
Της Εύας Στάμου
Σε μία εποχή που εφημερίδες και εκδοτικοί οίκοι κλείνουν και η έλλειψη χρημάτων αναγκάζει τους σκηνοθέτες να ανεβάζουν για δεύτερη και τρίτη χρονιά τις ίδιες παραστάσεις είναι πολύ θετικό το γεγονός ότι στην Αθήνα ιδρύθηκε ένας ακόμη χώρος για να στεγάσει τον πολιτισμό.
Στα εγκαίνια της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση (7 και 8 Δεκεμβρίου 2010) το κοινό είχε την ευκαιρία να ξεναγηθεί στον χώρο, να δει την έκθεση φωτογραφίας που φιλοξενείται στο υπόγειο και να παρακολουθήσει την παράσταση που σκηνοθέτησε ειδικά για την περίσταση ο Μιχαήλ Μαρμαρινός.
Ο ιδιαίτερα πρωτότυπος για τα ελληνικά δεδομένα τρόπος που επέλεξε η επιτροπή του Ιδρύματος Ωνάση να συστήσει την Στέγη στο κοινό, είχε κατά την άποψή μου μία κυρίως πρακτική διάσταση, δηλαδή να κάνει τους μελλοντικούς επισκέπτες να νιώσουν οικεία σε έναν καινούριο χώρο ο οποίος, παρά τις ευγενείς προθέσεις του Ιδρύματος Ωνάση για άνοιγμα των Τεχνών σε όλη την κοινωνία, στοχεύει στο ίδιο κοινό που γεμίζει τις αίθουσες του Παλλάς και του Μεγάρου Μουσικής.
Ακολουθώντας μία σύγχρονη σκηνοθετική τάση που επιδιώκει να εστιάσει τον προβολέα στους έως τώρα αόρατους συντελεστές των μεγάλων έργων (τεχνικούς, φωτιστές, χτίστες, ηχολήπτες, μηχανικούς, μάστορες) και μέσω αυτού να τους χειραφετήσει, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός ανέβασε στην Κεντρική Σκηνή δεκάδες από τους εργάτες που πήραν μέρος στην κατασκευή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών. Υπό τους ήχους baroque μουσικής, υπέροχα ερμηνευμένης από την Καμεράτα, οι εργάτες-πρωταγωνιστές στάθηκαν επί μακρόν ακίνητοι απέναντι στους προσκεκλημένους, δημιουργώντας σε αρκετούς την αίσθηση ότι αυτοί, κι όχι οι εργάτες, είναι το αντικείμενο του θεάματος. Αυτή η εναλλαγή οπτικής όμως δεν καταλύει την απόσταση θεατή και θεόμενου - την επιτείνει.
Δίνοντας έμφαση στην τεχνική μάλλον παρά στην τέχνη, ο σκηνοθέτης επιχείρησε να αντιστρέψει την καθιερωμένη ιεραρχία που τοποθετεί τους επίσημους προσκεκλημένους ενός θεάματος (όπως το κοινό των εγκαινίων) στην «κορυφή» και τους τεχνικούς συντελεστές στην αφάνεια. Ο τρόπος όμως υλοποίησης της τόσο ενδιαφέρουσας ιδέας δεν της επέτρεψε να αναπτυχθεί ώστε να κινήσει το συναίσθημα όσων συμμετείχαν στα εγκαίνια και να ενώσει «θεατές και πρωταγωνιστές» σ’ ένα κοινό δρώμενο.
Η αίσθηση που αποκόμισα από τις συζητήσεις στο φουαγιέ μετά το τέλος της παράστασης είναι ότι το κοινό ενδιαφερόταν περισσότερο να σχολιάσει τους χώρους του κτιρίου και τους διάσημους καλεσμένους παρά το θέμα που είχε μόλις προηγηθεί, γεγονός που ενισχύει την άποψή μου ότι η συγκεκριμένη παραγωγή δεν κατάφερε να υπερβεί το διανοητικό στάδιο και να επιφέρει την ανατροπή που φαντάζομαι ότι επεδίωκε. Ίσως ο λόγος να είναι ότι οι καλεσμένοι των εγκαινίων αποτελούσαν ένα κράμα διαφορετικών ομάδων (συγγραφείς, άνθρωποι του θεάτρου και της τέχνης, πανεπιστημιακοί) οι οποίοι δεν πληρούν απαραίτητα το προφίλ του αποκομμένου από την πραγματικότητα μεγαλοαστού που ίσως είχε κατά νου ο σκηνοθέτης.