Κάθε εβδομάδα η Book Press προτείνει ένα βιβλίο από τις πρόσφατες εκδόσεις.
Επιμ. Λεωνίδας Καλούσης
Αυτή την εβδομάδα η νουβέλα του Μιχάλη Μακρόπουλου Το δέντρο του Ιούδα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Έχοντας μόλις χάσει η δουλειά του ο Ηλίας επιστρέφει στη γεννέτηρά του, το Δελβινάκι, ένα χωριό κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Με μόνη συντροφιά την γερόντισσα μάνα του και τους λίγους κατοίκους του ορεινού αυτού μέρους, ο ήρωας επιδίδεται σε ατέρμονους περιπάτους στη φύση αναζητώντας τη γαλήνη καθώς και απαντήσεις στα ερωτήματα του πώς έφτασε η ζωή του σε αυτό το σημείο. Μια αποτρόπαιη δολοφονία συγκλονίζει τη μικρή κοινωνία του χωριού και ο Ηλίας βάζει σκοπό να εξιχνιάσει το έγκλημα με κάθε κόστος.
Πάθη και μυστικά, φιλίες και οικονομικά αλισβερίσια ανακυκλώνονται στην ασφυκτική ατμόσφαιρα της επαρχίας. Τα δύσβατα βουνά, ο χειμώνας, το αδιάκοπο χιόνι και η ομίχλη είναι κάτι παραπάνω από το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία του βιβλίου. Γραφή αδρά ποιητική και λόγος προσεγμένος είναι ορισμένα από τα χαρακτηριστικά αυτής της νουβέλας.
Ποιος είναι ο συγγραφέας
Ο Μιχάλης Μακρόπουλος γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε βιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έζησε εννιά χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια ζει με την οικογένειά του στη Λευκάδα και περνά μεγάλα διαστήματα στο Δελβινάκι Πωγωνίου, στην Ήπειρο, όπου διαδραματίζεται το Δέντρο του Ιούδα αλλά και άλλες ιστορίες του. Έχει εκδώσει οκτώ βιβλία λογοτεχνίας για ενήλικες και τρία βιβλία για παιδιά. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά. Εργάζεται ως μεταφραστής λογοτεχνίας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Ζύγωνε τώρα στὴν καμπὴ τοῦ δρόμου ἀπ' ὅπου φαινόταν παρέκει ἡ κουτσουπιά − καί, γιὰ ἕναν ἀδιευκρίνιστο λόγο, περίμενε ὅτι θ' ἀντίκριζε πάλι κείνη τὴ σακούλα ν' ἀνεμίζει δεμένη στὸν γυμνὸ κλῶνο. Τὸ περίμενε μὲ τρόμο − κάθε βῆμα ἦταν μιὰ μάχη ὅπου δὲν ὑπερίσχυε ἡ δική του βούληση ἀλλὰ μιὰ ἄλλη, ὥσπου τελικὰ τὸ βῆμα γινόταν.
Ἔφτασε στὴν καμπὴ καὶ στάθηκε. Ἡ σακούλα εἶχε ἀλλάξει μορφή − τώρα ἦταν ἄνθρωπος κρεμασμένος σ' ἐκεῖνον τὸν κλῶνο. Ἡ μορφὴ τοῦ κρεμασμένου ἦταν ἕνας ἀπὸ κείνους τοὺς κρυψῶνες ὅπου εἶχε καταφύγει ἡ νύχτα κατατροπωμένη ἀπ' τὴ μέρα, ὅμως ὁ Ἠλίας τὸν ἀναγνώρισε ἀπὸ τὸ σουλούπι του. Μὲ ξένα βήματα πλησίασε τὸν Νασιομέτσιο∙ μὲ ξένο χέρι τὸν ἄγγιξε καὶ τὸ κορμὶ ταλαντώθηκε. Οἱ μπότες του ἦταν λασπωμένες, ὅμως τὰ κορδόνια ἦταν δεμένα προσεχτικά∙ τὸ κορδόνι κάθε μπότας ἦταν περασμένο ἴσα ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ τὴν ἄλλη μεριά. Ὁ Ἠλίας δὲν ἔνιωθε οὔτε φρίκη οὔτε τρόμο. Βαθιὰ θλίψη τὸν εἶχε καταλάβει. Ἡ θλίψη ἦταν σὰν τὴν παγωνιά, τὸν τρυποῦσε ὣς τὸ μεδούλι. Πρόσεξε κάτι κάτω∙ ἔσκυψε καὶ τὸ μάζεψε. Ἦταν ἕνα κουμπί. Τό 'βαλε στὴν τσέπη του κι ἔπειτα κατηφόρισε πρὸς τὸ χωριὸ γιὰ νὰ εἰδοποιήσει.