Η 8η Μαρτίου καθιερώθηκε το 1975 από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών ως η «Διεθνής μέρα εορτασμού των επιτευγμάτων των γυναικών» άσχετα από φυλετικούς, οικονομικούς, πολιτιστικούς ή γλωσσικούς διαχωρισμούς. Σκοπός της θεσμοθέτησης ήταν να συμβάλει στην ισότητα μεταξύ των δύο φύλων.
Της Εύας Στάμου
Εξίσου σημαντική όμως είναι, κατά την άποψή μου, και η ισότητα ανάμεσα στις γυναίκες. Η απουσία λοιπόν οποιασδήποτε διάκρισης μεταξύ διαφορετικών ομάδων γυναικών μπορεί να κρύβει μια παγίδα που αντί να προάγει την ισότητα, αναδεικνύει συγκεκριμένες κοινωνικές και οικονομικές κατηγορίες, αγνοώντας την ίδια στιγμή τις πιο ευάλωτες ομάδες που έχουν πραγματική ανάγκη (κρατικής) προστασίας και (οικονομικής) υποστήριξης.
Για ποιες γυναίκες μιλάμε όταν αναφερόμαστε στις γυναίκες που είθισται να γιορτάζουν την 8η Μαρτίου; Ποιες κατηγορίες γυναικών αφορά στις μέρες μας η Γιορτή της Γυναίκας; Η ανάγκη διαφοροποίησης είναι επιτακτική.
Μιλώντας για τα δύο άκρα του κοινωνικού φάσματος, στο ένα έχουμε γυναίκες της μεσαίας και της ανώτερης τάξης που μοιράζονται -στις Δυτικές κοινωνίες- την πολιτική και οικονομική εξουσία με τους άνδρες, ενώ στο άλλο άκρο συναντάμε τις εκατομμύρια ανά τον κόσμο εργαζόμενες της βιομηχανίας του σεξ. Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους τοποθετούνται οι μητέρες που μεγαλώνουν στο σπίτι τα παιδιά τους, οι υπάλληλοι, οι φοιτήτριες, οι εργάτριες του ελάχιστου ημερομισθίου, οι "αόρατες" μουσουλμάνες των αστικών κέντρων των οποίων κάθε επαφή με τον έξω κόσμο μεσολαβείται από τον σύζυγο ή τον κηδεμόνα, οι μετανάστριες από την ανατολική Ευρώπη που δουλεύουν ανασφάλιστες στα σπίτια ή τους αγρούς για ένα πιάτο φαΐ, οι τσιγγάνες που επαιτούν στα φανάρια.
Οι γυναίκες που διαφημίζουν το κορμί τους προς πώληση σε περιοδικά, εφημερίδες και τηλεοπτικά κανάλια -σαν οποιοδήποτε άλλο προϊόν- είναι ένα φαινόμενο που έχει πάψει να μας σοκάρει ή να μας προβληματίζει σαν κοινωνία, αφού θεωρούμε πλέον την κατάσταση αυτή φυσική. Συνέπεια αυτής της λογικής είναι η αποδυνάμωση του κινήματος κατά της σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Όσο ο ακτιβισμός ενάντια στη σεξουαλική εκμετάλλευση αποδυναμώνεται, τόσο η οικονομικά επικερδής και σε πολλές περιπτώσεις νομιμοποιημένη βιομηχανία του σεξ εδραιώνεται, με αποτέλεσμα σε ορισμένα κράτη, όπως στο κατά τα λοιπά «πολιτικά ορθό» σύστημα της Ολλανδίας, να συνεισφέρει αδρά στο εθνικό εισόδημα (5.2% του ΑΕΠ). Με τον τρόπο αυτό, οι πιο φτωχές και κοινωνικά παραγκωνισμένες γυναίκες στηρίζουν την εθνική οικονομία τής χώρας στην οποία ζουν.
Η δύναμη της εικόνας είναι μεγάλη. Πόσοι από μας μπορούν να ισχυριστούν ότι δεν έχουν δει ποτέ ταινίες πορνό ή δεν έχουν αγοράσει περιοδικά με σχετικό περιεχόμενο προάγοντας με τον τρόπο αυτό την εκμετάλλευση των γυναικών στη βιομηχανία του σεξ; Συχνά παραβλέπουμε ότι στις ποικίλες μορφές της –στριπ κλαμπς, διαδικτυακή πορνογραφία, πορνεία- είναι μία βιομηχανία ιδιαίτερα επικερδής, της οποίας τα κέρδη δεν πηγαίνουν στους βασικούς εργάτες της, αλλά στους κάθε είδους μεσάζοντες: προαγωγούς, παραγωγούς ταινιών, ιδιοκτήτες οίκων ανοχής, ξενοδόχους, traffickers. Οι «εξωτικές χορεύτριες», τα κορίτσια μπροστά στις "live cams" και η παραγγελία νύφης από το εξωτερικό (mail-order bride) είναι διαφορετικές εκφράσεις του ίδιου πράγματος, δηλαδή αγοραπωλησίες που στηρίζονται στο γνωστό σχήμα: λευκός, εύπορος άνδρας εκμεταλλεύεται νέα, φτωχή γυναίκα.
Στην άλλη άκρη του φάσματος έχουμε τις γυναίκες που αποκτούν πανεπιστημιακά πτυχία, ασχολούνται με τα κοινά, καθιερώνονται σε επαγγέλματα που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν καθαρά ανδρικά και ζουν τη ζωή τους με τρόπους που σταδιακά καταργούν τους παγιωμένους ρόλους και τα παραδοσιακά πρότυπα που ακόμα επικρατούν στις Δυτικές κοινωνίες.
