
Για το Η Αυτοκτονία της Ψυχιατρικής του Μιχάλη Παπαδόπουλου (εκδ. νήσος)
Του Σωτήρη Βανδώρου
Να το πούμε απερίφραστα: διεθνώς, μεταξύ των ψυχιάτρων μαίνεται «πόλεμος». Από τη μια πλευρά, η ασκούσα παγκόσμια επιρροή Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρία υποστηρίζει ως θεμελιώδη, αναγκαστική και κατ’ ουσίαν αποκλειστική βάση αναφοράς για την ψυχιατρική πρακτική –ως το εργαλείο κάθε ψυχίατρου και ψυχοθεραπευτή– το περίφημο DSM, δηλαδή το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών. Από την άλλη, πλήθος άλλων επαγγελματικών ψυχιατρικών ενώσεων, πανεπιστημιακών σχολών, κλινικών και μεμονωμένων ερευνητών (μεταξύ των οποίων πολλών στο εσωτερικό των ΗΠΑ) θεωρούν ότι αν όχι εξαρχής, το αργότερο από την 3η αναθεωρημένη έκδοσή του (το 2013 εκδόθηκε η 5η) και μετά, το DSM είναι προβληματικό σε σημείο να καταστρέφει την ίδια την Ψυχιατρική και εντέλει να κάνει περισσότερο κακό παρά καλό σε ασθενείς ή να «μετατρέπει» σε ασθενείς ανθρώπους που δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως τέτοιοι.
Τοποθετείται από το εσωτερικό της Ψυχιατρικής επιχειρώντας να δείξει πώς και γιατί ως επιστήμη και ως κλινική πρακτική έχει πάρει μια στρεβλή κατεύθυνση που την οδηγεί στην αυτό-υπονόμευση των ίδιων των επιστημολογικών θεμελίων της.
Ο Μιχάλης Παπαδόπουλος στο βιβλίο του παίρνει μαχητική θέση υπέρ της τελευταίας άποψης. Πριν παρουσιάσουμε βασικές όψεις της συνολικής κριτικής του, να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν ρίχνει τα βέλη του από κάποια συλλήβδην «εναλλακτική» προς την Ψυχιατρική ως επιστήμη σκοπιά, ούτε θεωρεί ότι η φαρμακευτική αγωγή είναι γενικώς απορριπτέα. Αντιθέτως, καταγγέλλει ψευδοεπιστημονικές προσεγγίσεις που πλασάρονται ως υποκατάστατα (new age πρακτικές περί «θετικής σκέψης», εγχειρίδια αυτοβοήθειας της κακιάς ώρας κ.ο.κ.). Με άλλα λόγια, τοποθετείται από το εσωτερικό της Ψυχιατρικής επιχειρώντας να δείξει πώς και γιατί ως επιστήμη και ως κλινική πρακτική έχει πάρει (στην «ορθόδοξη», αλλά όχι καθολικά αποδεκτή, σύγχρονη μορφή της) μια στρεβλή κατεύθυνση που την οδηγεί στην αυτό-υπονόμευση των ίδιων των επιστημολογικών θεμελίων της· εξού και συμπυκνώνει την αγωνία του στον ίδιο τον τίτλο του βιβλίου, κάνοντας λόγο για «αυτοκτονία» της Ψυχιατρικής.
Ο συγγραφέας μιλάει μετά λόγου γνώσεως καθώς έχει σωρεύσει σαράντα χρόνια άσκησης της ψυχιατρικής, διδασκαλίας και έρευνας, ιδίως σε σχέση με τα παιδιά, στην αντιμετώπιση των οποίων εξάλλου δίνει έμφαση. Ορισμένα τμήματα του βιβλίου του ο ανεξοικείωτος με πιο τεχνικές όψεις του αντικειμένου αναγνώστης μπορεί να τα βρει αρκετά απαιτητικά. Συνολικά, ωστόσο, η επιχειρηματολογία είναι ξεκάθαρη, στρωτά διατυπωμένη, με πλήθος τεκμηρίων και παραδειγμάτων ώστε να απευθύνεται στο ευρύ κοινό και ειδικότερα στους γονείς που συχνά βρίσκονται σε σύγχυση και δυσκολεύονται να εκτιμήσουν π.χ. αν το παιδί τους είναι όντως ανησυχητικά «υπερκινητικό» ή είναι απλώς παιδί κι ως τέτοιο είναι δραστήριο, παίζει και χαίρεται τη ζωή του.
