Της Σώτης Τριανταφύλλου
Πέρασε σχεδόν ένας χρόνος από την κυκλοφορία του More Light των Primal Scream. Πολλά έχουν αλλάξει από τότε που αγόραζα τους δίσκους μόλις έβγαιναν και έτρεχα στο σπίτι για να τους ακούσω· πολλά έχουν αλλάξει κι από το πρώτο άλμπουμ Sonic Flower Groove των Primal Scream που δεν μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση.
Στην πραγματικότητα οι Primal Scream με κέρδισαν, εν μέρει, τo 1991 με το Screamadelica - κι αυτό παρότι δεν ακούω indie και alternative rock, ούτε house όπως μπορεί να υποθέσει κανείς. Μετά το Screamadelica τους ξέχασα αν και το 2002 τους είδα στο φεστιβάλ των Inrockuptibles στο Παρίσι. Τέλος, το 2006, τους ξαναείδα, στο Cigale αυτή τη φορά, όπου πήγα επειδή η αίθουσα βρισκόταν κοντά στο σπίτι μου: μόλις είχε κυκλοφορήσει το Riot City Blues με το οποίο το συγκρότημα επέστρεφε στο παραδοσιακό ροκ εντ ρολ αφήνοντας πίσω του τον ηλεκτρονικό ήχο – εκείνη τη βραδιά νόμιζα ότι οι Primal Scream έπαιζαν για μένα. Η κριτική του Pitchfork για το Riot City Blues μού φάνηκε άδικη· έτσι κι αλλιώς, σπανίως συμφωνώ με τις επιλογές του Pitchfork, το οποίο, υπερβολικά συχνά, συγχέει τη ροκ επαναστατικότητα με τον θόρυβο. Όλα τα κομμάτια που έγιναν επιτυχίες από το Riot City Blues ήταν γεμάτα ενέργεια και χιούμορ· το «Country Girl” και το “99th Floor” είχαν, επιπλέον, ενδιαφέρουσες, νεανικές συνθέσεις, ενώ στο “Dolls” o Bobby Gillespie ακουγόταν σαν ένας ανθυπο-Μick Jagger. Για ανθρώπους σαν εμένα ακόμα κι ένας ανθυπο-Mick Jagger είναι μεγάλη υπόθεση.
Οι Primal Scream είναι μια garage μπάντα που επιδίδεται σε φτηνή συνθηματολογία περί σκλάβων του 21ου αιώνα και περί τηλεοπτικής προπαγάνδας
Το Μοre Light, δέκατο studio album των Primal Scream, κυκλοφόρησε λοιπόν τον Μάιο του 2013 και το συγκρότημα παρουσίασε τον δίσκο στο φεστιβάλ του Glastonbury όπου έπαιξε, προσφυώς, support στους Rolling Stones. Το More Light περιέχει δεκατρία κομμάτια, τρία ή τέσσερα από τα οποία δεν ακούγονται (π.χ. τo «Hit Void”)· τα υπόλοιπα όμως διαθέτουν έναν επικό, ποιητικό τόνο καθώς και τον γνώριμο εκλεκτικισμό των Primal Scream - ποικίλους τόνους ροκ, ποπ και funky ατμόσφαιρας: βρίσκω το “River of Pain” και το “Tenement Kid” υπέροχα old-fashioned, ενώ το “Walking with the Beast” ακούγεται ψυχεδελικό και το “It’s Alright, It’s OK” για μια ακόμα φορά θυμίζει τους Stones (ιδιαίτερα το Βeggar’s Banquet). Στο Μοre Light συναντά κανείς δάνεια, ίσως ανεπίγνωστα, από τους Stooges, τους Beach Boys και τον Robert Plant – από desert blues μέχρι industrial pop.
Έχω μάθει να μην περιμένω πια πολλά από το σημερινό ροκ: εξάλλου, το παλιό ροκ παραμένει ανεξάντλητο· μπορώ να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου ερευνώντας το. Όσο για το νεότερο ροκ, απομακρύνομαι όλο και περισσότερο από τις ευρωπαϊκές σκηνές, όπως εκείνη της Γλασκόβης από την οποίαν προέρχονται οι Primal Scream, και προσεγγίζω «δραματικές» μπάντες από την Καλιφόρνια και το Τεννεσσή που συνδυάζουν το κλασικό ροκ εντ ρολ με το RB. Η καταθλιπτική ατμόσφαιρα των κάποτε βιομηχανικών βρετανικών πόλεων δεν με ενδιαφέρει – κι αν υπάρχει κάτι που διαφοροποιεί τους Primal Scream από τη βόρεια ιδιοσυγκρασία είναι ακριβώς αυτό το περισσότερο φως, ο καθαρός ήχος της κιθάρας, η μελωδία του Hammond organ, τα φωνητικά που ταιριάζουν σε αυτιά ανθρώπων μεγαλωμένων με το ραδιόφωνο.
Για όσους αρέσκονται να ταξινομούν –δεν είμαι από αυτούς– οι Primal Scream είναι μια garage μπάντα που επιδίδεται σε φτηνή συνθηματολογία περί σκλάβων του 21ου αιώνα και περί τηλεοπτικής προπαγάνδας. Δεν ακούω τους στίχους· ή τους αγνοώ: αυτό που δονείται, αιφνιδιαστικό και επινοητικό, δεν είναι η πολιτική των Primal Scream· είναι η μουσική τους.