
Μνήμη Κατερίνας Νούκα
Της Αρχοντούλας Διαβάτη
Όταν έχεις μια παιδική καρδιά/ Και δεν έχεις ένα φίλο,/ Πήγαινε βάλε βέρα στα κλαδιά,/ Στη μπουτονιέρα σου φύλλο.
Υποθήκαι, Κώστας Καρυωτάκης
Φαρμακωμένη από τον κόσμο ασκήτευε στο διαμέρισμά της η Κατερίνα – οδός Aγίας Μαρίνας, τελευταίος όροφος χωρίς ασανσέρ, φροντίζοντας τη μητέρα της, σωπαίνοντας τις φωνές-σειρήνες από τον κόσμο δίπλα. Καιρό τώρα είχε κοπεί ο κόσμος της στα δυο κι έτσι ελευθερώθηκε κι εκείνη από το ανικανοποίητο και μας δασκάλευε κι εμάς στην απλότητα και την ουσιαστική ζωή.
Κοιτάει τις φωτογραφίες μου και σχολιάζει τα κεκλιμένα μου επίπεδα. Χαμογελάει. Η ζωή μετά από τόσες ματαιώσεις, πόνο και καταφρόνια της έμαθε αυτό το ωραίο χαμόγελο. Η ανθρωπογεωγραφία της αυτό το παραλληλόγραμμο: Διβολή, Περραιβού, Παπάφη, Αγια-Μαρίνα.
Ξέκοψε αθόρυβα κι εγκλωβίστηκε στις μνήμες. Η τηλεόραση ανοιχτή κι αυτή οργάνωνε επί χάρτου την καθημερινότητα με τη μητέρα. Περιουσία της ακριβή οι φιλίες – οι έρωτες φευγάτοι από χρόνια. Στο Πήλιο φέτος, στο πανηγύρι είχα δει ένα μικρό κορίτσι του δημοτικού που πηγαινοερχόταν μοναχικό, λυπημένο, χωρώντας σ' όλες τις αγκαλιές, που τριγύριζε, χόρευε και πάλι ερχόταν στο τραπέζι τριγυρίζοντας στην οικογένεια. Έτσι θα ήταν η Κατερίνα μικρή, είχα πει, αναίτια στην Αγγελική.
«Κατερίνα, έχει αγώνα σήμερα, Άρης-Πάοκ», ετοιμαζόταν να σου αναγγείλει ο Νίκος. Κι η πανσέληνος της Κυριακής που μας αποδιοργάνωνε, κι αυτή βγήκε αρμενίζοντας ερήμην σου κι αυτή. Ερήμην σου γίνονται πράματα.
Θέλω να σου κουβεντιάζω και να σου λέω μυστικά όπως η Ντίνα σου' λεγε τρυφερά καθώς κοιμόσουν στο τέλος ανενδοίαστη μπροστά σε τόσο κόσμο, εσύ που είχες προβλήματα μια ζωή με τον ύπνο. Θέλω να διαβάζω ανακαλύπτοντας τις κρυψώνες της, τώρα που «Η Πηνελόπη άλλαξε διεύθυνση». Μια ζωή σαν μαύρο ποίημα της Γώγου, με γνώση και τρυφερότητα, ελέγχοντας το φως και τις σκιές, μετρώντας τη ζωή με τα τσιγάρα και τα κουταλάκια του καφέ, κατά το ερωτικό τραγούδι του Άλφρεντ Προύφροκ. Τα μεγάλα όνειρα και τα μικρά –μια βόλτα μέχρι τη θάλασσα ή μια ταινία– είχαν μείνει όνειρα. Η μόνη πραγματικότητα τα τηλεφωνήματα, το σουπερμάρκετ, οι αλλόκοτες ώρες του ύπνου. Νήδυμος ύπνος ο δικός της.
