Συνέντευξη με τον Ιωάννη Π.Α. Ιωαννίδη, καθηγητή στο Στάνφορντ, με αφορμή την έκδοση του νέου του βιβλίου «Αντικριστές Πολιτείες» (εκδ. Κέδρος). Στη φωτογράφιση κρατά μια έκδοση της «Ερωφίλης» του Χορτάτζη, για να μην ξεχνά (και να μην ξεχνάμε) ότι «τα γέλια και τα κλάηματα, με τη χαράν η πρίκα, μιαν ώραν εσπαρθήκασι κι ομάδι εγεννηθήκα».
Συνέντευξη στην Ελένη Γαλάνη
Ο Ιωάννης Π.Α. Ιωαννίδης, γνωστός κυρίως ως καθηγητής στο πανεπιστήμιο Στάνφορντ, έχει φανατικούς φίλους και –κάτι που θεωρεί ότι τον τιμά περισσότερο και τον δικαιώνει– ουκ ολίγους φανατικούς εχθρούς. Δηλώνει ότι προσπαθεί να αποτύχει όσο μπορεί αρτιότερα σε ιατρική, επιστημονική έρευνα (και μετα-έρευνα), ποίηση (και αταξινόμητη λογοτεχνία), όπερα, δημόσιο λόγο (για ό,τι παράλογο), και άλλους στίβους όπου δίνονται ευκαιρίες να αγωνιστείς τίμια και να αποτύχεις όσο γίνεται αρτιότερα. Το νέο του βιβλίο Αντικριστές Πολιτείες αναμένεται να δημοσιευτεί τώρα τον Σεπτέμβριο από τις εκδόσεις Κέδρος εκτός κι αν το μοχθηρό βουντού των εχθρών του αποτρέψει την έκδοση [σημείωση: το βιβλίο μόλις κυκλοφόρησε].
Στη φωτογράφιση διάλεξε να κρατά μια έκδοση της Ερωφίλης του Χορτάτζη, για να μην ξεχνά (και να μην ξεχνάμε) ότι τα γέλια και τα κλάηματα, με τη χαράν η πρίκα, μιαν ώραν εσπαρθήκασι κι ομάδι εγεννηθήκα.
Το πρώτο βιβλίο που διάβασα ήταν η Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, με τραβούσε ο όγκος των κατάμαυρων δετών τόμων, χαιρόμουν να τους απλώνω όλους στο πάτωμα και να τσαλαβουτάω πάνω τους όπως ο Σκρουτζ Μακντάκ στο θησαυροφυλάκιό του.
Ο αγαπημένος μου παιδικός (λογοτεχνικός) ήρωας είναι θαμένος σε ένα ντιβάνι που γινότανε κρεβάτι για να κοιμηθώ, το ντιβάνι ήταν γεμάτο με βιβλία και περιοδικά με τους αγαπημένους μου ήρωες, αλλά το πετάξανε κάποτε, μαζί πετάξανε και τους ήρωές μου, οπότε δεν έχω ήρωες.
Τα παιδικά βιβλία που δεν με ενθουσίαζαν ήταν όλα τα βιβλία που τα αποκαλούσαν παιδικά, έβρισκα (και βρίσκω) τον όρο προσβλητικό, ένιωθα σαν να με αντιμετωπίζουν σαν μυαλό δεύτερης κατηγορίας.
Το πρώτο βιβλίο που θυμάμαι είναι ο τιμοκατάλογος ενός εστιατορίου, όπου οι γονείς μου παραξενεμένοι καταλάβανε ότι δύο χρονών και μόλις είχα μάθει εντελώς μόνος μου να διαβάζω, όταν τους διάβασα ένα ένα τα πιάτα και τους υπέδειξα με σοβαρότητα ότι θέλω να φάω χόρτα βουνού.
Το πρώτο βιβλίο που αγόρασα με δικά μου χρήματα ήταν κάπου 30 βιβλία σε book sale στη Βοστώνη, ένα δολάριο το βιβλίο, μόλις πάτησα το πόδι μου στην Αμερική κατάλαβα ότι βρίσκομαι στη χώρα της (βιβλιο)ευκαιρίας, στην Καλιφόρνια στα book sales σήμερα μπορείς μάλιστα να αγοράσεις σακούλες με βιβλία (όποια θέλεις εσύ) με μόλις 5 δολάρια όλη η σακούλα.
