
Πέντε λεπτά με έναν συγγραφέα. Σήμερα, ο Τάσος Αλεξιάδης, για τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του, «Στο χέρι αστέρια», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εστία.
Επιμέλεια: Book Press
Είκοσι πέντε ιστορίες σε περίπου 100 σελίδες. Αγάπη στις «ιστορίες μπονσάι» ή έλλειψη χρόνου για εκτενέστερες ιστορίες;
Αγάπη. Το να καταφέρεις να πιάσεις τον αναγνώστη και να του πεις πως κάτι συμβαίνει εδώ, μην το προσπερνάς, είναι μεγάλο στοίχημα. Να δημιουργήσεις μια ατμόσφαιρα, έναν ήρωα και να αφήσεις μια αίσθηση, όποια και να είναι αυτή, κλείνοντας ένα κείμενο ελάχιστων λέξεων, ναι, είναι στοίχημα. Πάντως, όταν μεγαλώσω θα γράψω μεγαλύτερες ιστορίες.
Είναι το «Στο χέρι αστέρια» μια συλλογή με ενιαία σύλληψη, με «θέμα»; Αν ναι, ποιο είναι αυτό;
Ήθελα να κάνω μια συλλογή με θέμα τα αντικείμενα, αλλά στην πορεία επιλέγοντας όσα θα ταίριαζαν, αναγνώρισα κάτι άλλο. Η απώλεια της παιδικής ηλικίας, της μνήμης, της ζωής, ακόμα και ενός μέλους, κυριαρχούσε στις περισσότερες ιστορίες. Πέρα από αυτό, πιστεύω πως κεντρικός άξονας είναι οι άνθρωποι, ο ένας και μοναδικός άνθρωπος, όπως λέει και ο ήρωας στον «Κορμοράνο», το τελευταίο διήγημα του βιβλίου. Εύχομαι να αναγνωριστεί η αγάπη μου για τον άνθρωπο, για εμάς όλους.
Ανάμεσα στα αληθινά γεγονότα και την επινόηση, που γέρνει η πλάστιγγα;
Σε αυτά τα διηγήματα θα έλεγα πως τα βιώματά μου ήταν εκείνα που έδιναν την εκκίνηση στο μολύβι. Μνήμες, ιστορίες που μου έχουν διηγηθεί, αντικείμενα που υπήρχαν σπίτι μου, πήραν τη θέση τους στο βιβλίο. Όλοι οι ήρωες για τους οποίους γράφω, έχουν κάτι από εμένα, κάτι που μου συνέβη, ο παππούς, η γιαγιά, η μητέρα μου, αναπνέουν στο χαρτί. Θα ήθελα να βρει κάτι ο αναγνώστης και από τους δικούς του ανθρώπους μέσα σε αυτές τις λίγες σελίδες.
Γενικότερα, πρώτα σκέφτεστε μια πλοκή ή έναν χαρακτήρα; Ποιος είναι ο οδηγός σας όταν γράφετε;
Δεν ξέρω πού τελειώνει το ένα και πού αρχίζει το άλλο κι αυτό είναι το ενδιαφέρον στη γραφή. Θα έλεγα πως με οδηγεί η ατμόσφαιρα, η αίσθηση που αφήνει μέσα μας η μνήμη σαν ανακαλούμε όσα νιώσαμε. Ακόμα κι αυτό το περίεργο συναίσθημα μιας γεύσης που δεν έχει μπει ποτέ στο στόμα μας, αλλά τη φανταζόμαστε ως αληθινή. Πολλές φορές, πιάνομαι από μια λέξη, τσιμπάω σαν ψάρι το δόλωμα κάποιας σημασίας που δεν γνώριζα ως τώρα και υφαίνεται μέσα μου μια ιστορία γύρω από μία και μόνο λέξη. Ο ήρωας χτίζεται, όσο μπορεί να γίνει αυτό σε λίγες προτάσεις, ζει για λίγο εκεί μέσα. Θα ήθελα να βρεθώ με αυτούς τους κατασκευασμένους ήρωες και ηρωΐδες στο μετά την ιστορία, μετά το βιβλίο. Πού πάνε όταν γυρίζουμε τη σελίδα;
Εργάζεστε σε βιβλιοπωλείο, που υπήρξε και ο χώρος δράσης της πρώτης σας συλλογής με ιστορίες. Η ιδιαίτερη αυτή δουλειά, να είσαι όλη μέρα περιτριγυρισμένος από βιβλία, έχει εγγραφεί κάπως και σε αυτήν τη δεύτερη συλλογή;
Η πρώτη μου απόπειρα να γράψω όσα συνέβαιναν τα τελευταία τριάντα χρόνια με τους πελάτες, το «Ξύπνα με πριν φύγεις» βγήκε ως κάτι αθώο, χιουμοριστικό αλλά ακατέργαστο. Μετά από σεμινάρια δημιουργικής γραφής με σημαντικούς συγγραφείς άρχισα να μαθαίνω πως γράφονται καλύτερα αυτά για τα οποία ήθελα να μιλήσω. Η αλήθεια είναι πως όταν στρέφω το κεφάλι μου και αντικρίζω τον Ντοστογιέφσκι, τον Φώκνερ, τους Ουγκώ, Ντίκενς, Όστερ, Κάρβερ και… και…, το ερώτημα του «τι έχεις να μας πεις κι εσύ τώρα», ακούγεται εκκωφαντικό. Όπως οι περισσότεροι που γράφουν σε αυτή τη μικρή μας χώρα, ελάχιστα μπορούν να ειπωθούν, να γραφτούν και να αξίζουν, να παραμείνουν στον χρόνο. Αλλά ο εγωισμός μας, η ανάγκη να ακουστούμε, να υπάρξουμε έτσι, είναι ισχυρότερα. Το μέλλον, ο κριτής όλων.