Στον Κώστα Αγοραστό
Ο Δημήτρης Μαμαλούκας μόλις κυκλοφόρησε το νέο του μυθιστόρημα Κράτα μου το χέρι (εκδ. Ψυχογιός). Μια ιστορία για έναν ήρωα που "αποζητάει τη σωτηρία της ψυχής του και τη λύτρωση από την κατάρα του. Η σωτηρία της ψυχής του εξαρτάται από τη συγγραφή του βιβλίου του κι η λύτρωση από το τέλος που επιζητάει, την αυτοκτονία".
Κουβεντιάσαμε μαζί του για τη διαδικασία της γραφής και το νέο του βιβλίο.
Στο τελευταίο σας μυθιστόρημα πρωταγωνιστεί ένας ιδιαίτερος και μοναχικός χαρακτήρας. Πείτε μου, από πού αντλήσατε στοιχεία για την προσωπικότητά του.
Ο ήρωας παρουσιάστηκε μέσα μου μια καλοκαιρινή μέρα του 2009. Στην αρχή ήταν ένας τύπος που έφτανε σε μια άγνωστη γκρίζα και μουντή πόλη θέλοντας μόνο να βρει μια γωνιά για να γράψει το βιβλίο του. Δεν μπορώ να εντοπίσω πού ακριβώς έψαξα για να βρω τα υπόλοιπα στοιχεία της προσωπικότητάς του. Σιγά σιγά έγραφα στο χαρτί ό,τι έπραττε κι εκείνος μου αποκάλυπτε περισσότερα στοιχεία για τον εαυτό του. Μεγάλο ρόλο έπαιξε το διαμερισματάκι που διάλεξε να μείνει. Ίσως δεν διάλεξε εκείνος το μικρό σπίτι που δέρνεται οχτώ ώρες απ’ τα ηχεία του σινεμά, αλλά το διαμερισματάκι διάλεξε εκείνον. Κι έπειτα, κάθε μέρα που προχωρούσα το βιβλίο εκείνος μου φανέρωνε όλο και περισσότερα για τον εαυτό του… Με λίγα λόγια ο ήρωάς μου, μου αποκάλυψε την προσωπικότητα και τη μοίρα του.
Ο πρωταγωνιστής σας αναζητεί την αγάπη, παρόλο που έχει αποφασίσει να ζήσει μόνος του, και συνεχώς δίνει μια μάχη με το Κακό. Υπάρχει τελική λύση σε όλο αυτό;
Δεν αποζητάει ακριβώς την αγάπη, αποζητάει τη σωτηρία της ψυχής του και τη λύτρωση από την κατάρα του. Η σωτηρία της ψυχής του εξαρτάται από τη συγγραφή του βιβλίου του κι η λύτρωση από το τέλος που επιζητάει, την αυτοκτονία. Αυτό είναι και το Κακό που μάχεται. Η κατάρα που έχει κληρονομήσει. Αλλά συγχρόνως το Κακό παρουσιάζεται γύρω του με πολλές και διαφορετικές μορφές, θα λέγαμε ότι τον κυκλώνει κάθε μέρα. Από την απρόσωπη πόλη, τα δαιμόνια πάνω από την είσοδο, τους εκκωφαντικούς θορύβους των ηχείων του σινεμά, τους καυτούς σωλήνες του καλοριφέρ, την πολυκατοικία που δεν τον αφήνει να την εξερευνήσει, το σκύλο που του επιτίθεται μέχρι τα απεχθή άτομα που περιβάλλουν μια αθώα ψυχή, δηλαδή την κοπέλα.
Ο ήρωάς σας προσπαθεί να γράψει ένα βιβλίο και δεν τα καταφέρνει. Η «ζωή» εισβάλλει δυναμικά και του ανατρέπει τα σχέδια. Εσείς νιώσατε ποτέ, κατά καιρούς, ότι προηγούνται άλλα ζητήματα πέρα από τη λογοτεχνία;
Το νιώθω συχνά, πολύ περισσότερο αυτές τις δύσκολες οικονομικά μέρες. Όμως είμαι «ταγμένος» πια στο γράψιμο. Κι αν αυτό ακούγεται πολύ ηρωικό δείτε το αλλιώς: συνειδητοποίησα πως είμαι λίγο πολύ άχρηστος: δεν ξέρω να κάνω τίποτα άλλο παρά να γράφω βιβλία.
Λέτε κάπου μέσα στο βιβλίο: «Στην προηγούμενη ζωή του δεν ήταν συγγραφέας, ασκούσε άλλο επάγγελμα». Υπονοείτε πως όταν κάποιος συνειδητοποιεί ότι έχει το χάρισμα του γράφειν αλλάζει και η ζωή του;
Όχι δεν υπονοώ αυτό. Είναι καθαρά θέμα του ήρωα. Νιώθει έτσι, και πράττει έτσι. Έχει εγκαταλείψει τα πάντα και νιώθει συγγραφέας. Το ’χει πιστέψει απόλυτα. Το βλέπει σαν σανίδα σωτηρίας απέναντι στην κατάρα που τον κυνηγάει. Η ζωή του άλλαξε, αλλά όχι επειδή αισθάνθηκε ή πίστεψε ότι έγινε συγγραφέας.
Για εσάς πότε ήταν αυτή τη στιγμή;
Θα σας πω πότε αισθάνθηκα ότι μπορώ να αποκαλώ τον εαυτό μου συγγραφέα. Όταν ολοκλήρωσα το τρίτο μου βιβλίο, το «Η απαγωγή του εκδότη», ένα μεγάλο μυθιστόρημα –για πολλούς το καλύτερό μου μέχρι τώρα- ξεκινώντας μόνο από μια εικόνα και όχι από προσωπικές εμπειρίες.
Έχετε κυκλοφορήσει επτά μυθιστορήματα και έχετε συμμετάσχει σε αρκετές συλλογές διηγημάτων. Δεν έχετε δώσει όμως έναν «κύκλο» διηγημάτων. Τα θέματά σας δεν «χωράνε» στην έκταση του διηγήματος;
Μπα, αντιθέτως. Χωράνε και παραχωράνε. Κι εκεί ίσως είναι και πιο εύκολο για μένα που από ιδέες και διαστροφές άλλο τίποτα. Έχω γράψει αρκετά διηγήματα και στα σχέδιά μου είναι τουλάχιστον τρεις ή και περισσότερες συλλογές. Η πρώτη ιδέα μιας συλλογής εντοπίζεται χρονικά το 1987. Όμως παρόλο που υπάρχουν σαν σχέδιο οι συλλογές πάντα χάνουν και υποσκελίζονται από κάποιο μυθιστόρημα που σπρώχνει και βρίσκει τρόπο ν’ ανέβει στην επιφάνεια και να εκδοθεί. Ο λόγος; Δεν ξέρω, ίσως αφήνω τις συλλογές διηγημάτων για αργότερα. Όταν δε θα μπορώ να συνθέσω την απαιτητική πλοκή ενός μυθιστορήματος.
Ποιες είναι οι συγγραφικές σας αναφορές;
Οι επηρεασμοί μου είναι πολλοί: περιπετειώδη μυθιστορήματα του Ιουλίου Βερν, σουρεαλισμός, Ζακ Πρεβέρ, Ουγκώ, αστυνομικά μυθιστορήματα της αγγλικής, γαλλικής και αμερικάνικης σχολής όλων των ειδών: whodunit, noir, pulp, polar κτλ, μυθιστορήματα και διηγήματα τρόμου, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Στίβεν Κινγκ, Κάφκα, Ντίνο Μπουτζάτι, δυστοπικά μυθιστορήματα, Γιενς Μπιέρνεμπο, Roland Topor, Σελίν, Μπάλαρντ, Μπουκόφσκι, Μαρκές και τελευταία ο Κόρμακ ΜαΚάρθι. Από Έλληνες ο Καραγάτσης.
Περιγράψτε μου την ιδανική σας μέρα, ως συγγραφέα.
Θα σας περιγράψω πρώτα μια συνηθισμένη μου μέρα: Ξύπνημα στις 07.00. Πρωινό με δεκαπέντε λεπτά ειδήσεις στο Euronews. Είκοσι λεπτά με μισή ώρα ίντερνετ, τα παιδιά στο σχολείο κι από τις οχτώ δουλειά πάνω στο επόμενο βιβλίο. Γύρω στις δέκα και μισή διάλειμμα περίπου σαράντα πέντε λεπτών. Πίνω έναν εσπρέσο έξω, σ’ ένα κοντινό καφέ. Εκεί παράλληλα διορθώνω εκτυπωμένα μέρη του βιβλίου και προετοιμάζω τις επόμενες εργασίες, όπως το σχεδιασμό των κεφαλαίων κτλ. Αν δουλεύω καλά μένω περισσότερο. Μετά επιστροφή στο σπίτι και πέρασμα στον υπολογιστή των διορθώσεων. Στις δύο μεσημεριανό φαγητό με όλη την οικογένεια. Μετά σύντομος υπνάκος μισή - μία ώρα, απογευματινός καφές κι έπειτα ξανά στο γράψιμο για όσο αντέξω. Αν συμπληρώσω έξι - εφτά ώρες εργασίας συνολικά, είμαι κατευχαριστημένος, αλλά και ανήμπορος να γράψω άλλο. Η υπόλοιπη μέρα περνάει με άλλες υποχρεώσεις, ίντερνετ και λίγο τηλεόραση. Σχεδόν ποτέ δεν γράφω βράδυ. Στις έντεκα και μισή πέφτω στο κρεβάτι, διαβάζω λίγο και στις δώδεκα κοιμάμαι. Η ιδανική μέρα θα ήταν να κάνω τα παραπάνω στη Ρώμη.
Τις περιόδους που γράφετε έχετε αυστηρό ωράριο όταν κάθεστε στον υπολογιστή και εργάζεστε πάνω στο κείμενό σας;