«Η συνύπαρξη των αντιθέτων»
Στον Νίκο Κουρμουλή
Ο τόμος των διηγημάτων του Γιάννη Παλαβού αγκαλιάζει την καθημερινή συμπεριφορά στις διαφεύγουσες πλευρές της. Αποτελεί κατά κάποιο τρόπο ένα συνειρμό του νατουραλισμού, που αποθέτει το ειδικό του βάρος στον σουρρεαλισμό. Με όπλο το μαύρο χιούμορ και την ενδοφλέβια παρατηρητικότητα, ο συγγραφέας σχηματίζει την κάτοψη ενός κόσμου απτού και συνάμα ονειρικού. Το «Αστείο» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη.
Πέρα από τη συγκομιδή των ιστοριών, ποια ήταν η σκέψη πίσω από την έκδοση του «Αστείου»;
Το βιβλίο δεν γράφτηκε με κάποιο σκεπτικό κατά νου. Τα διηγήματα γράφτηκαν από το καλοκαίρι του 2007 ως τις αρχές του 2011 (με εξαίρεση μια ιστορία που γράφτηκε το περασμένο φθινόπωρο). Από διήγημα σε διήγημα ορισμένα μοτίβα επέμεναν: ο διάλογος με το Βελβεντό και την οικογένεια, η σχέση με την εργασία, το αίσθημα αδυναμίας αυτοπραγμάτωσης, κάποιοι γοητευτικά ιδιάζοντες άνθρωποι... Παράλληλα, από άποψη φόρμας, άλλα διηγήματα αντλούσαν από το μαγικό ρεαλισμό ενώ άλλα ακολουθούσαν έναν πιο στρωτό αφηγηματικά δρόμο. Τι τα συνδέει όλ’ αυτά; Δεν ξέρω. Ίσως το βλέμμα, που υποθέτω ότι είναι κοινό.
Ποιες οι παγίδες και τα πλεονεκτήματα του διηγήματος ως φόρμα λόγου;
Το διήγημα απαιτεί συμπύκνωση, οικονομία, ακρίβεια, υπαινιγμό, φροντίδα για την κάθε λέξη, επιμελημένο ρυθμό, ικανότητα στον αιφνιδιασμό. Ανήκω σ’ εκείνους που πιστεύουν ότι το διήγημα βρίσκεται πιο κοντά στην ποίηση παρά στην πεζογραφία μεγάλης έκτασης, δηλαδή το μυθιστόρημα. Άλλωστε αρκετοί απ’ τους καλύτερους διηγηματογράφους διαθέτουν και ποιητικό έργο ή –κι αυτό το διαπιστώνει κανείς αν παρακολουθήσει τυχόν μεταφράσεις τους ή δοκιμιακό έργο– έχουν μεγάλη επαφή με την ποίηση (η περίπτωση, π.χ., του Ε.Χ. Γονατά, ενός από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της μικρής φόρμας στην Ελλάδα). Το να συγκεντρώσει κανείς αυτές τις αρετές σ’ ένα κείμενο είναι κάτι σπάνιο. Οπότε η παγίδα είναι ότι ο διηγηματογράφος είναι εύκολο να καταλήξει σ΄ ένα άνοστο αποτέλεσμα. Το βασικό πλεονέκτημα είναι ότι, αν η προσπάθεια πετύχει, με λίγα λόγια λέει κανείς πάρα πολλά.
Οι χαρακτήρες είναι βγαλμένοι από την καθημερινή παρατήρηση κι όμως έχουν φυγόκεντρες συμπεριφορές.
Κινδυνεύοντας να γίνω ελαφρώς μελό, θα έλεγα πως πολλοί άνθρωποι βιώνουν αυτόν το διχασμό: είναι κάπου, ζουν κάπως, έχουν κάτι λίγο-πολύ στρωμένο και φαίνονται να επιβιώνουν με επαρκή ησυχία· ωστόσο την ίδια στιγμή, λίγο αν τους γνωρίσει κανείς καλύτερα, αποκαλύπτεται η «φυγόκεντρη συμπεριφορά». Αυτή υπαγορεύεται από ανικανοποίητες περιοχές του εαυτού κάτω απ’ την επιφάνεια. Αυτό συμβαίνει και στους χαρακτήρες των ιστοριών της συλλογής.
Αρκετές ιστορίες, επίσης, αγκαλιάζουν πρόσωπα της υπαίθρου και της μισθωτής εργασίας.
Πρόκειται για πρόσωπα με τα οποία μεγάλωσα. Το Βελβεντό είναι μια αγροτική κοινωνία, όπου οι περισσότεροι ζουν απ’ τα χωράφια τους ή –ακόμη κι αν το βασικό τους εισόδημα δεν προέρχεται από αγροτικές εργασίες– έχουν χωράφια και ως δεύτερη απασχόληση τα καλλιεργούν. Κι αν τυχαίνει και δεν έχουν, πιθανότατα θα έχει κάποιος στο σόι. Οπότε δε θα μπορούσαν να λείπουν τέτοιοι χαρακτήρες απ’ το βιβλίο, μιας και το «Αστείο» είναι εν πολλοίς μια συλλογή διηγημάτων στην οποία η ζωή στο Βελβεντό είναι βασικό μοτίβο. Για τη δε μισθωτή εργασία, επίσης είναι λογικό να εμφανίζονται υπάλληλοι, διότι τα τελευταία χρόνια έτσι βιοπορίζομαι κι εγώ.
Πολλές ιστορίες σου έχουν μια μουσικότητα, βγάζουν μια λυρικότητα κι ένα μαράζι.
Η μουσικότητα και η λυρικότητα μάλλον σχετίζονται με το ότι, όπως έλεγα πιο πριν, το διήγημα είναι κατά τη γνώμη μου συγγενής της ποίησης. Για το δε μαράζι, δεν ξέρω τι να πω. Είναι μάλλον ψυχολογικής φύσης η απάντηση που θα έδινα. Ελπίζω μόνο να μην ξεπέφτει σε μεμψιμοιρία.
Πώς βλέπεις την καλλιτεχνική δημιουργία (και δη της λογοτεχνίας) στη βαθιά πνευματική κρίση που περνάμε;
Όπως θα την έβλεπα αν όλα ήταν ανθηρά: το, ας πούμε, «δημιουργικό υποκείμενο» έχω την αίσθηση πως ζει έτσι κι αλλιώς μια ζωή σε κάποιου είδους ψυχολογικό, και συχνά και οικονομικό «μνημόνιο». Δε θεωρώ πως ο «καλλιτέχνης» έχει κάποιο ιδιαίτερο «χρέος» ή ρόλο. Ούτε ότι η εποχή μας είναι εποχή όντως βαθύτερης πνευματικής κρίσης απ’ ό,τι άλλες ούτε ότι οι «εποχές κρίσης» (άλλωστε, έχω την αίσθηση πως κάθε εποχή διεκδικεί για τον εαυτό της το, τρόπον τινά, πνευματικό προνόμιο να αποκαλείται εποχή κρίσης ή μετάβασης) παράγουν αξιωματικά «ανώτερη» τέχνη: τέτοιες τοποθετήσεις είναι κατά τη γνώμη μου αόριστες και μάλλον συσκοτίζουν παρά φωτίζουν τις ρίζες του προβλήματος.
Ποιες ή ποιοι είναι οι εστίες της έμπνευσής σου;
Νομίζω πως ό,τι αποκαλούμε έμπνευση έχει να κάνει περισσότερο με το υποκείμενο παρά με το αντικείμενο: δηλαδή μια «πηγή έμπνευσης» –ας πούμε μια εικόνα, μια φράση, ένα τοπίο κλπ– για έναν συγγραφέα σε μια δεδομένη στιγμή θα περνούσε, ίσως, απαρατήρητη από τον ίδιο σε μιαν άλλη. Είναι μάλλον η ιδιαίτερη συναισθηματική θερμοκρασία, η ιδιαίτερη ψυχική συνθήκη του συγγραφέα που θα αποζητήσει κάτι από τον εξωτερικό κόσμο για να αντακλαστεί όταν υπάρξει ανάγκη. Τουλάχιστον σε μένα έτσι λειτουργεί. Οπότε η απάντηση είναι σαν το ανέκδοτο με τον ψυχολόγο και τη λάμπα: «Πόσοι ψυχολόγοι χρειάζονται για ν’ αλλάξει μια λάμπα;» «Ένας, αλλά θα πρέπει και η λάμπα να θέλει ν’ αλλάξει».
Πόσο δύσκολο ή εύκολο είναι να πυκνώνεις το χρόνο σ’ ένα ολιγοσέλιδο διήγημα;
Υποθέτω πως είναι πολύ δύσκολο, γι’ αυτό και το διήγημα, αντίθετα απ’ ό,τι ευρέως πιστεύεται από αρκετούς ευκαιριακούς αναγνώστες και πεζογράφους, είναι απαιτητικό είδος. Το διήγημα δεν είναι ο προθάλαμος του μυθιστορήματος. Είναι μια προνομιακή περιοχή μεταξύ πεζογραφίας και ποίησης, ένα είδος έντεχνου λόγου που εγείρει μεγάλες αντιστάσεις. Γι’ αυτό τα καλά διηγήματα σπανίζουν.
Το «Αστείο» πόσο αστείο είναι εν τέλει;
Όχι πολύ. Ο τίτλος «Αστείο» επιλέχθηκε όχι μόνο γιατί το ομώνυμο διήγημα της συλλογής είναι αντιπροσωπευτικό (ως ύφος και κυρίως ως αίσθημα) των υπολοίπων κειμένων, αλλά και γιατί είναι κάπως παραπλανητικός: δημιουργεί μιαν αντίθεση ανάμεσα σε ό,τι ίσως υπόσχεται και ό,τι εν τέλει υπάρχει στο εσωτερικό του βιβλίου. Αν το «Αστείο» παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον, νομίζω ότι πηγάζει από την αντίθεση αυτή, από την όσμωση (συγγνώμη για τη στομφώδη λέξη) μεταξύ των αντιθέτων. Κοινοτοπία μεν, αλήθεια δε: στις περιοχές όπου συναντώνται τα αντίθετα προκύπτουν συνήθως τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα.