Επιμ. Γιώργου Τσακνιά
Κύριε Διευθυντά,
Ως συγγραφέας ο ίδιος, θα γνωρίζετε τον τρόμο που προξενεί η λευκή σελίδα σε εμάς που υπηρετούμε τη λογοτεχνία. Μυριάδες ιδέες πλημμυρίζουν το μυαλό ενώ φτιάχνουμε τον πρωινό καφέ, ανυπομονώντας να καθίσουμε στο γραφείο και να τις μετατρέψουμε σε λόγο, προτού χαθούν για πάντα. Καθόμαστε, πίνουμε μια γουλιά, κοιτάμε τη λευκή σελίδα ή την οθόνη – και παραλύουμε από τον τρόμο. Δοκιμάζουμε δειλά να αραδιάσουμε μερικά γράμματα. Το μόνο που καταφέραμε ήταν να σπιλώσουμε τη λευκότητα.
Πέρασα καιρό ατενίζοντας τη λευκή σελίδα, ώσπου αποφάσισα να αντιμετωπίσω τον εχθρό κατά μέτωπο. Βεβαίως, έπρεπε πρώτα να τον γνωρίσω. Horror vacui, ο τρόμος του κενού. Από τον Αριστοτέλη (η φύση απεχθάνεται το κενό) στην απέχθεια της εκκλησίας (το κενό υπονοεί την ανυπαρξία του Θεού), από τον Γαλιλαίο και τον Τοριτσέλι στα πειράματα του Πασκάλ (vide dans la vide, κενό μέσα στο κενό), διάβαζα, κρατούσα σημειώσεις, χάθηκα για καιρό σε δρόμους που δεν κατείχα.
Η σελίδα ωστόσο παρέμενε εκκωφαντικά λευκή. Αργά ένα βράδυ, σε τρομερή υπερένταση, άρχισα να ρίχνω στη λευκή πρώτη σελίδα του άγραφου μυθιστορήματος σκόρπια αποσπάσματα από τις σημειώσεις μου περί του κενού στη φυσική. Στο κάτω κάτω, σκέφτηκα, αντί να γράψω την πρώτη λέξη στη λευκή σελίδα, ας σβήσω τυχαίες λέξεις από ένα τεράστιο και δίχως ειρμό κείμενο, ώσπου να μου μείνει η πρώτη φράση. Λένε πως, αν βάλεις μια μαϊμού μπροστά σε ένα πληκτρολόγιο, υπάρχει η πιθανότητα να γράψει τα σονέτα του Σαίξπηρ. Ας έχω λοιπόν μια αρχή, κι ας είναι και τυχαία. Θα τη βαφτίσω μεταμοντέρνα.
Βάλθηκα να σβήνω φράσεις, λέξεις, συλλαβές, γράμματα – χωρίς να βλέπω ακριβώς τι κάνω. Με την άκρη του ματιού είδα πως είχαν παραμείνει ελάχιστες λέξεις. Με θανάσιμη αγωνία, ψέλνοντας μέσα μου σαν βουδιστικό μάντρα τη φράση η φύση απεχθάνεται το κενό, πλησίασα το πρόσωπό μου στην οθόνη και διάβασα: και το κενό απεχθάνεται εσένα, ρε αποτυχημένε.
Γιώργος Τσακνιάς