Αν μπορούσα να επέμβω, να αλλάξω την πλοκή ή το εξώφυλλο ή και τα δύο σε ένα αγαπημένο λογοτεχνικό έργο αυτό θα ήταν La Chartreuse de Parme του Σταντάλ.
Θα άλλαζα λοιπόν την πλοκή από το σημείο και μετά όπου ο Φαμπρίς αθωώνεται και αρχίζει να κάνει κηρύγματα με τον κρυφό καημό να έρθει κάποτε να τον ακούσει η Κλέλια –στην μεταποιημένη εκδοχή, η Κλέλια δεν θα επικοινωνούσε ποτέ μαζί του ξανά, και ο Φαμπρίς θα πέθαινε μια μέρα την ώρα του κηρύγματος όταν θα έμπαινε στην εκκλησία μια κοπέλα που θα νόμιζε λανθασμένα πως ήταν η Κλέλια–, ενώ η Κλέλια τον είχε εντελώς ξεχάσει και όλον αυτόν τον καιρό εξελιγμένη σε Πότνια Θηρών εκπαίδευε τσοπανόσκυλα και μαντρόσκυλα να ξεσκίζουν παρείσακτους.
Αν μπορούσα να συναντηθώ με τον αγαπημένο μου συγγραφέα θα διάλεγα τον Γεώργιο Χορτάτζη, τον συγγραφέα της Ερωφίλης.
Θα πηγαίναμε σε έναν κρυφό αναγεννησιακό κήπο σε ένα άγνωστο παλάτι, μια μισοερειπωμένη delizia των Este κάπου στη Φερράρα. Θα έφερνα στην παρέα την πολυμαθή Laura Bassi, τις νεαρές Isotta και Violante όπως είναι στις τοιχογραφίες του παρεκκλησιού Bentivoglio στη Μπολόνια, και τον Giovanni Battista Giraldi για να συζητήσει μαζί του ο Χορτάτσης τι δανείστηκε απ’ αυτόν, ενώ με zoom θα συνδεότανε μαζί μας και ο William Shakespeare για να μας εξηγήσει πώς δανείστηκε κι αυτός από τον Giraldi στο Measure for Measure και στον Othello, και, όσο μιλούσαμε, από μια γωνιά θα μας σκιαγραφούσε όλους με μοχθηρές γραμμές ο Giambattista Piranesi. Η συνάντηση θα γινόταν καλοκαίρι, με καύσωνα, όταν όλοι οι άνθρωποι κρύβονται μέσα στα σπίτια τους, οι δρόμοι της Φερράρα θα ήταν έρημοι, θα εισχωρούσαμε στον μυστικό μας κήπο χωρίς να μας αντιληφτεί κανείς.
Τη βιογραφία μου θα ήθελα να τη γράψει κάποιος που να με ξέρει, αλλά δυστυχώς ή ευτυχώς δεν ξέρω κανέναν, ούτε εγώ ο ίδιος δεν με ξέρω.
Αν μπορούσα να έχω γράψει ένα οποιοδήποτε βιβλίο (ενός άλλου συγγραφέα) θα ένιωθα φρικτά κι οριστικά αποτυχημένος, τόσα χρόνια προσπαθώ να γράψω κάτι δικό μου, θα ήταν η πλήρης παράδοση.
Η προσωπική μου απαραίτητη βιβλιοθήκη πέντε βιβλίων αποτελείται από την Οδύσσεια του Ομήρου, τα ποιήματα του Χαίλντερλιν, το Inferno του Δάντη, τη Laxdaela Saga, και ένα βιβλίο που δεν έχει ακόμα γραφτεί.
