
Της Εύας Στάμου
Οι ταραχές στο Λονδίνο και στα υπόλοιπα αστικά κέντρα της Αγγλίας δεν είναι ούτε κάτι τόσο σπάνιο ούτε κάτι τόσο απρόσμενο όσο παρουσιάζεται από μερίδα του ελληνικού Τύπου. Αναμφισβήτητα τα πρόσφατα επεισόδια ήταν πολύ μεγαλύτερης κλίμακας από ό,τι συνήθως, αφού για πρώτη φορά πήραν τέτοια έκταση κατά τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου στο Λονδίνο. Ο φόβος της αγγλικής πολιτείας ότι παρόμοια επεισόδια μπορεί να δημιουργήσουν προβλήματα στους Ολυμπιακούς του 2012 θα έχει απ’ ό,τι φαίνεται καθοριστικές συνέπειες για τη δομή και τη λειτουργία της αγγλικής αστυνομίας στο άμεσο μέλλον.
Σχεδόν κάθε καλοκαίρι ξεσπούν φασαρίες κυρίως σε μεγαλουπόλεις της βόρειας Αγγλίας, από ομάδες νέων περιθωριακών που προκαλούν υλικές ζημιές σε καταστήματα και οικισμούς στα προάστια των πόλεων, ανάβουν φωτιές και συγκρούονται με αστυνομικές δυνάμεις, αποκλείοντας συχνά τους κεντρικούς δρόμους και προκαλώντας πανικό. Πρόκειται για επεισόδια που εκτονώνονται σε μικρό χρονικό διάστημα, δύο, τριών ημερών. Οι ταραξίες είναι στην πλειοψηφία τους άνεργοι μετανάστες δεύτερης ή τρίτης γενιάς και συντηρούνται από έναν συνδυασμό κοινωνικών επιδομάτων, παρεμπορίου και διακίνησης “μαλακών” ναρκωτικών. Τα συνθήματά τους έχουν γενικά συγκρουσιακό χαρακτήρα με αναφορά στον τρόπο που έδρασε η αστυνομία κατά τη διάρκεια κάποιας σύλληψης ή εφόδου σε εργατικές κατοικίες. Σπανιότερα οι φασαρίες αποκτούν πολιτικό νόημα, όπως έγινε στα περίφημα επεισόδια του Όλνταμ (πόλη βόρειο-ανατολικά του Μάντστεστερ) το 2001, όπου η εκατέρωθεν βία διαμαρτυρόμενων και αστυνομικών οδήγησε στην εμπλοκή μελών των τοπικών κοινοτήτων, στην πλειοψηφία τους μετανάστες τρίτης γενιάς από την Ασία, οδηγώντας σε παρατεταμένη σύγκρουση με ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές και πολιτισμικές διαστάσεις.
Αρκετοί νέοι από τα εργατικά προάστια που μεγαλώνουν σε οικογένειες οι οποίες συντηρούνται από την κοινωνική πρόνοια και γνωρίζουν πόσο δυσοίωνο είναι το μέλλον τους, αποκτούν μια παγιωμένη αντίληψη ότι η υπόλοιπη κοινωνία «τούς χρωστάει», αντίληψη που επιβεβαιώνεται πρακτικά από την ανοχή που επιδεικνύεται συχνά από την αστυνομία σε παραβατικές πράξεις, είτε πρόκειται για κάτι απλό, όπως την χρήση μέσων μαζικής μεταφοράς δίχως αγορά εισιτηρίου, είτε για το παρεμπόριο και τη διακίνηση ναρκωτικών εντός και εκτός των ορίων της κοινότητάς τους. Υπάρχει δηλαδή, καλώς ή κακώς, η αίσθηση μιας άρρητης συμφωνίας μεταξύ αστυνομίας και διαφόρων περιθωριακών ομάδων, ώστε να περιορίζεται η πιθανότητα ευρύτερων κοινωνικών αναταραχών – κι όταν η αστυνομία προδίδει αυτή τη «συμφωνία», μέσω ερευνών, συλλήψεων, κ.λπ., τα επεισόδια ξεσπούν.
