
Η Τίνα Ντάρμα μας συστήθηκε πρόσφατα με μια συλλογή με σαράντα διηγήματα σύγχρονης και ποπ θεματικής, με τίτλο «Δε Μπουκ», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Floral Books. Credits φωτογραφίας: Λαμπρίνα Σικοτακοπούλου
Επιμέλεια: Λεωνίδας Καλούσης
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;
Θα σύστηνα το βιβλίο μου Δε Μπουκ καθαρά για ψυχαγωγικούς λόγους! Το γέλιο λείπει το τελευταίο καιρό από τη καθημερινότητά μας και επάνω σε αυτή τη βάση ξεκίνησα να γράφω τις σαράντα αυτοτελείς ιστορίες του βιβλίου μου… που έχει σαν θέμα όλα τα άλλα βιβλία αλλά και φυσικά και το ίδιο.
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας συγγραφέας. Τι το καινούριο φέρνει;
Οι νέοι συγγραφείς είναι ελάχιστοι στη χώρα αυτή και οι ευκαιρίες τους για έκδοση ακόμα πιο λίγες. Δεν ξέρω τι θα του απαντούσα γιατί ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός και ξεχωριστός και όλοι μας έχουμε τη δυνατότητα να φέρουμε κάτι καινούργιο σε αυτό τον κόσμο, όταν θα ασχοληθούμε με αυτό που πραγματικά αγαπάμε.
Κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός και ξεχωριστός και όλοι μας έχουμε τη δυνατότητα να φέρουμε κάτι καινούργιο σε αυτό τον κόσμο.
Α, και ένα μεγάλο ευχαριστώ για το «συγγραφέας» (αυτό θα του το έλεγα σίγουρα) και θα διόρθωνα το ένας με τη λέξη μία!
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες -κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.- τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους.
Και βέβαια! Με όλους τους πιθανούς τρόπους. Στο βιβλίο μου έχω αμέτρητες αναφορές σε συγγραφείς και καλλιτέχνες που αγαπάω και έχουν επηρεάσει την οπτική και την αισθητική μου. Μία ζωή χωρίς τέχνη γύρω μας, θα ήταν μια βαρετή ζωή, χωρίς νόημα.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Αρθρογραφώ σε site και περιοδικά πολλά χρόνια, σχεδόν μια δεκαετία. Τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα για κάποιον που θέλει να γράψει ένα βιβλίο στην Ελλάδα του 2022 πόσο μάλλον όταν δεν υπάρχουν χρήματα από πίσω... Και ειλικρινά λυπάμαι για αυτό, γιατί στο πέρασμα των χρόνων θα χαθούν και χάνονται διαμάντια… καθαρά από αναξιοκρατία. Το βιβλίο μου, το έγραψα ένα χρόνο πριν την πρώτη καραντίνα και στη συνέχεια, το ξαναέγραψα περίπου 20 φορές. Μου πήρε δύο χρόνια για το πρώτο μου «επίσημο» ραντεβού με εκδοτικό οίκο μετά από 200 mails σε όλους τους εκδοτικούς οίκους της χώρας (όλα διπλά), δύο αρνητικές απαντήσεις (οι υπόλοιποι 197 δεν μου απαντούσαν καν στα e-mails) και ένας εκδοτικός οίκος μου ζήτησε 3.000 ευρώ (με αυτό το ποσό μπορείς να τυπώσεις και μόνος σου κάποια αντίτυπα).
Όταν το είδα τυπωμένο για πρώτη φορά τα έχασα και όταν γύρισα στο σπίτι μου παραδέχομαι δημόσια ότι έκλαψα για καμία ωρίτσα περίπου. Ήταν σα να μου πήρε μαγικά κάποιος όλη την ένταση και το ίδιο βράδυ κοιμήθηκα πιο γαλήνια από ποτέ!