Της Εύας Στάμου*
Τον χειμώνα του 2004 είχα την ευκαιρία να μείνω για μεγάλο διάστημα στο Βερολίνο. Κάνοντας έρευνα για το μυθιστόρημά μου Ντεκαφεϊνέ, που κυκλοφόρησε έναν χρόνο αργότερα, και πλάθοντας τα βήματα της εβραίας ηρωίδας του, επισκέφθηκα μεταξύ άλλων το Ράβενσμπρικ, ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Φύρστενμπεργκ, βόρεια του Βερολίνου.
Αυτό που διαφοροποιεί το Ράβενσμπρικ από τα υπόλοιπα στρατόπεδα είναι πρώτον ότι εκεί συγκεντρώνονταν κι οδηγούνταν στο θάνατο μόνο γυναίκες, και δεύτερον ότι λειτούργησε καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου ως στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας υπό την επίβλεψη βιομηχανιών όπως η Siemens.
Οι κρατούμενες του Ράβενσμπρικ προέρχονταν από όλες σχεδόν τις Ευρωπαϊκές χώρες και φυσικά από την Ελλάδα. Πολλές από τις γυναίκες, ανάμεσά τους και αρκετές Βερολινέζες, βρίσκονταν εκεί λόγω της πολιτικής δράσης τους, ή απλά επειδή η συμπεριφορά τους παρέκλινε από τον Ναζιστικό κανόνα. Άλλωστε αυτό που προσπαθεί να εξουδετερώσει ο φασισμός είναι η κάθε είδους διαφορετικότητα: εβραίες, τσιγγάνες από την ανατολική Ευρώπη, γυναίκες με αριστερή δράση, ομοφυλόφιλες, καθολικές καλόγριες που μετείχαν στην αντίσταση, συγγραφείς και καλλιτέχνιδες, οδηγούνταν καθημερινά στο στρατόπεδο από την Πολωνία, τη Ρουμανία, την Αλβανία, τη Βουλγαρία, την Ελλάδα, την Ουγγαρία, την Ιταλία και τη Ρωσία με σκοπό να χρησιμοποιηθούν ως εργατικό δυναμικό κατασκευής πολεμοφοδίων. Οι περισσότερες πέθαιναν τους επόμενους μήνες από την εξάντληση, την πείνα, το κρύο και την έλλειψη φαρμακευτικής περίθαλψης.
Το στρατόπεδο λειτουργεί σήμερα ως μουσείο. Οι αίθουσές του φιλοξενούν ενθύμια όπως φωτογραφίες, πιστοποιητικά θανάτου, γράμματα και αντικείμενα που ανήκαν στις χιλιάδες γυναίκες που πέρασαν από κει: μισολιωμένα παπούτσια, φθαρμένες στολές και ρούχα, χτενάκια, βραχιόλια, μενταγιόν, ανάμεσά τους δεκάδες σταυρουδάκια κι αστέρια του Δαυίδ, βιβλία, τετράδια με ζωγραφιές και σελίδες ημερολογίου. Τα κελιά του στρατοπέδου έχουν μετατραπεί σε χώρους έκθεσης φωτογραφιών και αρχείων με τα ονόματα γυναικών. Το δωμάτιο προς τιμή των Ελληνίδων κρατουμένων, ωστόσο, έχει απλώς λιγοστά αντικείμενα που βρέθηκαν στο στρατόπεδο κι ένα μοντέρνο γλυπτό που αναπαριστά μια παλλόμενη καρδιά που τη διαπερνούν σίδερα. Δυστυχώς δεν υπάρχει ούτε μία φωτογραφία, ούτε ένα όνομα - καμία απολύτως πληροφορία για τα θύματα από τη χώρα μας. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που δεν φρόντισε να παρουσιάσει στοιχεία για τις γυναίκες που κρατήθηκαν στο Ράβενσμπρικ.