Είχε αποσπαστεί από το σώμα της και τριγυρνούσε ανάμεσά μας –όπως συμβαίνει στο σινεμά– κάνοντας παρατηρήσεις πότε για το ένα και πότε για το άλλο. Ήθελα να μελετώ τις εκφράσεις του προσώπου της, εκείνο το γέλιο «αχ, γιατί το λες αυτό;» ή το άλλο το σκανταλιάρικο, το βαθιά λυπημένο,τα ο σκεφτικό, αυτά που έλεγε ή δεν έλεγε, το βαθύ ευχαριστημένο από καρδιάς γέλιο της όταν σχολίαζε για τον πλάτανο του κλιματιστικού –καλοκαίρι του Ιουλίου που φοβόταν και αντιπαθούσε, σπρώχνοντας τις μέρες των διακοπών των φίλων της– γεφυρώνοντας με τηλεφωνήματα τις αχανείς ημέρες και ώρες της μοναξιάς, ανοιχτή η τηλεόραση και παραστάτης της μοναδικός το πακέτο τα τσιγάρα της. Η Πηνελόπη άλλαξε διεύθυνση. Είχε ετοιμάσει από καιρό την ανταρσία της, πέρα απ' τις συμβατικότητες και τα «πρέπει» μας.
Πρόσεχε τη μητέρα της, φρόντιζε έναν άλλο άνθρωπο, θεόσταλτος σκοπός ζωής για να μη μένει στην αυτολύπηση και να μη ξαναμπεί στο παιχνίδι της ζωής που της κόστιζε έξαλλη παραφορά και τρελό πόνο. Είχε εξορίσει από τη ζωή της τα τελευταία χρόνια ό,τι δεν μπορούσε να ελέγξει, ζώντας μια οριοθετημένη ζωή απόμαχου συγγραφέα και φωτογράφου. Οι φίλες, οι ζωές των φίλων ήταν τα παράθυρα. Τα άνοιγε για να δει τον κόσμο, να σεργιανίσει λίγο, σαρκαστική, ψαλιδίζοντας τα παλιά τα φτερά της, διαβάσματα και βιβλία και σινεμά, και πορευόταν ανένδοτη ως την οριακή στιγμή, με εντιμότητα, ειλικρίνεια, αμεσότητα και καλοσύνη, διδάσκοντας ακόμα πόσο φως, πόσο σκοτάδι να περάσει από το διάφραγμα. Δεν φωτογράφιζε πια, έλυνε τώρα εξισώσεις δύο αγνώστων – τα ανώτερα μαθηματικά των ερώτων τα είχε αφήσει πίσω. Τα παλιά πρωινά της Κυριακής με τις εφημερίδες στην παραλία και τις ατέλειωτες συζητήσεις-αντεγκλήσεις-εξομολογήσεις των φιλενάδων τα είχε αφήσει πίσω. Είχε κορνιζώσει εκείνη τη ζωή, την είχε κάνει βιβλίο και διαπόραμα. Όλα τα διαβάσματα ήταν όμως εκεί, παρατημένα στη βιβλιοθήκη και τα δάχτυλά της κίτρινα από τη νικοτίνη, καφέδες και τσιγάρα μετρούσαν τις δόσεις, κρατούσαν το τέμπο αυτής της ζωής που της επέτρεπαν να αρμενίζει τώρα, όπως παλιότερα στάθμιζαν τα υγρά στο σκοτεινό θάλαμο.
Τώρα μελετάμε τις εκφράσεις της μιλώντας στον Παρατατικό. Από άνθρωπος έγινε ιδεώδες που μετράει τη ζωή μας. Η Πηνελόπη άλλαξε διεύθυνση. Παράτησε τις φωτογραφίες, χάρισε και τη μηχανή της στην Κυριακή, κρέμασε τα παπούτσια της καιρό τώρα. Το βιβλίο της παρατημένο, περιμένοντας. « Ένα τέλος μου λείπει», είχε εξομολογηθεί στην πιο κοντινή της καρδιάς της. Και το πιο κοινότοπο έγινε. Ήρθε και τη βρήκε το τέλος. Το νέο βιβλίο λάμπει ανυπόμονο, καταχωνιασμένο στα ράφια. Κατερίνα...