...ή Πώς το Παρίσι δεν καίγεται
Της Σώτης Τριανταφύλλου
Μια διαμάχη στην τοπική οργάνωση του Σοσιαλιστικού Κόμματος –για την ακρίβεια μια αποπνικτική ομοφωνία στην οποία δεν συμμετείχα– μου θύμισε το σύντομο μυθιστόρημα του Jean Rolin που βραβεύτηκε με το Médicis τo 1996[1]. Αναρωτιόμουν τότε, στο επίμετρο της ελληνικής έκδοσης, όπως αναρωτιέμαι και σήμερα: Είναι απαραίτητες οι πολιτικές οργανώσεις; Πώς θα ήταν ο κόσμος χωρίς αυτές; Μήπως δεν θα υπήρχε καθόλου; Υπάρχει περίπτωση να ήταν καλύτερος; Κομψότερος; Εξυπνότερος;
Και πώς θα ήταν αν είχαν αναλάβει την εξουσία οι τροτσκιστές; Ή οι μαοϊκοί; Αλλά, όχι, ειδικά το τελευταίο ανήκει μάλλον στη σφαίρα της Καταστροφής, στον χώρο της τρομακτικής Δυστοπίας –μολονότι αποτέλεσε όραμα μιας μερίδας της χρυσής νεολαίας στη Δύση, τη μοναδικά ακραία, αξιοπρεπή και ηρωική πόζα της δεκαετίας του 1960. Το μυθιστόρημα του Jean Rolin Η οργάνωση αφηγείται λοιπόν τη ζωή του Μαρτέν, του Ντιντιέ, της Ζινέτ, της Σουζάν και των άλλων στο εσωτερικό μιας τέτοιας «οργάνωσης»:μιας οργάνωσης με συναρπαστικούς μακροπρόθεσμους στόχους, τους οποίους στην πραγματικότητα τα μέλη της δεν θέλουν να πετύχουν.
Εξάλλου, δεν φαίνονται εφικτοί - ευτυχώς για όλους μας- διότι, όπως έλεγε η Ελέιν Μπράουν (πρώην στέλεχος των Μαύρων Πανθήρων και νυν του Green Party), «ο Μάο Τσε Τουνγκ δεν είχε να κάνει με ανθρώπους που έβλεπαν τηλεόραση εφτά ώρες την ημέρα». Στη Γαλλία, ο κόσμος δεν έβλεπε τηλεόραση εφτά ώρες την ημέρα αλλά είχε μακρά ιστορία φιλελευθερισμού, πράγμα που οι μαοϊκοί και οι τροτσκιστές προσπάθησαν να ενσωματώσουν σε μια αναίσχυντα αντιφιλελεύθερη ιδεολογία: την ιδεολογία της «οργάνωσης», μια συγχώνευση της στρατιωτικής παράδοσης με τη συνδικαλιστική μαχητικότητα του Πωλ Λαφάργκ. «Απαγορεύεται το απαγορεύεται» ήταν ένα από τα αγαπημένα συνθήματα της δεκαετίας του '60, αλλά οι σταλινικές ομάδες ακροβατούσαν συχνά ανάμεσα στον εξωτισμό των τριτοκοσμικών κινημάτων και το épater le bourgeois, που ήταν μια παλιά στάση της γαλλικής Αριστεράς. «Οι βόμβες είναι πυροτεχνήματα για τους νυσταλέους», έλεγε το 1972 ο Νόρμαν Μέιλερ: υπήρχαν πράγματι «οργανωμένοι» που το πίστευαν ενθουσιώδεις και περιχαρείς. Άλλοι πάλι βαριούνταν θανάσιμα στις πολιτικές οργανώσεις και στη διάρκεια των ατέρμονων συνεδριάσεων εύχονταν να εκτοξευτούν στη Χώρα του Ποτέ-Ποτέ απ’ όπου κανείς δεν επιστρέφει.