Τα μνημεία και τα γλυπτά συμβολίζουν γεγονότα που αξίζει να θυμόμαστε αλλά δεν καταφέρνουν απαραίτητα να ξυπνήσουν μέσα μας το συναίσθημα ή να αφυπνίσουν τους συλλογισμούς που θα έπρεπε να συνοδεύουν τις μνήμες μας. Η ύπαρξη εγγράφων και φωτογραφιών είναι ιδιαίτερα σημαντική τόσο από ψυχολογική όσο κι από πολιτική άποψη. Τα θύματα κάθε σκληρότητας κι αδικίας πρέπει για τους μεταγενέστερους να έχουν όνομα και πρόσωπο. Οι άνθρωποι που χάθηκαν στα στρατόπεδα δεν είναι μία άμορφη μάζα, ένας αριθμός, ή μια ιδέα, αλλά συγκεκριμένα άτομα με ονόματα, χαρακτηριστικά, συνήθειες, συναισθήματα, εμπειρίες, σχέδια κι ελπίδες για το μέλλον. Η έλλειψη στοιχείων και φωτογραφιών τούς μετατρέπει στο μυαλό και του πιο ευαίσθητου αποδέκτη σε μια ομάδα χωρίς χαρακτηριστικά, εμποδίζοντάς τον να ταυτιστεί συναισθηματικά μαζί τους.
Για τον λόγο αυτό πιστεύω ότι το διάσημο Εβραϊκό Μουσείο του Βερολίνου, επέλεξε να μην δώσει έμφαση σε αριθμούς, ημερομηνίες και γεγονότα αλλά να παρουσιάσει στις αίθουσές του τα προσωπικά αντικείμενα από τις οικίες εβραϊκών οικογενειών που δολοφονήθηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα. Η επίπλωση των δωματίων, οι πίνακες, τα διακοσμητικά, οι δίσκοι και τα βιβλία, τα κουζινικά σκεύη, τα ρούχα, τα κοσμήματα, τα εργαλεία καλλωπισμού, κι εκατοντάδες άλλα αγαπημένα μικροαντικείμενα ανασυνθέτουν για τα μάτια των επισκεπτών την καθημερινότητα και την κανονικότητα των ζωών που χάθηκαν βίαια κι άδικα, με τρόπο που να διεγείρει την ικανότητα της ενσυναίσθησης και της ταύτισης με τα θύματα.
Τα τραύματα του παρελθόντος επουλώνονται μέσα από τη διαδικασία της ανάλυσης και της συζήτησης που οδηγεί στην περισυλλογή, και όχι με την απλή υιοθέτηση της μετάθεσης, της άρνησης, και της σιωπής. Η αποδοχή της αλήθειας, όσο περίπλοκη κι επώδυνη κι αν είναι, καθώς και η αναγνώριση του ρόλου που ο καθένας έπαιξε στην εκάστοτε ιστορική περίσταση, οδηγεί στην σταδιακή επούλωση των πληγών και στην χειραφέτηση των θυμάτων, στην ωρίμανση μιας ολόκληρης κοινωνίας. Η ιστορική συνείδηση που επιτυγχάνεται ως έναν βαθμό μέσω της άνευ προκαταλήψεων αντίληψης των γεγονότων του παρελθόντος αποτελεί σημαντικό στοιχείο της προσωπικής και της εθνικής ταυτότητας. Αν δεν κατανοήσουμε και δεν αποδεχτούμε το παρελθόν μας με τρόπο ειλικρινή και ουσιαστικό δεν θα καταφέρουμε ποτέ να δημιουργήσουμε μια σαφή εικόνα για το ποιοι είμαστε στο παρόν και για το πώς θέλουμε να εξελιχθούμε στο μέλλον. Θα παραμείνουμε αντίθετα στην επιφάνεια των πραγμάτων, δέσμιοι βολικών κατηγοριοποιήσεων για το ποιοι είναι οι «καλοί», οι «κακοί», ή οι «αθώοι».
* Με αφορμή την 27η Ιανουαρίου, επέτειο του ΟΗΕ για τα θύματα της "τελικής λύσης".