
Του Δημήτρη Αργασταρά
Το ‘‘Θανάτω Θάνατον Πατήσια’’ (Τετράγωνο, 2011) είναι η πρώτη συλλογή διηγημάτων του Θεόφιλου Πασχαλίδη. Αποτελείται από 14 ιστορίες που τις διαπερνούν, θα ‘λεγε κανείς, τα δύο μεγάλα θέματα της λογοτεχνίας: ο Έρωτας και ο Θάνατος. Οι ήρωες είναι πρόσωπα καθημερινά, που βρίσκονται όμως αντιμέτωπα με καταστάσεις οριακές. Η αγάπη και η απώλεια, ο θάνατος και η δυνητική του υπέρβαση, η μοναξιά και η απόγνωση, το όνειρο και η εικονική πραγματικότητα μπλέκονται γλυκά σε αυτή την συλλογή μέσα από την καλογραμμένη πρόζα, το όμορφο ύφος και την αφηγηματική ευχέρεια του συγγραφέα.
Θεόφιλε, τα διηγήματά σου διαδραματίζονται, ως επί το πλείστον, στο καθημερινό τοπίο ενώ φαίνεται να σ’ ενδιαφέρει περισσότερο ο ψυχισμός των ηρώων σου. Τι είναι αυτό που σε παρότρυνε να γράψεις αυτές τις ιστορίες;
Μου αρέσει να παραμυθιάζω τους άλλους... Με την καλή έννοια πάντα! Μιλώντας σοβαρά θα έλεγα πως η επιλογή των εκάστοτε ιστοριών –αναφέρομαι στα διηγήματα γιατί το μυθιστόρημα είναι εντελώς άλλο πράγμα– είναι μια μαγική διαδικασία. Όπως άλλωστε μαγική είναι και η διαδικασία της συγγραφής. Συνήθως την αφορμή, την έμπνευση θα έλεγα καλύτερα, για κάποιο διήγημα την παίρνω από φευγαλέες εικόνες και καταστάσεις που μπορεί να μοιάζουν στα μάτια όλων κοινότοπες αλλά μου δίνουν με κάποιο ανεξήγητο τρόπο να καταλάβω πως κρύβουν μια ιστορία πίσω τους. Μια ιστορία που εγώ πρέπει να ανακαλύψω στα σκοτεινά βάθη του μυαλού μου έχοντας σε ρόλο φακού τη φαντασία μου. Κι ύστερα έρχεται η ώρα να καθίσω και να αφηγηθώ αυτή την ιστορία. Να την μοιραστώ με τους αναγνώστες μου...
Στις ιστορίες σου θα έλεγε κανείς ότι είναι εμφανές το δίπολο Έρωτας-Θάνατος. Αποτελούν όντως ένα σημείο αναφοράς για την γραφή σου;
Θα πρόσθετα και τη βία –σε όλες τις μορφές της– και φυσικά την ψυχική ασθένεια. Είναι αυτές οι καταστάσεις που με γοητεύουν και ορισμένες απ’ αυτές με φοβίζουν. Μέσα από την συγγραφή μου δίνεται η ευκαιρία να τις εξερευνήσω και γιατί όχι, να ξορκίσω τους φόβους μου.
Επίσης, σε μερικά συναντάμε την έννοια της διπλής υπόστασης σε έναν άνθρωπο, τον ήρωα που είναι στοιχειωμένος από το φάντασμα της αγαπημένης του, σουρεαλιστικές πραγματικότητες που δημιουργούνται από την χρήση ουσιών, ενώ ένα διήγημα ανήκει στην επιστημονική φαντασία. Σ’ ενδιαφέρει η χρήση του φανταστικού στοιχείου στη λογοτεχνία ;
Θα έλεγα πως ωρίμασα σαν αναγνώστης εντρυφώντας σ’ ένα είδος λογοτεχνίας που πριν από μερικά χρόνια αρκετοί του είχαν κολλήσει την ταμπέλα της παραλογοτεχνίας. Την λάτρεψα την φανταστική λογοτεχνία και τους μάστορες της που θυμίζουν τους προφορικούς παραμυθάδες άλλων εποχών: ο Στίβεν Κινγκ, ο Ντιν Κουντζ , ο Γκράχαμ Μάστερτον και φυσικά ο Λάβκραφτ. Φυσικό επόμενο ήταν να επηρεαστεί η γραφή μου όταν θέλησα να μπω στο παιχνίδι της συγγραφής. Στο «Θανάτω θάνατον Πατήσια» υπάρχουν ψήγματα φανταστικής λογοτεχνίας. Τα επόμενα βιβλία μου θα ανήκουν εξ’ ολοκλήρου σ’ αυτό το είδος χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν θα υπάρξει στο μέλλον κάποια ιστορία που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί περιπέτεια, κοινωνικό δράμα ή αστυνομικό θρίλερ. Το μόνο κριτήριο είναι το πόσο καλή θα είναι η ιστορία που θα αποτυπώσω στο χαρτί. Αφήνω τις κατηγοριοποιήσεις στους βιβλιοθηκονόμους.
Βρήκα εξαιρετικά τα δύο πολύ μικρά διηγήματα, μιας και μιάμισης σελίδας, που μοιάζουν με μικρά αφηγηματικά ποιήματα. Γενικά, αφορμή για να γράψεις είναι η έμπνευση ή ακολουθείς μια πιο μεθοδική εργασία ;
Φανταστείτε πως μέσα στο κεφάλι μου επικρατεί ένα χάος. Και αυτό το χάος κάθε στιγμή το διασχίζουν ιδέες∙ τις οποίες επίσης μπορείτε να φανταστείτε σαν πεφταστέρια. Το μόνο που έχω να κάνω είναι να αρπάξω τα πιο φωτεινά απ’ αυτά. Έπειτα ακολουθεί μια αναγκαστική τάξη και μια – σχεδόν στρατιωτική – πειθαρχία που θα μου επιτρέψει να καθίσω και να υλοποιήσω, λέξη-λέξη, το όραμα μου. Δεν θέλω να φανταστώ τον εαυτό μου να κάθεται μπροστά από την λευκή οθόνη του επεξεργαστή κειμένου στον υπολογιστή μου περιμένοντας την έμπνευση. Ίσως αυτό συμβεί κάποτε. Εύχομαι όμως να αργήσει πολύ εκείνη η μέρα. Τα «πεφταστέρια» μες το μυαλό μου ευτυχώς είναι πολλά!
Ετοιμάζεις κάποιο επόμενο βιβλίο ;
Ήμουν έτοιμος να ολοκληρώσω την δεύτερη συλλογή διηγημάτων μου –που η θεματολογία τους αφορά αποκλειστικά το φανταστικό– αλλά ένα από αυτά ασφυκτιούσε στη μικρή φόρμα του διηγήματος και απαιτούσε την μετάλλαξη του σε μυθιστόρημα. Έτσι, το τελευταίο διάστημα ασχολούμαι αποκλειστικά μ’ αυτό. Πρόκειται για ένα μεταφυσικό θρίλερ στο οποίο η δράση εκτυλίσσεται τη δεκαετία του ’80, σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Βιρτζίνια, ονόματι Ντάνβιλ.
Και μια τελευταία ερώτηση. Ασχολείσαι με τον χώρο του βιβλίου στην περιοχή της Δράμας. Ποια είναι η σχέση του κόσμου στην επαρχία με το βιβλίο; Υπάρχει ανταπόκριση;
Δυστυχώς όλοι μας ξέρουμε πως το αναγνωστικό κοινό στη χώρα μας είναι μικρό και τα δεδομένα της αναγνωσιμότητας δεν αλλάζουν είτε αναφερόμαστε στην επαρχία είτε στα μεγάλα αστικά κέντρα. Το παρήγορο είναι πως σε μια πόλη σαν την Δράμα –που πληθυσμιακά θα λέγαμε πως είναι μια γειτονιά του Περιστερίου– υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που αγαπούν το βιβλίο και, αυτό είναι το σημαντικό, διοργανώνουν πλήθος εκδηλώσεων που αφορούν την ανάγνωση. Άνθρωποι με μεράκι που απαρτίζουν τις λέσχες ανάγνωσης, μέλη διαφόρων συλλόγων, οι εργαζόμενοι στη Δημοτική Βιβλιοθήκη καθώς και οι ιδιοκτήτες των βιβλιοπωλείων δραστηριοποιούνται σχεδόν καθημερινά. Κάποιες φορές είναι τόσες πολλές οι λογοτεχνικές εκδηλώσεις που μου έχει τύχει να μαθαίνω γι αυτές αφού έχουν ήδη πραγματοποιηθεί!