Για όσους έχουν ζήσει για λίγο καιρό μ' αυτόν τον τρόπο -και είναι κάμποσοι- το μυθιστόρημα του Jean Rolin είναι μια αφήγηση ξεκαρδιστική, γεμάτη μικρές και μεγάλες αλήθειες, καυστικές παρατηρήσεις για το πώς χάνει κανείς τον χρόνο του ακούγοντας και λέγοντας κοινοτοπίες. Αντιθέτως, για όσους έχουν αφιερώσει την ύπαρξή τους στον αγώνα, για τα σημερινά δηλαδή στελέχη των σταλινικών και σταλινοειδών οργανώσεων, αποτελεί μια προσβολή: είναι η αυτοβιογραφία ενός λιποτάκτη, ενός προδότη. Καθώς, σύμφωνα με τα άγρια ήθη των μαοϊκών οργανώσεων, όποιος περιφέρεται στην πλατεία Γκαμπετά μια υπέροχη ανοιξιάτικη μέρα χωρίς να σκέφτεται τη στρατηγική της επανάστασης, είναι εν δυνάμει αποστάτης και εχθρός του λαού, το μυθιστόρημα του Jean Rolin υπονομεύει τη μυθολογία του αριστερισμού -ο ήρωας κοιτάζει ολόγυρα του στην πλατεία κι αναρωτιέται μήπως το ανοιξιάτικο πλήθος έχει το δίκιο με το μέρος του.
Ο αριστερισμός είναι μια αρρώστια: κι όπως οι περισσότερες αρρώστιες εκδηλώνεται με τον ίδιο τρόπο σε ολόκληρη τη γη· οι «οργανωμένοι» διαβάζουν το Πώς δενόταν τ' ατσάλι του Οστρόφσκι (όπου ηρωίδα είναι μια σταχανοβίστρια με «ωραία αντρίκια χέρια»!)· επικαλούνται το Τι να κάνουμε του Λένιν και προσπαθούν να αποβάλουν τις μικροαστικές τους συνήθειες, να ταυτιστούν με τις μάζες. Πλάνα αυτομόρφωσης με μεταφράσεις κινεζικών κειμένων, πολιτικές ταινίες (ανάμεσα στις οποίες γλιστράει ο Γκοντάρ), συζητήσεις για την «προλεταριοποίηση» και για τη στρατηγική των απεργιών, αποστολές που εκτελούνται και εσωτερικές συγκρούσεις που δεν εξωτερικεύονται: έτσι ανεβαίνει ο «πυρετός» της οργάνωσης. Μέσα σ' αυτόν τον πυρετό, στις στρατολογήσεις, στις διαδηλώσεις, στις συνεδριάσεις και στην προπαγάνδα, συγκροτείται ένας τρόπος ζωής που αποτελεί μικρογραφία του αριστερού κινήματος στη Γαλλία: η «οργάνωση» περιέχει τόσο πολύ το παρελθόν -από τον αναρχικό Προυντόν μέχρι τον κομμουνιστή Βαλντέκ Ροσέ- που μοιάζει καθηλωμένη σ' αυτό. Ακόμα, αποτελεί μικρογραφία της σοσιαλιστικής κοινωνίας: γραφειοκράτες καθοδηγητές, αφελή στελέχη κι ακόμα αφελέστεροι συνοδοιπόροι (οι λεγόμενοι useful idiots), νεαροί από την επαρχία που κοκκινίζουν όταν ακούνε σόκιν ανέκδοτα. Και γυναίκες μοιραίες, σαν να ξεπηδάνε από φιλμ νουάρ, ή απλώς από φιλμ της νουβέλ βαγκ· γυναίκες που δεν θα μείνουν για πολύ στην οργάνωση, που θα παντρευτούν και θα γίνουν γραμματείς.
Η οργάνωση θυμίζει τον κινηματογράφο της Αριστερής Όχθης· ή εκείνη την κάπως ασαφή πρωτοπορία που όριζε ο Αλεξάντρ Αστρύκ με τον όρο «κάμερα-στυλό». Εδώ πρόκειται μάλλον για στυλό-κάμερα: τα γεγονότα που περιγράφει ο Rolin με αλλεπάλληλες εικόνες -από τις πολιτικές εκδηλώσεις μέχρι τα ξενύχτια με μπίρες και μουσική σόουλ- είναι στην πραγματικότητα ολόκληρο το χρονικό της παρισινής νεολαίας (εκείνης των καλών συνοικιών και του συγχρωτισμού της με την προλεταριακή) όπως την είδε ο Γκοντάρ στα τέλη της δεκαετίας του '60. Η διαφορά έγκειται στο ότι ο Γκοντάρ βρισκόταν ακόμα πολύ κοντά στις συγκινήσεις της εποχής, έτσι δεν μπορούσε να δει πόσο «μοδιστρούλα» είναι ο μεγάλος επαναστάτης Μαρτέν, ούτε πόσο ασυνάρτητο είναι να θαυμάζεις τον Νίτσε μαζί τον Μαρξ και τον Λένιν. Εξάλλου, ο Rolin φαίνεται να προτιμάει την πιο «αναρχική» από τις μεγάλες ταινίες του Γκοντάρ, τον Τρελό Πιερό, που αποπνέει το εκρηκτικό πνεύμα της δεκαετίας του '60 -τη δίψα για περιπλάνηση, την αποθέωση του Αμερικανικού Αιώνα- μολονότι τα περιστατικά της Οργάνωσης θυμίζουν περισσότερο την Κινέζα και το Όλα πάνε καλά. Κατά κάποιον τρόπο.
