
Το βράδυ, πριν από τα μεσάνυχτα, ένα ποίημα σαν καληνύχτα. Απόψε, Εσπερινό, από την συλλογή Περί ζώου (μια πραγματεία) του Ηλία Λάγιου.
Επιμέλεια: Οράτιος
♠ ♠ ♠
Εσπερινό
Μέρες περάσαν δεκαοχτώ. Και σ' έχω χάσει
στην άφωνη ερημιά μιας άλλης εξορίας.
Το τέλος έτσι διάβασα της ιστορίας:
Δυο ξένοι που ξεχάστηκαν στην ίδια στάση
και δεν κοιτάζονται και δεν μιλάνε· μόνο
προσεύχονται εν σιγή το τραίνο τους ν' αργήσει
ελπίζοντας στη μία στιγμή, να τους κινήσει
κι αφού όχι την χαρά να μοιραστούν τον πόνο.
Μέρες περάσαν δεκαοχτώ. Κι ανθίζει θαύμα
(πλην εν ονείρω) ένας ήχος τηλεφώνου.
Καθώς το φως περνά την πίκρα του αυτοκτόνου,
καθώς η μέρα εξημερώνει κάθε τραύμα
της νύχτας, έστρεψα να δω, κι ήσουν σιμά μου,
ντυμένη μοναξιάς ανθούς, πέπλα του γάμου.