, δηλαδή της μόνης αναγνωρισμένης κριτικής. Διότι μια άλλη κριτική, εκείνη της διαχρονίας της τέχνης του λόγου, που δεν έπαιζε ρόλους και η ανάδειξή της στα λογοτεχνικά μέσα ήταν αδιανόητη, είχε εγκαίρως τοποθετήσει το έργο στη θέση που, με καθυστέρηση δεκαετιών, τοποθετήθηκε εκ των υστέρων∙ με όρους μάλλον απολογητικούς, αποζημιωτικούς, παρά αισθητικούς και αδιάσειστους.
Οι Αναγνωρίσεις, πέραν του ότι αποτέλεσαν εδραιωτική λίθο του μεταμοντερνισμού, ήταν το πρώτο πεζογράφημα που καταπιάστηκε μακροτενώς με τη φύση και την αξιολόγηση της πρωτοτυπίας, καταμεσής μίας παγκόσμιας πολιτισμικής διάστασης η οποία στηριζόταν σε αντίγραφα, simulacra – με βάρος λόγου που αφορά επίσης την παρούσα εποχή, αφού τα στηρίγματα εξακολουθούν να είναι τέτοια.
Ετούτη η συμβατότητα, καθιερωμένη πια ως ηθικό και λογοτεχνικό θέσφατο, γιγαντωμένη λόγω της δημιουργικής αδυναμίας που χαρακτηρίζει εν γένει τα simulacra που καταναλώνονται, κανονιστικά και κατεστημένα πλέον, ως λογοτεχνία∙ εμφωλεύει επιτυχημένα σε μεγάλο μέρος της μεταμοντερνικότητας, το οποίο δεν διαθέτει αυτονομία και πρωτοτυπία – εφόσον το μικρό, πολύ μικρό, εκείνο κομμάτι της μεταμοντερνικότητας που έχει ξεπεράσει με όρους επινόησης και ιδιοσυγκρασίας το δικαίωμα της «λογοτεχνικής ιδιοκτησίας», δεν εξαρτάται από την τυπική και διαδεδομένη μεταμοντέρνα χωλότητα, μα ούτε και συγχέεται μαζί της: «ο μεγαλοφυής, δεν κλέβει, κατακτά∙ την επαρχία που κάνει δική του την προσαρτά στην αυτοκρατορία του», όπως είχε δηλώσει κάποτε ο Δουμάς.
Στα λεγόμενα «εγκυκλοπαιδικά» πεζογραφήματα, και δη στα (πραγματικά) μεταμοντέρνα, στα οποία ανήκουν οι Αναγνωρίσεις –όπου οι τέχνες, οι επιστήμες, η Ιστορία η φιλοσοφία και οι θρησκείες συνθέτουν ένα λογοτεχνικό ανάπτυγμα– ο αναγνώστης δεν έχει την πολυτέλεια να επιβάλλει στο έργο μία καθοδηγητική, αναγνωστική οργάνωση ώστε να αντλήσει κατά τον γνωστό τρόπο μια ποθητή ερμηνεία. Ο αναγνώστης δεν έχει άλλη επιλογή από την ωριμότητα μιας πλήρους, εντούτοις δημιουργικής, υποταγής στο κείμενο, κατά την οποία μεταμορφώνεται στο μέσο, το οποίο σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ήταν το βιβλίο, το κείμενο, και όχι εκείνος.
Ο Γκάντις δεν ενδιαφερόταν τόσο για το πώς θα διαβαστεί το βιβλίο, αλλά για το τι θα διαβαστεί μέσα σ’ αυτό – μολονότι ο τρόπος είναι ο δρόμος, ένας δρόμος χωρίς τέλος, και το περιεχόμενό του, ο λόγος του, που βρίσκεται μέσα σ’ αυτόν, δεν αποτελεί καταληκτικό γεγονός, πυρήνα κάποιων συγκλίσεων. Για παράδειγμα, ο υποτιθέμενος κεντρικός ήρωας, παύει πολύ σύντομα να είναι, και ενορχηστρώνεται μέσα στη ροή όντας τίποτε παραπάνω από ένα στοιχειακό προσάρτημα∙ εξαφανίζεται, επανεμφανίζεται και μετονομάζεται.
Ο Γκάντις θραύει τη ροή, τη συνοχή, ορισμένες φορές μιμείται τους καθημερινούς προβληματικούς, μη εστιασμένους διαλόγους – χρησιμοποιεί διάφορες γλώσσες, επηρεάζει ακόμη και τους συλλαβισμούς, παραμορφώνει τη σύνταξη, τις λέξεις.
Ο αναγνώστης καταναλώνεται από το κείμενο, υποχρεώνεται σε ένα επίπεδο βαθύτερης συμμετοχής, ώστε να συνειδητοποιήσει πως τα υπάρχοντα κάθε σελίδας, κάθε κεφαλαίου, είναι πράγματι λογοτεχνικά μόνον εφόσον αμφισβητούνται αδιάκοπα – με όρους ανάγνωσης, διόλου με όρους υποκειμενικοποίησης, νοηματοθηρίας.
Οι διάλογοι μέσα στο βιβλίο είναι και δεν είναι καίριοι, ορισμένες φορές δεν είναι καν χρήσιμοι, οι χαρακτήρες αδυνατούν να ολοκληρώσουν εκείνο που θέλουν να πουν. Ο Γκάντις θραύει τη ροή, τη συνοχή, ορισμένες φορές μιμείται τους καθημερινούς προβληματικούς, μη εστιασμένους διαλόγους – χρησιμοποιεί διάφορες γλώσσες, επηρεάζει ακόμη και τους συλλαβισμούς, παραμορφώνει τη σύνταξη, τις λέξεις.
Πλοκή δεν προσφέρεται. Στις Αναγνωρίσεις διερευνάται το αν και πώς είναι δυνατό να δημιουργήσει κανείς αυθεντική, πρωτότυπη τέχνη – δηλαδή και ζωή. Ο Γκάντις όμως δεν παρουσιάζει τη δική του γνώμη, δεν υποστηρίζει τη δική του αίσθηση, ούτε διεξάγει κάποια προσωπική ή μη-προσωπική διατύπωση. Ο συγγραφέας είναι σπάνιος, ασυνήθιστος, μόνο μια γνησιότητα, μία πρωτοτυπία προσφέρει.
* Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣ είναι ποιητής.
[1] Tο πρώτο κείμενο, «Επαναπροσδιορισμοί των "Αναγνωρίσεων" του Ουίλιαμ Γκάντις» γράφτηκε το 2014 και δημοσιεύθηκε στις 17 Νοεμβρίου του 2016, στο περιοδικό Literature.