
Το βράδυ, πριν από τα μεσάνυχτα, ένα ποίημα σαν καληνύχτα. Απόψε, Γριές σε εισόδους μεγάρων, από τη συλλογή Πρώτα πέθανε η κότα, του Σάκη Σερέφα.
Επιμέλεια: Οράτιος
♠ ♠ ♠
Γριές σε εισόδους μεγάρων
Όπως τ' αγαλματάκια του Βούδα
χωμένα σε κόγχες βράχων
μυστικοί ναΐσκοι στη ζούγκλα βαθιά
τα είδα μες στα κόμικ και στον ύπνο του νηπίου μετά
όπως κάτι μινιατούρες
στρατιώτες και κουρσάροι των πέντε θαλασσών
σκαλισμένοι μέσα σε κούφια κελύφη καρυδιών
τα είδα μικρός σ' ένα μουσείο στα ξένα ωχ μύριζαν λύπη
όπως το κερί που έκαιγε
μέσα στο καύκαλο μιας ιερής χελώνας
–φυσικά η χελώνα έλειπε στον θάνατο–
που το προσκυνούσαν οι λεχώνες
διάφανα τσίτια που ανέμιζαν χυμούς από μάνα
σ' ένα εκκλησάκι στους πρόποδες του Ολύμπου τι αλησμόνητα πλάνα
όταν με πήγαν πίτσικο πάλαι ποτέ
τη χρονιά που ήρθαν οι πρώτες τηλεοράσεις
άρα έβλεπα κρυφά κάτι σλάβικα γυμνά σκέτο λεπίδι ολέ
όπως τα παιδιά που κρύβονται κάτω απ' τον καναπέ
στο βελούδινο ημίφως κι απορροφούνε σκόνη
κι αστραγάλους περαστικούς και ήλιο χύμα στα σανίδια
ώσπου κλείνουν τα μάτια
γιατί θέλουν οι μικροί άνθρωποι να μείνουν ακόμη πιο μόνοι
έτσι και κάτι γριές
σε δρόμους κεντρικούς όλο λούσο και πιστωτικές
βγάζουν καρέκλα στις εισόδους των μεγάρων
βαθιά στις εσοχές, γριές σκοτεινές
(εδώ στο τέλος μην πεις ότι μελαγχολούν)
και μας κοιτούν.