Της Εύας Στάμου
Σε περιόδους κρίσης οι άνθρωποι εκδηλώνουν ή ανακαλύπτουν πλευρές του χαρακτήρα τους που μέχρι τότε δεν χρειάστηκε να ενεργοποιήσουν. Η επιθυμία για επιβίωση αλλά και επανάκτηση των όσων έχουν χαθεί -οικονομικά, συναισθηματικά, ψυχολογικά- οπλίζει τον μέσο άνθρωπο με υπομονή, αποφασιστικότητα και δύναμη που ίσως κι ο ίδιος δεν γνώριζε ότι κατέχει.
Παράλληλα, μια περίοδος κρίσης φέρνει στην επιφάνεια πλήθος αρνητικών συναισθημάτων, αναμνήσεων ή σκέψεων που όταν η κατάσταση είναι καλή οι περισσότεροι από εμάς έχουμε απωθήσει σε κάποια άκρη του μυαλού μας. Από την άποψη αυτή, είναι λάθος να θεωρούμε ότι μια δύσκολη περίοδος ευθύνεται από μόνη της για τη δημιουργία εκ του μηδενός μιας σειράς διαθέσεων ή συναισθημάτων που ως τότε δεν υπήρχαν.
Η οικονομική κρίση, για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα, θεωρείται υπεύθυνη για την δυσάρεστη, μελαγχολική διάθεση που επικρατεί τους τελευταίους μήνες στη χώρα μας. Ένας λαός βρίσκεται σε κατάθλιψη που μοιάζει να μεταδίδεται ταχύτατα από τον ένα στον άλλο ακριβώς όπως μία ίωση. Αποτελεί άλλωστε κοινή εντύπωση ότι οι διαθέσεις είναι μεταδοτικές, ότι μπορεί να τις «κολλήσει» κανείς όπως το κρυολόγημα, σε περιόδους που οι αντιστάσεις ή τα αντισώματα του οργανισμού είναι ιδιαίτερα μειωμένα. Το νευρικό γέλιο, η δυσθυμία και ο εκνευρισμός που μεταδίδονται από τον έναν στον άλλο, χωρίς συγκεκριμένη πηγή ή στόχο, είναι συνηθισμένα παραδείγματα αυτής της κατάστασης.
Αν και οι διαθέσεις θεωρούνται μεταδοτικές, δεν ισχύει το ίδιο και για τα συναισθήματα. Τα συναισθήματα περιγράφονται συνήθως με μεγαλύτερη ακρίβεια, αφού είναι επεισόδια θυμικής εμπειρίας που διαρκούν συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (λίγες στιγμές, κάποιες ημέρες ή ακόμη και μήνες), μπορεί να εξελίσσονται στην πάροδο του χρόνου, να προκαλούν συγκεκριμένες σκέψεις και να επιφέρουν σωματικές αλλαγές. Στην περίπτωση των συναισθημάτων, το υποκείμενο αντιλαμβάνεται τη θέση του μέσα στη διαδικασία, και μπορεί σε μεγάλο ή μικρό βαθμό να περιγράψει και να εξηγήσει τι του συμβαίνει.
Αντιθέτως, οι διαθέσεις δεν είναι αρκετά συγκεκριμένες, ώστε να κατανοούμε πάντα από ποιο γεγονός πηγάζουν, ή αν οδηγούν με την σειρά τους σε συγκεκριμένες πράξεις.
Ο φόβος ή ο θυμός, για παράδειγμα, είναι συναισθήματα με συγκεκριμένες νοητικές αντιδράσεις, σωματικές διεργασίες και με συγκεκριμένο αντικείμενο (το άτομο που μας απειλεί ή που μας προσβάλλει), ενώ το καθημερινό άγχος ή ο διάχυτος εκνευρισμός δεν εστιάζουν απαραίτητα σε κάτι συγκεκριμένο.
Χαρακτηρίζοντας την συναισθηματική κατάσταση κάποιου ως «διάθεση» μπορεί να υποτιμούμε τη σοβαρότητά της. Κάποιος που έχασε τη δουλειά του, δεν μπορεί ν' αποπληρώσει τα χρέη του, ή να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για την οικογένειά του δεν είναι συναισθηματικά στην ίδια κατάσταση με κάποιον ο οποίος απλώς δεν έχει καλή διάθεση γιατί ξύπνησε περίεργα το πρωί. Ανάγοντας τα πάντα σε θέμα «διάθεσης» υποτιμούμε τη σοβαρότητα των κοινωνικών, πολιτικών και άλλων αιτίων που κρύβονται πίσω από τα συναισθήματα θυμού, οργής, πανικού, ντροπής, απελπισίας αλλά και το αίσθημα αδικίας που οι περισσότεροι βιώνουμε το τελευταίο διάστημα. Τα συναισθήματά μας έχουν συγκεκριμένες πηγές, απόλυτα δικαιολογημένο λόγο ύπαρξης και συγκεκριμένους αποδέκτες, άλλοτε τους πραγματικά υπαίτιους κι άλλοτε όχι.
