Του Κώστα Αγοραστού
Με το πρώτο της βιβλίο, Ο ήχος του ακάλυπτου (εκδ. Πόλις) η Κάλλια Παπαδάκη δεν απέσπασε μόνο το βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα του περιοδικού «Διαβάζω» αλλά και την εκτίμηση και αποδοχή των ομοτέχνων της. Φέτος, έπειτα από έξι χρόνια, κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο της πεζογραφίας με τίτλο Δενδρίτες (εκδ. Πόλις), ενώ στο ενδιάμεσο είχε παρεμβληθεί η ποιητική συλλογή Λεβάντα τον Δεκέμβρη (εκδ. Πόλις).
Οι Δενδρίτες είναι ένα φιλόδοξο μυθιστόρημα, η ιστορία του οποίου λαμβάνει χώρα στο Κάμντεν του Νιου Τζέρσεϊ τη δεκαετία του '80 πηγαίνοντας πίσω μέχρι την ποτοαπαγόρευση και το Κραχ στο αμερικανικό χρηματιστήριο. Δύο γενιές Ελλήνων βιώνουν την άνοδο και την πτώση του αμερικανικού ονείρου, τη διάψευση των προσδοκιών τους και τη ματαίωση των σχεδίων τους.
Η Κάλλια Παπαδάκη έγραψε ένα χαμηλόφωνο και ταυτόχρονα συναρπαστικό μυθιστόρημα για το πώς αλλάζει ο κόσμος και μαζί με αυτόν στροβιλίζονται στη δίνη του πρόσωπα, αισθήματα και πάθη.
Το πρώτο σας βιβλίο κυκλοφόρησε το 2009 και περιλάμβανε έξι διηγήματα μεγάλης έκτασης, με τις ιστορίες των ηρώων τους να συναντιούνται, με κάποιον τρόπο, στον ακάλυπτο μιας πολυκατοικίας στην Αθήνα. Στο μυθιστόρημά σας η δράση λαμβάνει χώρα στο Κάμντεν, του Νιού Τζέρσεϊ, σε δύο χρονικές περιόδους, τη δεκαετία του ’20 και του ‘30 και σε αυτή του ’80. Πόση συγγραφική απόσταση διανύσατε από το πρώτο σας βιβλίο σε αυτό;
Οι προσωπικές ήττες κι οι συμβιβασμοί, οι μεγάλες κι οι μικρές απογοητεύσεις, εκεί βρίσκεται το πρωτεύον υλικό.
Έχουν περάσει έξι χρόνια από το πρώτο μου βιβλίο και μέσα σ᾽ αυτό το διάστημα νιώθω ότι διέσχισα ένα σύνορο. Αν κάτι άλλαξε είναι ότι κουβαλώ τον χρόνο μέσα μου σαν σμιλεμένο βίωμα, ότι μπορώ και μιλώ για πράγματα που έχω ζήσει ή πάλι για πράγματα που θα μπορούσα να είχα ζήσει. Υπάρχει ένα περίεργο αίσθημα ενηλικίωσης στη γραφή, κι αυτό δύναται να το φέρει μόνο το πέρασμα του χρόνου, οι προσωπικές ήττες κι οι συμβιβασμοί, οι μεγάλες κι οι μικρές απογοητεύσεις, εκεί βρίσκεται το πρωτεύον υλικό, στην ανάγκη να μιλήσεις και να γράψεις για τα μικρά και τα καθημερινά που φανερώνουν και σηματοδοτούν τα μεγάλα.
Στο μυθιστόρημα σκιαγραφείτε με ζωηρά χρώματα την ακμή, τα χρόνια της ευημερίας, και αμέσως μετά τον Πόλεμο, αυτά της κρίσης και της παρακμής του Κάμντεν, μέσα από την ιστορία μιας οικογένειας ελλήνων μεταναστών. Πώς ήρθε στα χέρια σας το πραγματολογικό υλικό (κάνατε έρευνα, επισκεφτήκατε το Κάμντεν), και πώς το εντάξατε στην πλοκή της ιστορίας σας χωρίς να τη «βαραίνει»;
Πάντα μου έκανε εντύπωση στην Αμερική η συλλογική ψευδαίσθηση ότι το αμερικανικό όνειρο κι ό,τι αυτό αντιπροσωπεύει στο φαντασιωσικό του καθενός είναι αναμφισβήτητα εφικτό, εάν και εφόσον κάποιος το επιθυμήσει και προσπαθήσει αντίστοιχα πολύ. Η επιτυχία κι η καταξίωση είναι συνυφασμένες στο θυμικό του Αμερικανού πολίτη με το θέλω άρα και το μπορώ, και μάλιστα δύνανται ενίοτε να ποσοτικοποιηθούν, ως αποτέλεσμα και σύναρτηση αυτού του θέλω και μπορώ. Θέλησα, λοιπόν, κι εγώ με την σειρά μου να γράψω ένα μυθιστόρημα γι᾽αυτούς που δεν τα κατάφεραν, όχι γιατί δεν θέλησαν ή δεν προσπάθησαν αρκετά, αλλά γιατί οι συγκυρίες ήταν τέτοιες, που στην πορεία η Ιστορία τους προσπέρασε, αν όχι τους παραμέρισε. Επέλεξα την πόλη του Κάμντεν για να στεγάσω το μυθιστόρημά μου γιατί δεν την επισκέφτηκα ποτέ, και έτσι δεν είχα προκαταλήψεις κι όρια στους συλλογισμούς και στις επαγωγές μου. Θέλω να πιστεύω πως συχνά το ένστικτο σε συνδυασμό με την έρευνα σ᾽οδηγούν καλύτερα και σωστότερα στην ουσία και το βάθος των πραγμάτων. Έκανα έρευνα κοντά ένα χρόνο, κι ήρθα σε επαφή με την ελληνική ορθόδοξη κοινότητα του Άγιου Θωμά στο προάστιο του Τσέρι Χιλ, που φρόντισε να μου στείλει έντυπο υλικό για την πόλη του Κάμντεν και την ελληνική ομογένεια. Το πραγματολογικό υλικό ήταν το πλαίσιο της αφήγησης, οι ιστορίες των ανθρώπων η ουσία.