Πράγματι, ο Παπαδόπουλος αναφέρεται χαρακτηριστικά στην «επιδημία» –όπως τη χαρακτηρίζει– ΔΕΠΥ (διαταραχή ελλειμματικής προσοχής με ή άνευ υπερκινητικότητα) και μέσω της διαπραγμάτευσής της μας εισάγει στα κύρια προβλήματα του DSM. To DSM, λοιπόν, την αντιμετωπίζει (κι αυτό είναι αντιπροσωπευτικό της συνολικής του οπτικής) με όρους οργανικούς και βιολογικούς. Αναζητά τις αιτίες της σε βιοχημικούς παράγοντες στον εγκέφαλο και τελικά, προβλέψιμα, οδηγεί τους επαγγελματίες της ψυχικής υγείας που το ακολουθούν στην «ενδεδειγμένη» φαρμακευτική αγωγή. Το ίδιο βέβαια συνιστάται και για όλες τις εκδοχές του φάσματος του αυτισμού. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια του βιβλίου είναι αυτό ακριβώς στο οποίο ο Παπαδόπουλος μας παρουσιάζει την πλήρη ίαση παιδιού με βαρύ αυτισμό του οποίου τη θεραπεία είχε αναλάβει ο ίδιος (επαναλαμβάνουμε: ο συγγραφέας δεν αρνείται την ύπαρξη καθιερωμένων ασθενειών – αρνείται την εγκυρότητα και αποτελεσματικότητα του DSM). Στην περίπτωση αυτή ο Παπαδόπουλος έδωσε σημασία στο κοινωνικό περιβάλλον εντός του οποίου εκδηλωνόταν. Διαπίστωσε εν προκειμένω τη σημασία που παίζουν παράγοντες όπως το πολιτισμικό κεφάλαιο και η κοινωνική προέλευση των γονιών, η αντιμετώπιση των δασκάλων (που μπορεί να οδηγήσει σε «στιγματισμό» και ανατροφοδότηση και επίταση του προβλήματος), το νόημα που το ίδιο παιδί αποδίδει στα συμπτώματά του κτλ. Σήμερα το παιδί είναι πλέον μια λειτουργική ενήλικη, παντρεμένη με παιδιά (χωρίς προβλήματα), με καλή εργασία κτλ. Δεν διατείνεται ο συγγραφέας ότι όλες οι μορφές αυτισμού είναι ιάσιμες. Ισχυρίζεται όμως ότι δεν θα πρέπει να ανάγονται αποκλειστικά σε βιογενετικούς παράγοντες και να περιστέλλεται η θεραπεία ουσιαστικά στη λήψη φαρμάκων.
Γενικότερα, το μείζον ζήτημα του DSM είναι ότι θεμελιώνεται σε μια α-θεωρητική προσέγγιση που καταγράφει στο πνεύμα ενός θετικισμού παλιάς κοπής μια ατέρμονη (διαρκώς εμπλουτιζόμενη σε κάθε νέα έκδοση) περιπτωσιολογία από «διαταραχές» οι οποίες αντιστοιχίζονται στην κατάλληλη, υποτίθεται, φαρμακευτική αγωγή. Σε αυτό το πλαίσιο, το υποκείμενο αποκόπτεται βάναυσα από το στενό κι ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον του –εν τέλει από την ίδια του τη βιογραφία– κι αντ’ αυτού αντιμετωπίζεται ως ένα, πανομοιότυπο με όλα τα άλλα ανθρώπινα, αυτόματο που αναμένεται να έχει την τάδε ή δείνα συμπεριφορά που τίθεται ως γενική νόρμα. Κάθε απόκλιση, λοιπόν, από μια εν πολλοίς αυθαίρετα προσδιοριζόμενη ως «φυσιολογική» συμπεριφορά, εντοπίζεται μέσω των εκδηλώσεων και συμπτωμάτων της. Αντί, όμως, όπως θα συνιστούσε ο Παπαδόπουλος, ο θεραπευτής να χρησιμοποιήσει ως αφετηρία αυτά τα ευρήματα για να προχωρήσει σε εξατομικευμένη διάγνωση για τα ψυχικά αίτια και τελικά θεραπεία για το συγκεκριμένο ομιλούν και πάσχον υποκείμενο, το DSM υποδεικνύει απευθείας ένα χάπι end, όπως ειρωνικά σημειώνει.