Πεποιθήσεις και αντιλήψεις που υποβόσκουν εδώ και καιρό σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας μας, πυροδοτούν τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε διαφορετικές οικονομικές ή κοινωνικές ομάδες, προκαλούν την απαξίωση με την οποία αντιμετωπίζονται η τέχνη και τα γράμματα, κι αποτελούν πηγή έντονων και σοβαρών αρνητικών συναισθημάτων τα οποία όμως ισοπεδώνονται υπό τη γενική ταμπέλα της «κακής διάθεσης» που χρησιμοποιείται αδιακρίτως από τα ΜΜΕ.
Το ενδιαφέρον είναι ότι από μεγάλη μερίδα του τύπου παρουσιάζεται ως αναμφισβήτητο γεγονός ότι εκτός από την οικονομική πίεση, η «κακή διάθεση» των τελευταίων μηνών ευθύνεται για τον τρόπο ζωής και τις επιλογές που κάνουμε ως λαός. Γίνεται, για παράδειγμα, προσπάθεια να εξηγηθεί η έλλειψη ενδιαφέροντος του κοινού για την πεζογραφία ή την ποίηση, από την κακοδιαθεσία των ημερών. Έχουμε φτάσει να πιστεύουμε ότι είναι λογικό και «φυσιολογικό» να πλήττεται η τέχνη και ο πολιτισμός υπό τις παρούσες συνθήκες αφού υποτίθεται ότι η επιθυμία να διαβάσει κανείς λογοτεχνία, εξαρτάται γενικώς κι αορίστως από την καλή του διάθεση, και όχι από την καλλιέργεια, την ευρύτερη παιδεία και τις αξίες που έχουν διαμορφώσει την προσωπικότητά του.
Η αναγνωστική απόλαυση δεν αποτελεί για τους περισσότερους συμπολίτες μας προσωπική αξία – κι αυτό είναι κάτι που ίσχυε πολύ πριν ξεσπάσει η πρόσφατη οικονομική κρίση. Όταν για την πλειοψηφία των Ελλήνων το διάβασμα συνδέεται με την μαθητική αξιολόγηση, δηλαδή μ' ένα δυσάρεστο καθήκον από το οποίο πρέπει κάποιος ν' απαλλαγεί το συντομότερο δυνατόν, όταν ο θεσμός των δανειστικών βιβλιοθηκών που, παρά τις όποιες περικοπές, ανθεί σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες, είναι με ελάχιστες εξαιρέσεις άγνωστος στη χώρα μας, όταν ο ρόλος του δημιουργού απαξιώνεται και γελοιοποιείται συστηματικά, γιατί πιστεύουμε ότι το μειωμένο αναγνωστικό ενδιαφέρον οφείλεται αποκλειστικά στην πρόσφατη κρίση;
Αναμφισβήτητα, όσοι αγαπούν την καλή λογοτεχνία, μπορεί λόγω οικονομικής πίεσης ν' αναγκάζονται να περιορίσουν δραστικά τον αριθμό βιβλίων που αγοράζουν - όμως οι συνειδητοποιημένοι, απαιτητικοί, και κριτικά σκεπτόμενοι αναγνώστες συνιστούν έτσι κι αλλιώς ένα μικρό ποσοστό του κοινού που καθορίζει τον τζίρο της αγοράς του βιβλίου.
Η αντίληψη ότι κάποιος διαβάζει μόνο όταν είναι ευτυχής κι απόλυτα ικανοποιημένος από την καθημερινότητά του δίνει μια διαστρεβλωμένη εικόνα τόσο της λειτουργίας των καλών βιβλίων, όσο και αυτών που αγαπούν την ανάγνωση.
Επιστολές, προσωπικά ημερολόγια, και πλήθος χειρογράφων μαρτυρούν ότι υπήρχαν άνθρωποι που διάβαζαν και έγραφαν σε τόπους εξορίας, σε γκούλαγκ, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης – η ανάγνωση ποίησης και πεζογραφίας αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της ταυτότητας των ανθρώπων αυτών, εργαλείο με το οποίο ερμήνευαν τον κόσμο και κατανοούσαν τον εαυτό τους. Προφανώς δεν θεωρούσαν το βιβλίο αξεσουάρ το οποίο επιλέγεις μόνο όταν όλα στη ζωή μοιάζουν υπέροχα.
http://evastamou.blogspot.com/