Στην Αναστασία Καμβύση
Με αφορμή ένα περιστατικό αυτοχειρίας που τη συγκίνησε, η Ζέφη Κόλια (γεννημένη στον Πειραιά και μεγαλωμένη στη Νίκαια) αποφάσισε να μετατρέψει σε μυθιστόρημα τον έρωτα και την από κοινού αναχώρηση από τη ζωή ενός «μυθικού» ζευγαριού της πολιτικής και της διανόησης: του Πολ Λαφάργκ και της Λώρα Μαρξ.
Η συγγραφέας, που σπούδασε δημοσιογραφία χωρίς ποτέ να την κάνει επάγγελμα, έχει εκδώσει μυθιστορήματα, εφηβικά βιβλία και διηγήματα, ενώ το μυθιστόρημά της Λώρα, η τελευταία των Μαρξ, μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Μπορείς να «χωρέσεις» τη Λώρα Μαρξ σε δύο τρεις προτάσεις; Ποια ήταν;
Ο Πωλ Λαφάργκ, ο άνθρωπος που κληροδότησε στην ανθρωπότητα ένα βιβλίο με τίτλο "Το δικαίωμα στην τεμπελιά", ένας «από τους πιο αξιοσέβαστους θεωρητικούς του γαλλικού σοσιαλισμού», τι γοητεία σου ασκεί σαν αναγνώστρια της ιστορίας; Και σαν συγγραφέα;
Υπήρξε μια περίοδος που ήμουν βαθειά και ανομολόγητα ερωτευμένη μαζί του. Μάλλον ακόμα είμαι. Έπιασα -σαν γυναίκα- τους συναισθηματικούς κραδασμούς που λύγισαν την ψυχρή Λώρα. Πίσω απ το εξωτικό κρεολό βλέμμα του ανακάλυψα έναν άντρα φλογερό, ιδεολόγο, θαρραλέο, άφοβο, περιπετειώδη, με σπινθηροβόλο πνεύμα, παράδοξα προχωρημένη σκέψη, καταιγιστικό χιούμορ, κριτική ματιά, αγάπη για την καλή ζωή και τις διασκεδάσεις. έναν εμβριθή γνώστη τόσο του μαρξισμού όσο και του καλού κρασιού, διονυσιακό αλλά και απολλώνιο ταυτόχρονα. Φυσικά είχε πολλά ελαττώματα, ήταν οξύθυμος και εγωιστής, φωνακλάς, αγύριστο κεφάλι, παθιασμένος σε άδικο βαθμό μερικές φορές... Αλλά και ποιος είναι τέλειος;
Ακόμη και σε μια βιογραφική μυθιστορία διακρίνει κανείς το βαρύ ρόλο της οικογένειας στη ζωή των ανθρώπων. Και οι μεγαλύτεροι επαναστάτες στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν μοιάζει να έχουν καταφέρει να σπάσουν τις οικογενειακές αλυσίδες. Τι θα έλεγες για την πρωταγωνίστριά σου; Πως τα πήγε στη ζωή, κάτω από τη σκιά αυτού του τρομερού διανοητή πατέρα της;
Οι τρεις κόρες του λάτρευαν τον Μάρξ και όχι άδικα. Εκτός από μεγάλος διανοητής, υπήρξε και ένας τρυφερός πατέρας ο οποίο έπαιζε ατέλειωτες ώρες μαζί τους, τους διάβαζε πολύ, τις πήγαινε βόλτες και κυρίως τις αντιμετώπιζε από μικρές σαν ισότιμους συνομιλητές. Πολλές φορές ο δόλιος προσπάθησε να τις αποτρέψει από «τους υφάλους στους οποίους είχε προσκρούσει η ζωή της μητέρας τους», δηλαδή τις προειδοποιούσε να μην κάνουν τα ίδια λάθη που είχε κάνει εκείνος και η Τζένη, αλλά δυστυχώς καμία δεν ξέφυγε από την πρόσκρουση. Αναμφίβολα η σκιά του Μαρξ ήταν τεράστια, τόσο κολοσσιαία που σκέπασε ολόκληρο τον πλανήτη. Πόσο μάλλον τα ίδια του τα παιδιά…
