Επιμ. Γιώργος Τσακνιάς
Κύριε Διευθυντά,
Σας γράφω με σκοπόν να σας προτείνω ένα ρηξικέλευθον έργον, πραγματική επανάστασιν διά την νομικήν επιστήμην. Συγγραφεύς του ο ερίτιμος Ποτάπιος Αδωνίδης, δικαστικός κλητήρ. Τίτλος του πονήματος: «Περί του προσδιορισμού της διττής και αμφισήμου εννοίας του νομικού όρου ius sanguinis (δίκαιον του αίματος) εν τω Ελληνικώ Συντάγματι και αλλαχού».
Ο Αδωνίδης, σπουδάσας τα νομικά εν Γοτίγγη κατά τα έτη 1930-1935, επέστρεψεν εις την Ελλάδα ίνα προσφέρη τας υπηρεσίας του από τας τάξεις του δικαστικού σώματος, διορισθείς περί τα τέλη του 1936. Έκτοτε εξακολουθεί ανερχόμενος την κλίμακα της δικαστικής ιεραρχίας –σήμερον κατέχει του αξίωμα του δικαστικού κλητήρος Α΄ παρά τω Συμβουλίω της Επικρατείας– ενώ παραλλήλως, ο χαλκέντερος ούτος εργάτης του πνεύματος, εργάζεται αόκνως διά την προαγωγήν της νομικής επιστήμης και διά τον καλόν της πατρίδος. Εν τω προαναφερθέντι συγγράματι, προ της πραγματεύσεως του κυρίου θέματος, προτάσσεται εισαγωγή, ήτις συνοψίζει ευλήπτως την προϊστορίαν του όρου ius sanguinis πάρα τοις Ρωμαίοις, ένθα αποδεικνύεται, δι’ επιχειρημάτων ακλονήτων, ότι κακώς αυτοί, τουτέστιν οι Ρωμαίοι, θεωρούνται εφευρέται του όρου. Η φράσις ius sanguinis προέρχεται από το γνωστόν φρούτον «σαγκουίνι» το οποίο εσφαλμένα και κατά παρετυμολογίαν ανάγεται από τινας ασχέτους περί τα γλωσσολογικά εις το λατινικόν ουσιαστικόν sangue, sanguinis, όπερ σημαίνει το αίμα. Η πραγματική ετυμολογία είναι εκ του μεσαιωνικού ελληνικού «σαν» (<ως αν) και του «Γουίνι» (δε Πουφ), του γνωστού αρκουδακίου, η ελληνικότης του οποίου βεβαίως είναι αναμφισβήτητος (το πρόθεμα «δε» προ του επωνύμου θεωρείται πρόσκαιρος ενετική επίδρασις). Η εξήγησις είναι απλή: οι εργάται της γης εις την εύκρατον Πελοπόννησον, συλλέγοντες τους καρπούς των εσπεριδοειδών υπό το λαμπρόν ελληνικόν φως, αποκτούν όψιν μέλανα, ομοιάζοντες προς το προαναφερθέν αρκουδάκι. Το κυρίως θέμα του πονήματος του Ποταπίου Αδωνίδου είναι ο προσδιορισμός της νομικής αμφισημίας του όρου ius sanguinis: εις ό,τι αφορά τους Έλληνας το γένος, η ιθαγένεια αποκτάται άμα τη γεννήσει, δικαίω αίματος· εις ό,τι αφορά αλλοδαπούς μετανάστας, η ιθαγένεια δεν αποκτάται ποτέ, δικαίω εσπεριδοειδούς (σαγκουινίου): ας περιοριστούν εις μόνην την συλλογήν των καρπών, μελαμψοί (είναι ήδη, προ της εκθέσεως της επιδερμίδος των εις το λαμπρόν ελληνικόν φως) και χαρωποί, ως αρκουδάκια. Αύτη είναι η ερμηνεία του Συντάγματος. Όσο διά το «αλλαχού» του τίτλου, ως εξηγείται εν τω επιμέτρω, δηλοί την προσήλωσιν του ελληνικού έθνους εις την ορθοδοξίαν και την νομικώς κατοχυρωμένην αντίθεσίν του εις τον μωαμεθανισμόν: Αλλάχ, ου!
Μετά τιμής,
Γεώργιος Αδωνίδης
ταγματάρχης χωροφυλακής ε.α.
πατήρ του συγγραφέως.