Για την αφήγηση της ιστορίας σας χρησιμοποιείτε ενεστώτα και μακροπερίοδο λόγο. Μιλήστε μας γι’ αυτές σας τις επιλογές και το πώς σας βοήθησαν να αποδώσετε τους χαρακτήρες και το ιστορικό πλαίσιο.
Η χρήση του ενεστώτα ήταν μια αυθόρμητη επιλογή, ήρθε σαν αυτοματισμός όταν ξεκινούσα να γράφω το μυθιστόρημα, ήθελα να δώσω ζωντάνια κι αμεσότητα στο κείμενο, να μιλήσω για το παρόν και τις επιλογές των χαρακτήρων μου, χωρίς να μοιάζουν ήδη με κάτι το μακρινό και τετελεσμένο. Ήθελα να έχω την ψευδαίσθηση ότι τα πράγματα μπορούν να πάρουν ανά πάσα στιγμή κι άλλη τροπή, κι ότι οι πράξεις των χαρακτήρων μου παίρνουν μορφή και σχήμα μπροστά στα μάτια μου. Ήθελα να ζήσω μαζί τους στο 1980 σαν να ήταν σήμερα. Βέβαια, κάνω χρήση και του παρελθοντικού χρόνου, όταν μεταπηδώ στις προηγούμενες γενιές και στις δεκαετίες του ‘20 και του ‘30· εκεί η παρελθοντική χρήση είναι αναγκαία, για ν’ ανασάνει το κείμενο στο χώρο και το χρόνο. Επέλεξα το στρωτό μακροπερίοδο λόγο γιατί, κατά τη γνώμη μου, έχει μια λανθάνουσα προφορικότητα, κι έχει συχνά κανείς την αίσθηση ότι ζει μέσα στο κείμενο, στον ειρμό του παντογνώστη συγγραφέα.
Στην έναρξη κάθε κεφαλαίου χρησιμοποιείτε αποσπάσματα από ποιήματα των Ουίτμαν και Βιρτζίλιο, οι οποίοι έζησαν στο Κάμντεν. Ποια η σχέση σας με την ποίηση, αν συνυπολογίσουμε ότι το δεύτερο βιβλίο σας ήταν ποιητική συλλογή (Λεβάντα τον Δεκέμβρη, εκδ. Πόλις);
Η ποίηση είναι και θα είναι κατά κάποιον τρόπο ο σελιδοδείκτης μου, η εκκίνησή μου, η πυξίδα μου κι η απαρχή του συγγραφικού μου κόσμου.
Η ποίηση είναι και θα είναι κατά κάποιον τρόπο ο σελιδοδείκτης μου, η εκκίνησή μου, η πυξίδα μου κι η απαρχή του συγγραφικού μου κόσμου.
Ασχολείστε παράλληλα με τα σενάρια για τον κινηματογράφο. Σε ποιο βαθμό η συγγραφή ενός μυθιστορήματος έχει ομοιότητες με τη συγγραφή ενός σεναρίου για κινηματογραφική ταινία;
Προσωπικά, δεν βρίσκω ότι υπάρχουν ομοιότητες, παρά μόνο αφηγηματικά δάνεια εκατέρωθεν. Το σινεμά έχει μια ξεχωριστή γλώσσα ολότελα δική του, όπως άλλωστε και το μυθιστόρημα που είναι μια φόρμα από τη φύση της πιο σύνθετη και πεποικιλμένη. Αντιθέτως, ίσως είναι η ποίηση η οποία βρίσκεται πιο κοντά στη γλώσσα και τη δομή του σινεμά, κι αυτό λόγω της συμπύκνωσης των νοημάτων, της κεντρικής ιδέας που διαποτίζει ολάκερο το ποίημα.
Κλείνοντας, ποιο ήταν για εσάς το στοίχημα γράφοντας αυτό το βιβλίο και κατά πόσο θεωρείτε ότι το πετύχατε;
Το στοίχημα που έβαλα με τον εαυτό μου ήταν κάποια στιγμή να τελειώσω το μυθιστόρημα και να πάψω να χρονοτριβώ με την έρευνα και να κανακεύω τους κακούς μου δαίμονες. Νομίζω πως τα κατάφερα!
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.