Είδες το σύνδρομο της Ηλέκτρας να ανατέλλει αναμοχλεύοντας τη σχέση του Μαρξ με τις κόρες του;
Οι αρχαίες τραγωδίες επαναλαμβάνονται αενάως, γι’ αυτό εξάλλου παραμένουν επίκαιρες. Εδώ όμως το δράμα είναι ότι όλες οι γυναίκες του σπιτιού λάτρευαν τον Μάρξ. Η Λώρα βέβαια ήταν εξαιρετικά κτητική με όσους αγαπούσε, αυτός ήταν ένας από τους λόγους που δεν υπήρξε ποτέ φεμινίστρια: η ιδέα και μόνο του ελεύθερου έρωτα και της χαλαρής συμβίωσης της έφερνε αηδία. Ειδικά όμως με τον πατέρα της είχε στενή συντροφική σχέση. Τον είχε σαν πρότυπο για τα διανοητικά του επιτεύγματα, αλλά τον θαύμαζε και σαν άνδρα. Πριν μπει στη ζωή της ο Λαφάργκ, δεν έδινε δεκάρα για τους νεαρούς που την πολιορκούσαν στενά. Για εκείνη υπήρχε μόνο ο πατέρας της. Ζήλευε ενδόμυχα τη μητέρα της, με αποκορύφωμα την έξαλλη εφηβική σκηνή όπου της σκίζει τα ερωτικά ποιήματα που ανακαλύπτει τυχαία στο συρτάρι της: ήταν γράμματα που είχε στείλει στην Τζένη ο Μάρξ όταν ήταν φοιτητής στο Βερολίνο. Πάντως ένας άνδρας –και μάλιστα με το εκτόπισμα του Κάρλ Μάρξ– ανάμεσα σε πέντε γυναίκες σε δυο καμαράκια σπίτι όπως εκείνο του Σόχο, είναι ένα πρόβλημα από μόνο του, δεν είναι;
Πόσο εύκολο είναι να κάνεις κομπάρσο σε ένα μυθιστόρημα τον Μπακούνιν και να χρησιμοποιήσεις το εργατικό κίνημα ως «σκηνικό» με φόντο το οποίο στήνεις την ιστορία σου;
Ο Μπακούνιν μπήκε στην ιστορία μου όπως ακριβώς έμπαινε στο σπίτι του Μάρξ: απρόσκλητος, θρονιάστηκε στην οθόνη με το γιγαντόσωμο ανάστημα και τις λασπωμένες μπότες του και χαμογελώντας φαφούτικα μου διηγήθηκε με βροντερή φωνή την ιστορία του: Θυελλώδης, εκρηκτικός, ατρόμητος μαχητής, με παροιμιώδη αποστροφή για το χρήμα και την ιδιοκτησία, ένας αριστοκράτης χωρατατζής που λάτρευαν οι φτωχοί άνθρωποι, ο θρύλος Μιχαήλ Μπακούνιν, το λιοντάρι του αναρχισμού. Πόσο κομπάρσος μπορεί να είναι ένας τέτοιος τύπος; Καθόλου, πιστέψτε με. Αν τον άφηνα θα μπορούσε να μου αλώσει όλο το μυθιστόρημα! Γι' αυτό ο Μαρξ με τον Ένγκελς τον καθάρισαν από τη Διεθνή: ήταν πάρα πολύς για να μείνει κομπάρσος.
Το σκηνικό «εργατικό κίνημα» ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι του έργου. Να πιάσεις το κουβάρι από την αρχή. Από την Α’ Διεθνή, τη σύσταση των συνδικάτων, τα κινήματα, τις διασπάσεις, τη θέσπιση της εργατικής πρωτομαγιάς και τις γιγάντιες απεργίες, τις επαναστάσεις και τους πολέμους, την εκβιομηχάνιση και την άνθιση του καπιταλισμού παράλληλα με την γέννηση του επιστημονικού σοσιαλισμού. Χωρίς να το καταλάβω, έγινα η άριστη μαθήτρια που δεν είχα υπάρξει ποτέ. Και το ευχαριστήθηκε η ψυχή μου!