Αυτό βέβαια δεν αλλάζει το γεγονός ότι οι άνδρες ήταν και είναι οι διαχειριστές της κοινωνίας. Οι γυναίκες εντάσσονται σε ένα σύστημα δομημένο ως την τελευταία του λεπτομέρεια από χέρια και μυαλά ανδρικά. Βρίσκοντας ξαφνικά τον εαυτό τους σε ανδροκρατούμενους χώρους, οι επιλογές που τους ανοίγονται είναι δύο: είτε ν’ ακολουθήσουν πιστά τους (ραμμένους και κομμένους στα μέτρα τον ανδρών) κανόνες του συστήματος προσπαθώντας να επιβιώσουν (αλλά και να μην απογοητεύσουν τους άνδρες που τις εμπιστεύτηκαν) ή να εγκαταλείψουν το σύστημα δηλώνοντας την αδυναμία τους να το υπηρετήσουν, επιστρέφοντας σε ρόλους παραδοσιακά γυναικείους και γι αυτό περισσότερο οικείους.
Σ' έναν κόσμο που οι γυναίκες αποτελούν ακόμη τη μειοψηφία (στην πολιτική, στις επιστήμες, στην οικονομία) είναι αφελές να πιστεύουμε ότι θα καταφέρουν, πριν παρέλθουν δεκαετίες, ν’ αλλάξουν το σύστημα και να του δώσουν «ένα πιο γυναικείο πρόσωπο» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό). Είναι παράδοξο να κατηγορούμε συλλήβδην γυναίκες πολιτικούς, δημοσιογράφους, επιστήμονες, ακαδημαϊκούς, στελέχη επιχειρήσεων, ότι αντί να επιφέρουν θαυματουργές αλλαγές στο σύστημα μιμούνται τους άνδρες συναδέλφους, αφού ακριβώς αυτή τους η ικανότητα -να αντιγράφουν, δηλ. με επιτυχία τον τρόπο σκέψης και τις ανδρικές συμπεριφορές- τούς χάρισε μια θέση ανάμεσα στους διαχειριστές της κοινωνίας.
Μπορεί το εισιτήριο για την επαγγελματική καταξίωση να είναι η αντιγραφή των ανδρικών συμπεριφορών αλλά να μην παραβλέψουμε ότι στην πράξη οι γυναίκες επιστήμονες, πολιτικοί, διανοούμενες έχουν καταφέρει να υπονομεύσουν το φαλοκρατικό στερεότυπο που θέλει τις γυναίκες υποταγμένες στις ορμόνες τους ή στις κάθε λογής αδυναμίες που σχετίζονται με την «ευαίσθητη» γυναικεία φύση τους και έχουν αποδείξει ότι η πειθαρχημένη σκέψη, η οργάνωση, ο δυναμισμός και η σκληρή δουλειά είναι οι ιδιότητες που τους έχουν χαρίσει την αποδοχή και την εκτίμηση ανδρών και γυναικών. Η παρουσία γυναικών σε ανδροκρατούμενους χώρους βοηθά γενικότερα τον επαναπροσδιορισμό της θέσης της γυναίκας σήμερα - ακόμα κι αν αυτό δεν ήταν στις προθέσεις όλων των «επιτυχημένων» γυναικών.
Υπάρχει ωστόσο πάντα ο κίνδυνος οι γυναίκες με κοινωνική και οικονομική ισχύ να αντιγράψουν μεταξύ άλλων και ανδρικές συμπεριφορές που οδηγούν στην εκμετάλλευση αδύναμων ομάδων γυναικών: όπως είναι οι εργαζόμενες στη βιομηχανίας του σεξ. Ο κατ’ επίφαση φιλελευθερισμός που επικρατεί σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όπου διακινούνται τόσα χρήματα από την εκπόρνευση του γυναικείου σώματος, μας έχει κάνει να πιστεύουμε ότι η αποδοκιμασία της πορνογραφίας ισοδυναμεί με πολιτικό συντηρητισμό και με μία σειρά από συμπλέγματα για τη σεξουαλική πράξη και το γυμνό. Ίσως γι αυτό και το τελευταίο target group της βιομηχανίας του σεξ είναι νεαρές επαγγελματίες που αγοράζουν πορνοταινίες ειδικά φτιαγμένες για γυναίκες, συχνάζουν σε male-strip shows και πληρώνουν για σεξ. Ακόμα και το γεγονός ότι το pole dancing, οι προσθετικές στήθους, αλλά και πλήθος ενδυματολογικών στοιχείων «δανεισμένων» από τον χώρο της πορνογραφίας τείνουν να γίνουν συνήθειες πολλών νεαρών γυναικών που δεν έχουν καμία επαγγελματική σχέση με τον χώρο, πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις.
Η εργασιακή και σεξουαλική εκμετάλλευση ευάλωτων γυναικών όχι μόνο από τους οικονομικά ισχυρούς άνδρες αλλά και από γυναίκες της μεσαίας και ανώτερης τάξης, είτε γίνεται συνειδητά είτε όχι, είναι νομίζω ένα από τα φαινόμενα που αξίζει να φέρουμε στο νου μας όταν καλούμαστε να εορτάσουμε -γενικώς και αορίστως- την «ημέρα της γυναίκας».
* Η ΕΥΑ ΣΤΑΜΟΥ είναι συγγραφέας.