Ο κινηματογράφος μυθοποιούσε το επαναστατικό κλίμα παρουσιάζοντας το φοιτητικό και εργατικό κίνημα σαν μια γιορτή. Ο Jean Rolin -όπως ο Αντονιόνι στο Ζαμπρίσκι Πόιντ- περιγράφει την «αριστερή μελαγχολία», την πλήξη των οργανωτικών διαδικασιών, τη μετριότητα και συχνά τη γελοιότητα της επαναστατικής φρασεολογίας. Παραλλήλως, η Οργάνωση είναι η ανάμνηση της νιότης που ο Rolin αντιμετωπίζει με συγκρατημένη τρυφερότητα και ειρωνεία: περιγράφει φιλίες, έρωτες, μεθύσια (ο Μάλκολμ Λόουρυ είναι ένα από τα πρότυπα του αριστεριστή ήρωα) και βιβλία που σφράγισαν μια ολόκληρη γενιά -περιέργως, το Ταξίδι στα βάθη της νύχτας είναι ένα απ’ αυτά- ενώ καταφεύγει στα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου όταν βυθίζεται σε επαναστατική και ερωτική απελπισία. Όλα είναι αστεία και μαζί σοβαρά, αιφνίδια κι αναμενόμενα: τα μέλη της οργάνωσης γνωρίζουν τη συντροφικότητα και το μίσος, επαναλαμβάνουν με έξαψη συνθήματα που έχουν ακουστεί χιλιάδες φορές πριν απ' αυτούς («το εργατικό κίνημα θα σε ξεράσει», «κάτω οι λακέδες της αντίδρασης»), πουλάνε έντυπα με τίτλους όπως Το κόκκινο μυρμήγκι, ή Η υπόθεση του λαού κι έπειτα μεγαλώνουν, γίνονται ακροδεξιοί, θρησκευόμενοι, ναρκομανείς και επιχειρηματίες με ταλέντο στο μάνατζμεντ. Μέσα από το χρονικό της οργάνωσης, ξετυλίγεται το εργατικό κίνημα της Γαλλίας -το κίνημα των μεταλλουργών και των λιμενεργατών- και αναπαρίσταται η ατμόσφαιρα μιας εποχής που άλλοτε έμοιαζε με πόλεμο κι άλλοτε με φάρσα. Μερικοί γίνονται ήρωες, άθελά τους, σαν τον Γκαμπί όταν γύρισε από την Αλγερία, ενώ άλλοι πάνε στην Ιρλανδία για να συμπαρασταθούν στους οπαδούς του ΙRΑ και να τραγουδήσουν μαζί τους τη Μασσαλιώτιδα, άσμα εξ ορισμού σοβινιστικό το οποίο όμως φαίνεται να γνωρίζει μεγάλη επιτυχία στο διχασμένο Μπέλφαστ. Οι «ταραχές» στη Βόρεια Ιρλανδία έπαιξαν, έτσι κι αλλιώς, καθοριστικό ρόλο στην πορεία των κινημάτων στις αρχές της δεκαετίας του 1970: όπως και στη γενική ιστορία, έτσι και στο μυθιστόρημα του Rolin σημάδεψαν το τέλος της επαναστατικής εποχής - ξαφνικά όλα έγιναν πιο αιματηρά, επικίνδυνα και διφορούμενα. Και καθώς προχωρεί η δεκαετία του '70, οι ευρωπαϊκές δικτατορίες καταρρέουν κι ο αφηγητής της Οργάνωσης κλέβει ένα Κουαντρώ από το σουπερμάρκετ κι αρπάζει ένα γερό συνάχι.