Εάν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, πώς φτάσαμε ως εδώ; Καθοριστικός είναι ο ρόλος των μεγάλων φαρμακοβιομηχανιών. Δεν χρειάζεται εδώ να σκεφτόμαστε με όρους συνωμοσιολογίας, ιδίως καθώς τα δεδομένα και τα μεγέθη είναι εν πολλοίς φανερά και ταυτόχρονα συγκλονιστικά (στο βιβλίο θα βρει κανείς πλήθος τέτοιων). Εν ολίγοις, οι φαρμακοβιομηχανίες έχουν καταφέρει δύο αλληλοσυνδεόμενους στόχους κατά τις τελευταίες δεκαετίες: αφενός να διευρύνουν ασύλληπτα την αγορά ψυχοφαρμάκων, επενδύοντας τεράστια ποσά στο μάρκετινγκ και τη διαφήμιση, κι αφετέρου να καθοδηγήσουν την έρευνα, διά της στοχευμένης και πολλαπλής διείσδυσης σε πανεπιστημιακές σχολές, ερευνητικά ινστιτούτα και γενικότερα δημιουργώντας «συνέργειες» ιδίως με ιδρύματα και προσωπικότητες του χώρου της ψυχικής υγείας μεγάλου κύρους. Τα αποτελέσματα εμφανίζονται «βολικά» πρώτα απ’ όλα για τις ίδιες τις φαρμακοβιομηχανίες που έχουν αυξήσει θεαματικά τα κέρδη τους, καθώς και για ψυχίατρους και καθηγητές οι οποίοι ενίοτε λαμβάνουν εξωφρενικές αμοιβές για συμμετοχή σε ερευνητικά πρότζεκτ εταιριών ή γίνονται και μέτοχοί τους. Όμως, δυστυχώς, εμφανίζονται βολικά και για πολλούς επαγγελματίες της ψυχικής υγείας (που διαθέτουν ένα «τυφλοσούρτι»), κι ακόμη χειρότερα για τους ασθενείς: το χαπάκι είναι η εύκολη λύση, άσε δε που απαλλάσσει τους γονείς (αν το παιδί είναι που «ασθενεί») από την ανάληψη οποιασδήποτε δικής τους ευθύνης και γονεϊκού ρόλου. Εδώ λοιπόν έχουμε ένα φαύλο κύκλο στον οποίο έχει αυτοπαγιδευτεί η Ψυχιατρική κι από τον οποίο δεν μπορούμε παρά να ευχηθούμε να εξέλθει το συντομότερο.
* Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΝΔΩΡΟΣ είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
→ Στην κεντρική εικόνα το έργο του Ιερώνυμου Μπος «Η θεραπείας της τρέλας» ή αλλιώς «Η αφαίρεση της πέτρας της τρέλας» (1475-1480)
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Πράγματι, όσο παράξενο και αν φαίνεται το κυρίαρχο σήμερα μοντέλο της ψυχιατρικής, το οποίο εκπορεύεται από την εξ Αμερικής στατιστικοταξινομικοδιαγνωστική βίβλο του DSM, μετά την τρίτη αναθεώρηση αυτοπροσδιορίζεται ως α-θεωρητικό. Ο ευνουχισμός της θεωρίας εγγράφεται στο νεφελώδες νεοφιλελεύθερο πλαίσιο των θεωριών του ‘τέλους της ιστορίας’, ‘τέλους των ιδεολογιών’ και εν τέλει ‘τέλους των θεωριών’. Έτσι, η σύγχρονη α-θεωρητική ψυχιατρική, γυμνή από θεωρία, θέλει τον Άνθρωπο ‘Σύν-πτωμα’ αφού επικεντρώνεται στα συμπτώματά του, ενώ τον αγνοεί ως βιο-ψυχοκοινωνική οντότητα που διαθέτει Λόγο, Επιθυμία και Ιστορία. Το τέλος της θεωρίας όμως καθιστά την Ψυχιατρική χωρίς όραση (θεωρώ: βλέπω, θωρώ), αποτελεί πράξη αυτοκτονίας, αυτοευνουχισμού». (σελ. 269-70).
Η αυτοκτονία της Ψυχιατρικής
Μιχάλης Παπαδόπουλος
Πρόλογος Μαρίλια Αϊζενστάιν
νήσος 2017
Σελ. 308, τιμή εκδότη € 13,00