«Ο Μαρξ ανακάλυψε τον θεμελιώδη νόμο που καθορίζει την πορεία και την εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας». Πιστεύεις ότι υπάρχουν τέτοιοι νόμοι και για τις ανθρώπινες σχέσεις;
Οι ανθρώπινες σχέσεις γενικά δεν είναι ο τομέας μου, παρά μόνο σε ό,τι αφορά τους ήρωές μου. Αν καταπιαστώ κάποτε με τον Φρόυντ ή τον Γιουνγκ, ίσως κατανοήσω μερικά πράγματα. Αν πάλι πρέπει να βγάλω συμπεράσματα από την εμπειρία μου επί προσωπικού, τότε σας παραπέμπω στα… κουλουβάχατα της ιστορίας.
Το βιβλίο σου αναφέρεται σε μια εποχή όπου «ένας κόσμος τέλειωνε, ένας άλλος είχε αρχίσει ήδη να γεννιέται». Από αυτή την άποψη, αναφέρεται και στην εποχή μας;
Τότε ξεκινούσε η βιομηχανική επανάσταση ενώ σήμερα βιώνουμε την αντίστοιχη τεχνολογική. Κατά τα λοιπά, η ιστορία μοιάζει να κάνει συνεχώς κύκλους, πολλές φορές είχα την αίσθηση ότι αυτά που περιέγραφα τα είχα ζήσει και στη σύγχρονη εποχή, κυρίως σε ό,τι αφορά τα πολιτικά ζητήματα, την αδυναμία του εργατικού κινήματος να βρει κοινό βηματισμό, τα θυελλώδη συνέδρια και τις ιστορικές διασπάσεις της αριστεράς διεθνώς. Η θεμελιώδης διαφορά των εποχών όμως έγκειται στο ότι τότε βρίσκονταν σε οργασμό οι ιδέες, οι πρωτοπορίες, οι διανοητές, η φιλοσοφία ήταν παρούσα στη μάχη της καθημερινής ζωής. Σήμερα όλα αυτά έχουν αντικατασταθεί από τις στείρες θεωρίες των τεχνοκρατών και τα παιχνίδια των τραπεζών. Οι λαοί στενάζουν, το εργατικό κίνημα χάνει τις κερδισμένες με αίμα κατακτήσεις του, αλλά δεν υπάρχουν πλέον ούτε ιδεολογίες ούτε φωτισμένα μυαλά. Μόνο χάος.
Από τα ιστορικά πρόσωπα με τα οποία καταπιάνεσαι στο βιβλίο, ποιο σε γοήτευσε περισσότερο; Και ποιο σε απογοήτευσε καθώς σκάλιζες όλο και πιο βαθιά και προσεκτικά την ιστορία του;
Αναμφίβολα η πιο γοητευτική προσωπικότητα ήταν ο Φρίντριχ Ένγκελς. Αν δεν υπήρχε ο «θείος Φρέντ» ο Μάρξ όχι μόνο δεν θα είχε κατορθώσει να τελειώσει Το Κεφάλαιο, αλλά αναπόφευκτα η προσωπικότητά του θα εκφυλιζόταν μέσα στην φτώχεια και τις στερήσεις. Ήταν ο φύλακας άγγελος της οικογένειας, ένας επαναστάτης βιομήχανος, ένας διανοούμενος ο οποίος μιλούσε εννέα γλώσσες με τις διαλέκτους τους, αλλά αγάπησε φτωχές εργάτριες. Επίσης ο Ένγκελς ήταν ο μόνος ικανός να ταξινομήσει τα χειρόγραφα του Μαρξ και να δημοσιεύσει, μετά θάνατον, τα έργα του. Είχε φυσική ευγένεια και παροιμιώδες χιούμορ, στοιχεία που δεν τον εγκατέλειψαν ως τις τελευταίες μέρες του. Εκτός από κορυφαίος διανοητής, ήταν ο φίλος που κάθε άνθρωπος θα ήθελε να έχει στο πλάι του.
Με απογοήτευσε η Ελεονόρα (Τούσυ), η μικρότερη κόρη του Μάρξ. Παρότι ήταν η πιο φλογερή αγωνίστρια, μια πρωτοπόρα σοσιαλίστρια φεμινίστρια που έφτασε ως τη Νέα Υόρκη προκειμένου να προπαγανδίσει τις ιδέες της, αυτοκτόνησε από ερωτική κατάθλιψη στα σαράντα τέσσερα χρόνια της. Όπως έγραψε ο φίλος της Μπέρναρντ Σω, «παρά την ευφυΐα και την διαύγειά της, υπήρξε το πρόθυμο θύμα ενός ανθρώπου που δεν είχε τον παραμικρό δισταγμό όσον αφορούσε το χρήμα και τις φούστες…» Εν κατακλείδι, η Τούσυ Μάρξ είναι η ζωντανή απόδειξη του ότι καμιά επανάσταση δεν φέρνει την ευτυχία αν πρώτα απ όλα δεν τα έχεις καλά με τον εαυτό σου.
Και μια υποθετική ερώτηση. Φαντάζεσαι τους ήρωές σου να ζουν στο σήμερα; Θα αγανακτούσαν ο Πωλ και η Λώρα; Θα έβγαιναν στους δρόμους; Θα υποστήριζαν τον ένοπλο αγώνα; Θα κλείνονταν στην ασφάλεια μίας πανεπιστημιακής αυλής;
Το έχω σκεφτεί, αλλά ειλικρινά δυσκολεύομαι να απαντήσω. Ίσως να ζούσαν απομονωμένοι σε κάποιο σπίτι κοντά στη θάλασσα γράφοντας και μεταφράζοντας. Αλλά μπορεί και όχι. Η Λώρα σίγουρα δεν θα έβγαινε στους δρόμους, δεν της άρεσε ο συνωστισμός του πλήθους. Και δυσκολεύομαι να φανταστώ τον Πωλ θερμό κομμουνιστή μετά την εγκαθίδρυση του υπαρκτού σοσιαλισμού με τα πενταετή πλάνα και τα πριμ για την εντατική εργασία. Πιθανόν να ήταν ένας μικροπαραγωγός κρασιού κάπου στις Κυκλάδες, ο οποίος θα δημοσίευε πολιτικά δοκίμια και φιλοσοφικά άρθρα και θα οργάνωνε τοπικές κολεκτίβες προώθησης βιολογικών προϊόντων. Μάλλον αυτό είναι το πιο επαναστατικό σχέδιο που μπορώ να σκεφτώ για τις μέρες μας…
Μιλώντας για το βιβλίο σου, μια άλλη Λώρα έρχεται στο μυαλό μου: Τα Μάτια της Λώρα Μαρς στοίχειωσαν την εφηβεία μου. Στην ταινία του Κέρσνερ με τη Φαίη Ντάναγουεϊ και τον Τόμι Λι Τζόουνς, η Λώρα σκοτώνει τον εραστή της, σχεδόν κάνοντάς του χάρη, για να τον γλυτώσει από τον παρανοϊκό εαυτό του. Η Λώρα Μαρξ αφήνεται στη θανατηφόρο ένεση του συζύγου της, ξέροντας ότι θα την ακολουθήσει στο θάνατο. Ανέκαθεν, η τέχνη περιέβαλε με έναν ρομαντικό μανδύα τους φόνους και τις αυτοκτονίες μεταξύ εραστών. Σε βρίσκει σύμφωνη αυτή η προσέγγιση;
Μετά την κινηματογραφική Λώρα Μάρς, τώρα έχουμε και τη λογοτεχνική Λώρα Μαρξ, λοιπόν. Άραγε ποια ηθοποιός θα μπορούσε να ενσαρκώνει τον ρόλο της σε μια αντίστοιχη ταινία; Ο θάνατος και οι εραστές, ναι. Το απόλυτα μοιραίο παιχνίδι. Ή όταν η ζωή σκηνοθετεί το φαντασμαγορικότερο φινάλε. Όντως, η τέχνη τρέφεται από τέτοια δράματα. Όταν όμως οι άνθρωποι αυτοί έχουν πραγματικά υπάρξει, μερικές φορές στοιχειώνουν τον ύπνο σου. Και μερικές άλλες σε παίρνουν απ’ το χέρι και σου δείχνουν τον δρόμο.