Την επανάσταση που πνέει τα λοίσθια διαδέχεται μια άλλη μορφή συντροφικότητας: όταν έχει μεγαλώσει κανείς μαζί με τους άλλους, δίπλα τους κι εναντίον τους, δυσκολεύεται να βρει την ατομικότητά του. Άλλωστε ντρέπεται γι' αυτή κι ούτε καν την αναζητεί πια. Έτσι, οι περισσότεροι κομμουνιστές καταλήγουν διευθυντικά στελέχη που «διαχειρίζονται» ανθρώπους και κεφάλαια εφαρμόζοντας την εμπειρία τους από την οργάνωση. Εδώ, ο ήρωας μπαίνει σε μια άλλη «οργάνωση», που διέπεται επίσης από παραμυθία και που, αυτή τη φορά, είναι πραγματικά και όχι φαντασιωτικά, παράνομη. Αφού, όταν παίρνεις «ναρκωτικά» είσαι υποχρεωτικά μέρος ενός συστήματος αγοράς-διανομής-κατανάλωσης, η ύπαρξή σου διέπεται από πνεύμα συλλογικότητας που την ίδια στιγμή σε κάνει να ξεχωρίζεις από όσους δεν συμμετέχουν σ' αυτό. Όπως φαίνεται κι από το μυθιστόρημα του Rolin, είναι σχεδόν φυσικό να γίνει κανείς ελαφρώς ναρκομανής όταν έχει υπάρξει αριστεριστής, δηλαδή όταν βρίσκεται σε πόλεμο με την κοινωνία, όταν αψηφά νομιμότητα και θεσμούς, όταν έχει μάθει να ζει μέσα στην ιεραρχία, στη συνωμοτικότητα και στα «βρόμικα» μυστικά. Επιπλέον, έτσι γίνεται κανείς ευάλωτος στη θρησκεία αν δεχτούμε πως η θρησκεία είναι επίσης μια πάθηση σαν τον αριστερισμό, εφόσον οι πολιτικές ομάδες είναι θρησκευτικής εμπνεύσεως και τρέφονται από θρησκευτικά οράματα, από τις προσδοκίες της αυτοθυσίας και του επέκεινα.
Για τον ήρωα του βιβλίου, ο Μάο Τσε Τουνγκ, το LSD και τα τσιγαριλίκια αντικαθίστανται από την αγία Ούρσουλα, ενώ τους συντρόφους αντικαθιστούν οι «αδελφοί εν Χριστώ», όσοι επιδίδονται στις πνευματικές ασκήσεις που υπαγόρευσε ο άγιος Ιγνάτιος. Παραλλήλως, αλλάζουν τα αναγνώσματα του: μετά τον Πλεχάνοφ και τον Μπουχάριν, δοκιμάζει να διαβάσει καρδινάλιο Ντανιελού -αλλά δεν τα καταφέρνει. Πρόκειται για έναν παρ’ ολίγο επαναστάτη, που γίνεται παρ’ ολίγο Χριστιανός, περνώντας μια σύντομη φάση ως παρ’ ολίγο ναρκομανής, διότι ό,τι επιτυγχάνεις σε σκοτώνει. Ακούγεται αστείο και είναι: ο Rolin προσεύχεται στην Παναγία και, καθώς συνειρμικά σκέφτεται τον Μωυσή, θυμάται την ταινία Οι δέκα εντολές με τον Τσάρλτον Ήστον και τον Γιουλ Μπρύνερ -ο σύγχρονος Χριστιανός είναι, απαραιτήτως, σινεφίλ. Κι ο σύγχρονος μεσήλικας, αυτός που ήταν πολύ-πολύ νέος στα ταραγμένα χρόνια Ντε Γκωλ-Πομπιντού, φαίνεται να συμφωνεί με τον Λύντον Τζόνσον όταν έλεγε: «Όσοι από τη γενιά μας δεν υπήρξαν κομμουνιστές ή απόβλητοι όταν ήταν νέοι είναι ανάξιοι λόγου».
ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, 1996
[1] Εκδόσεις Πόλις, 1997, μετ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου