
Συνέντευξη στον Κώστα Αγοραστό
Πετυχημένος στιχουργός, καταξιωμένος σκηνοθέτης και ανήσυχος Καλλιτεχνικός Διευθυντής σε αρκετά ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Με αφορμή την κυκλοφορία του καινούργιου βιβλίου του Θοδωρή Γκόνη "Ο ύπνος της Ανδριανουπόλεως" (εκδ. Άγρα) κουβεντιάσαμε μαζί του.
Κύριε Γκόνη, τα κείμενα του βιβλίου αυτού γράφτηκαν ενώ βρισκόσασταν στη Βόρεια Ελλάδα και διατελούσατε καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Αγρινίου και έπειτα του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Σερρών. Μιλήστε μου για τις αφορμές από τις οποιες γεννήθηκαν αυτά τα κείμενα.
Θα μπορούσε να πει κανείς πως τα κείμενα αυτά είναι ένα ημερολόγιο εργασίας. Ένα ημερολόγιο αϋπνίας. Εμένα, όμως, μου αρέσει να πιστεύω πως είναι οι μουσικές ενός dj που, όταν κουρασμένος από τη δουλειά του στο τέλος της μέρας γυρίζει στο δωμάτιό του, γράφει-παίζει για τη δική του ευχαρίστηση.
Ορισμένα από αυτά εξυμνούν το φυσικό περιβάλλον, τους ανθρώπους της επαρχίας, τις συνήθειές τους, ενώ άλλα κοιτάζουν προς το παρελθόν σας, τους ανθρώπους που αφήσατε πίσω, το σπίτι σας και την Αθήνα. Αυτά τα κείμενα θα μπορούσαν να γραφτούν αν δεν είχατε αναχωρήσει για την επαρχία;
Τα ίδια πιθανόν όχι. Όμως, και σε μια μεγάλη πόλη να ήμουν, πάλι θα εργαζόμουν, πάλι «θα έπαιζα μουσικές» για κάποιους άλλους και θα είχα την ανάγκη κάποια στιγμή να αποσυρθώ, να ξεκουραστώ και να παίξω-γράψω για την ψυχή μου. Το γράψιμο με ξεκουράζει. Αυτό και το περπάτημα. Κι όσο περνάει ο καιρός, δεν ξεχωρίζω το ένα από το άλλο.
Λέτε κάπου:
Το νιώθεις στο χέρι σου, στη γροθιά σου.
Δε θέλει άλλο ζύμωμα. Ζητάει την πυρά.
Εκεί θέλει να πάει.
Είναι αυτή η πιο σημαντική στιγμή της δημιουργίας σε αντιδιαστολή με τη στιγμή της έμπνευσης;
Ναι, έτσι είναι. Το δύσκολο είναι να ολοκληρώσεις κάτι, όχι να το σκεφτείς. Η έμπνευση από μόνη της, αν υπάρχει, δεν αρκεί. Κι όσο κι αν φαίνεται περίεργο, στέκεται πάντα στο κεφαλόσκαλο, στο τέλος. Θέλει κόπο, θέλει εργασία για να ανέβεις, να φτάσεις, κι αν.
Έχετε γράψει επιτυχημένους στίχους και τα τελευταία δεκαέξι χρόνια ασχολείστε και με τη σκηνοθεσία στο θέατρο. Ο στίχος είναι ένα μέρος του τραγουδιού σε αντίθεση με τη σκηνοθεσία που φέρει υπό τη σκέπη της όλο το έργο. Προτιμάτε να έχετε μια όσο το δυνατόν γενικότερη εποπτεία επάνω στο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα γι’ αυτό και στραφήκατε στο ρόλο του σκηνοθέτη;
Δεν το σκέφτηκα έτσι. Μάλλον δεν το σκέφτηκα και πάρα πολύ. Υπήρξα λίγο απερίσκεπτος! Δυσκολεύτηκα, βεβαίως, γι’ αυτό, αλλά τώρα νομίζω πως με βοήθησε πάρα πολύ αυτή η αποκοτιά. Είδα λίγο τον εαυτό μου από κάτω, τον είδα στη σκηνή και απέφυγα «τον ηθοποιό».
Έχετε σκηνοθετήσει, εκτός των άλλων, και πολλά κείμενα Ελλήνων συγγραφέων (Μισιτζή, Χουρμούζη, Βιζυηνού, Τερτσέτη, Χορν, Ξενόπουλου, Παλαμά, Κεχαΐδη, Φάις, Γρηγοριάδη, Αναγνωστάκη, Γονατά, Παπαδιαμάντη). Μιλήστε μου για την αγάπη σας για την ελληνική γλώσσα διαμέσου αυτών των κειμένων.
Νομίζω ότι το πρώτο πράγμα που πρέπει να έχει ένας συγγραφέας, αλλά κι ένας σκηνοθέτης κατ’ επέκταση, είναι η πίστη στη γλώσσα του. Πρέπει να ακούει τον ήχο, την αναπνοή, τη συμβουλή, την προτροπή, τον ορισμό, τον μηχανισμό, να βλέπει τη γραμμή, τον ορίζοντα, τον τεχνίτη, τον εργάτη, τον καλλιεργητή, τον ανασκαφέα, τον ιερέα. Τη λέξη. Τη γλώσσα του. Έτσι μπορεί να προχωρήσει κανείς, να ξανοιχτεί, να καταστραφεί με νόημα.
Τα κείμενά σας, τις σημειώσεις σας, τους στίχους σας, τους γράφετε στο laptop ή σε κόλλες χαρτιού;
Σε laptop πια! Είναι πιο εύκολο, είναι μια σοφή γραφομηχανή. Βέβαια, κάθε μέρα έχω τα παράπονα, τις διαμαρτυρίες και τις διαδηλώσεις από τα στυλό, τα χιλιοδαγκωμένα μολύβια, τις γόμες, τις ξύστρες, τα ροκανίδια, τα μπλοκάκια…
Γράφετε κάπου:
Δεν είναι δικές τους οι πόλεις. Είναι αυτωνών που περπατούν με βήμα καθαρό, χαρούμενο, πεταχτό. Με το ipod, με το αυριανό τραγούδι. [...] Αυτός που δεν μπορεί ας παραμερίσει.
Η Τέχνη σήμερα ακολουθεί αυτό το καθαρό, χαρούμενο και πεταχτό βήμα του σύγχρονου ανθρώπου;
Φυσικά. Η ουσιαστική, η πραγματική τέχνη είναι πάντα παρούσα. Δεν είναι παλιά, δεν είναι καινούρια, είναι ζωή. Δεν είναι νερά στάσιμα, είναι σήμερα, δεν είναι χίμαιρα, κυλάει, τρέχει, δροσίζει, πρασινίζει, κοκκινίζει, φυτρώνει, εγκαρδιώνει, πληγώνει, δυναμώνει, είναι σφυρί, είναι αμόνι.
Κύριε Γκόνη, παρακολουθείτε τους νέους ανθρώπους που γράφουν στίχους σήμερα; Έχετε ξεχωρίσει κάποιους από αυτούς;
Φυσικά και παρακολουθώ. Είναι αρκετοί που γράφουν καλά, και συμβαίνει και το εξής ωραίο: είναι αυτάρκεις, είναι μουσικοί, είναι τραγουδοποιοί. Ο Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης είναι ένα τέτοιο παιδί, αλλά και πολλοί άλλοι. Και είναι θέμα χρόνου, νομίζω, να φτιάξουν το δικό τους σημαντικό έργο.
Λέτε, επίσης, κάπου:
Εκ των προτέρων θέλουμε κάποιον. Εκ των υστέρων είναι όλοι εκεί. Παρόντες. [...] Αυτός ο εκ των υστέρων. Θα έρθει με την ανθοδέσμη, θα σου την προσφέρει όταν δεν τη χρειάζεσαι. Θα έρθει με την ανάλυση, με τις απόψεις. Θα χαμογελάσεις. Θα τον κεράσεις. Θα πληρώσεις για ακόμη μια φορά. Έχεις. Έχεις-δεν έχεις.
Θα έχετε συναντήσει αρκετές φορές τέτοιους «φίλους», οι οποιοι σας αποθάρρυναν σε ό,τι αφορά τόσο τον στίχο, όσο και στην ενασχόλησή σας με το θέατρο. Σας πείσμωνει μια τέτοια αντιμετώπιση;
Μου αρέσουν οι άνθρωποι που έχουν πείσμα, υπομονή και αντοχή. Μου αρέσουν οι άνθρωποι που πραγματικά θελουν να κάνουν κάτι, κι όχι αυτοί που νομίζουν ότι θέλουν. Είναι αλήθεια πως δίπλα μας, αλλά και μέσα μας καμιά φορά, δίνουμε πολλή χώρο στους φοβισμένους και στο φόβο. Αν ήμασταν λίγο πιο έξυπνοι, πιο ψύχραιμοι, πιο ανοιχτοί θα βλέπαμε ότι αδικούμε τον εαυτό μας και μόνο. Τώρα, αν ένας μας εμποδίζει με τον τρόπο του, ίσως να τον έχει στείλει κάποιος για να μας δυναμώσει. Ας το δούμε κι έτσι.
Τα κείμενά σας είναι συνήθως μικρής έκτασης. Να υποθέσω ότι αγαπάτε ιδιαίτερα τα διηγήματα; Θέλετε να μου αναφέρετε ορισμένους από τους αγαπημένους σας συγγραφείς;
Ναι. Μ’ αρέσουν τα διηγήματα, είτε είναι του Παπαδιαμάντη, είτε του Παπαδημητρακόπουλου, του Γονατά, του Βουτυρά, του Βιζυηνού, του Δημητρίου, του Μπόρχες, του Τσέχωφ.
Γράφετε κάτι αυτόν τον καιρό;
Γράφω πάλι μικρά κείμενα για να κρατάω το χέρι μου ζεστό. Αργότερα -να δούμε πότε-, ίσως μπορέσω κι εγώ να ξανοιχτώ.