Το αγαπημένο μου έργο τέχνης είναι όπως το περιγράφει η Πρώτη Φωνή στο Δίπολο Πολιτειών VII στις Αντικριστές Πολιτείες, το νέο μου (υπό έκδοση ελπίζω) βιβλίο: Μάχαιραν έδωκας, μάχαιραν θα λάβεις. Πίνακα έδωκας, πίνακα θα λάβεις. Τα σύρματα του τηλέγραφου έχουν κοπεί. Δοκίμασε να επικοινωνήσεις με άλλα μέσα. Κάποιος έχτισε το τοπίο με ανώφελα διαμερίσματα. Έτσι που δεν ξέρεις από ποια πλευρά είναι σπίτι και τι μετριέται για αυλή. Μέσα στο σπίτι φυτρώνουν δέντρα, στην αυλή είναι πιο τακτοποιημένη η όποια διαμονή. Δεν έχει όμως σημασία. Κανείς δεν μένει εδώ. Ερείπια κοντολογίς διαφαίνονται στο βάθος. Κυρίως πύλες στους επτά κι εννέα λόφους, τους ήπιους λόφους του εσπερινού: Βαβυλώνα, Δρέσδη, Πράγα, Ποσειδωνία, κάθε πόλη προσφέρει τον οβολό της μήπως και προκύψει μια νύχτα της προκοπής. Crowdsourcing. Νύχτα λοιπόν. Δοκίμασε να επικοινωνήσεις με άλλα μέσα. Πολύ μακρινοί άνθρωποι – τόσο που δεν διακρίνεις τις κοόρτες τους πού αθλούνται, πού ζουν, πού διαπράττουν ό,τι διαπράττουν, πού σιωπούν, πού αναιρούνται. Να, πηγαίνουν ομαδόν στο πουθενά, με ελάχιστη επιρροή στα πράγματα, δυσδιάκριτοι, σμικρυνόμενοι. Οι τραυματιοφορείς μεταφέρουν στο φορείο τον αφανή νεκρό καλυμένο με λευκό σεντόνι. Φορούν κι αυτοί λευκά σαν να συμμετέχουν σε μια συμφωνημένη φάρσα ομοιομορφίας. Νύχτα λοιπόν. Δοκίμασε να επικοινωνήσεις με άλλα μέσα. Κυρίως πύλες: Frauenkirche, πύλη της Ιστάρ, το ζωδιακό ρολόι, ναός της Ήρας. Σύνταγμα αγαλμάτων θα εμφανιστεί τώρα, να, θα σκάσεις απ’ το κακό σου. Αν είχε κι η μνήμη τηλεσκόπιο, θα σου ‘δειχνε πολλά φεγγάρια: επτά, εννιά, ίσως και περισσότερα, αλλά τώρα δεν φαίνονται. Στέκομαι αναποφάσιστη, δεν μπορώ να διαλέξω, ποια πόλη θα καταστρέψω, ποια πόλη θα με καταστρέψει. Δοκίμασε να επικοινωνήσεις με άλλα μέσα.
Εάν θα άλλαζα κάτι στον από κάτω πίνακα του Πολ Ντελβό θα προέκυπτε το παραπάνω αλλαγμένο («πειραγμένο», καλύτερα) κείμενο.
Paul Delvaux, Landscape with lanterns, Τοπίο με φανοστάτες αερίου. |
SURrealME
Στο σουρεαλιστικό παιχνίδι που ακολουθεί, το δεύτερο σκέλος γράφτηκε χωρίς τη γνώση του πρώτου.
Παίκτες: Ιωάννης Ιωαννίδης, Ελένη Γαλάνη
Όλοι οι ναύτες είναι κοντοί - το μινουέτο δεν γνωρίζει καλά τους σκεπτικιστές
Επομένως η τηλεόραση υπερθερμαίνεται στη μοναξιά
Πώς ζεσταίνεται ένας κόσμος; με το βαρούλκο της ανυπομονησίας
Όταν οι αστακοί βγάλουν φτερά τότε τα αισθήματα δεν θα επιβραβεύουν το μαύρο της σουπιάς
Αν οι πυγολαμπίδες έσβηναν με την ουρά τους όλα τα φώτα της πόλης οι μετεωρίτες δεν θα είχαν κανέναν λόγο ύπαρξης ανάμεσά μας
Το ξεμυαλισμένο σύννεφο αναποδογυρίζει τους μικροπρεπείς ουρανοξύστες
Το αναπάντεχο καναρίνι κατατροπώνει την πορφυρή αίσθηση της οικειότητας