Είναι ενδιαφέρον ότι τμήμα της μεσαίας και ανώτερης τάξης πιστεύει επίσης ότι η αδικία που έχει υποστεί μεγάλη μερίδα της κοινωνίας δικαιολογεί και τα περιοδικά ξεσπάσματα βίας και την ελαστικότητα της Δικαιοσύνης όταν οι υπαίτιοι συλλαμβάνονται. Για να γίνει αυτό κατανοητό θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι αρκετοί Άγγλοι που προέρχονται από τον πολιτικά μεσαίο χώρο και έχουν πανεπιστημιακή μόρφωση νιώθουν κάθε άλλο παρά υπερήφανοι για το αποικιοκρατικό παρελθόν της χώρας τους και διατηρούν ενοχές για τις βαθιές ταξικές διαφορές της Αγγλικής κοινωνίας που τη δεκαετία ’80 οδήγησε στη χρόνια ανεργία πλήθος οικογενειών.
Γεγονότα όπως αυτά των προηγούμενων ημερών, ασκούν τεράστια επίδραση στα πολιτικά δρώμενα της Αγγλίας διότι διαρρηγνύουν τις βεβαιότητες στις οποίες στηρίζεται η συνοχή της βρετανικής πολιτείας. Η επιθυμητή εικόνα μιας απόλυτα αρμονικής, πολιτικά ορθής και ανεκτικής κοινωνίας όπου η κάθε επαγγελματική, πολιτισμική, θρησκευτική και φυλετική κοινότητα σέβεται τις υπόλοιπες, εικόνα που προβάλουν οι Άγγλοι τόσο στο εσωτερικό της χώρας τους, όσο και στον υπόλοιπο κόσμο, ανατρέπεται.
Αυτό που εκπλήσσει είναι ότι στα πρόσφατα επεισόδια το προφίλ των ατόμων που λεηλατούσαν είναι σαφώς διαφορετικό: εκτός από τους νέους, άνεργους άντρες που υποκινούνται σε βίαια ξεσπάσματα από τη φτώχεια και την έλλειψη ευκαιριών, στις καταστροφές καταστημάτων και τις κλοπές πήραν μέρος άντρες και γυναίκες της μεσαίας τάξης, μορφωμένοι κι εργαζόμενοι, άνθρωποι που ζουν πολύ πάνω από το όριο της φτώχειας, που είναι οργανωμένοι σε επαγγελματικά σωματεία, και που δεν έχουν λόγους να χρησιμοποιούν βίαια ή παράνομα μέσα για την διεκδίκηση των αιτημάτων τους. Τα στοιχεία των στατιστικών προβλημάτισαν ιδιαίτερα τη Βρετανική Δικαιοσύνη που αποφάσισε ακριβώς σε αυτούς τους ανθρώπους να επιβάλει παραδειγματικά σκληρές ποινές.
Ποια είναι η αιτία αυτής της στροφής προς τη λεηλασία και τη βία ατόμων της μεσαίας τάξης; Εκφράζει την ανάγκη τους να διαμαρτυρηθούν για την οικονομική κρίση και τα σκληρά μέτρα που έχει περάσει η αγγλική κυβέρνηση, ή μήπως αντικατοπτρίζει μια γενικότερη έκπτωση των ηθικών αξιών;
Αν παρακολουθήσει κανείς τις λεπτομέρειες από τις δικαστικές ακροάσεις που ήδη άρχισαν, θα διαπιστώσει ότι η πραγματικότητα είναι αρκετά πιο πεζή. Το στοιχείο που εντυπωσιάζει στις απολογίες είναι αφενός η έλλειψη ιδεολογίας και αφετέρου η ρητή έκφραση επιθυμίας για εύκολη απόκτηση αγαθών: οι περισσότεροι κατηγορούμενοι προβάλλουν ως αιτιολογία της συμπεριφοράς τους ότι εφόσον δεν τους εμπόδιζε κανείς μπορούσαν να αποκτήσουν ό,τι ήθελαν.
Το πιθανότερο, δηλαδή, είναι πως πρόκειται πολύ απλά για έναν τρόπο να ικανοποιηθεί η καταναλωτική δίψα του μέσου Άγγλου, που αγωνίζεται να αποκτήσει όσο περισσότερα υλικά αγαθά γίνεται. Κι αυτό, από πολιτική άποψη, είναι το πιο ανησυχητικό.