Συνέντευξη με τον πρώην υπουργό Οικονομικών της Κύπρου, πρόεδρο της Επιτροπής Εξωτερικών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων και συγγραφέα Χάρη Χρ. Γεωργιάδη, με αφορμή το πρόσφατο βιβλίο του «Νέος ρεαλισμός – Το Κυπριακό 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή» (εκδ. Παπαζήση).
Συνέντευξη στην Ελένη Κορόβηλα
Στο βιβλίο σας, που κυκλοφορεί αυτή τη χρονιά της μαύρης επετείου των 50 ετών από την τουρκική εισβολή, έχετε δώσει τον τίτλο «Νέος ρεαλισμός». Σε τι διαφοροποιείται από παλιότερες ρεαλιστικές προσεγγίσεις;
Έχουν διαφοροποιηθεί τα δεδομένα. Τίποτα δεν είναι το ίδιο μετά την πάροδο μισού αιώνα και, συνεπώς, ούτε η πολιτική προσέγγιση της ελληνικής πλευράς μπορεί να παραμένει στατική. Επί του εδάφους έχει επέλθει δυστυχώς η εδραίωση της σκληρής διχοτόμησης. Με τον συνεχιζόμενο εποικισμό έχει υπάρξει πλήρης δημογραφική αλλοίωση στην κατεχόμενη περιοχή ενώ οι ελληνικές περιουσίες έχουν αναπτυχθεί. Την ίδια ώρα ο ελληνισμός βρίσκεται αντιμέτωπος με μια Τουρκία πιο επιθετική και αναθεωρητική από ποτέ. Μια Τουρκία που έχει απομακρυνθεί από τη Δύση, που θεωρεί ότι έχει αποκτήσει αυξημένο βάρος και ισχύ και που μπορεί, συνεπώς, να κινείται ως αυτόνομος δρών. Παρά την καλοδεχούμενη ύφεση που καταγράφεται τον τελευταίο χρόνο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η Τουρκία δεν έχει αποσύρει ούτε ένα ιώτα από την απαράδεκτη λίστα των διεκδικήσεών της και εξακολουθεί να διεκδικεί την επικυριαρχία στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο με βασικό εργαλείο τη στρατιωτική της ισχύ. Αυτή η Τουρκία όχι μόνο δεν είναι έτοιμη για λογικούς συμβιβασμούς αλλά συνιστά ευθεία απειλή για την ασφάλεια και επιβίωση του ελληνισμού.
Ούτε η Ελλάδα είναι η αποδυναμωμένη χώρα του 1974, ούτε η Κύπρος είναι κράτος υπό κατάρρευση, όπως ήταν μετά την εισβολή. Τα δύο κράτη είναι εδραιωμένες φιλελεύθερες δημοκρατίες, έχουν κερδίσει επάξια τη θέση τους στην Ε.Ε.
Την ίδια ώρα όμως, ούτε η Ελλάδα είναι η αποδυναμωμένη χώρα του 1974, ούτε η Κύπρος είναι κράτος υπό κατάρρευση, όπως ήταν μετά την εισβολή. Τα δύο κράτη είναι εδραιωμένες φιλελεύθερες δημοκρατίες, έχουν κερδίσει επάξια τη θέση τους στην Ε.Ε., και έχουν ξεπεράσει τις πρόσφατες οικονομικές κρίσεις. Το γεγονός ειδικότερα ότι η Κύπρος, παρά το πλήγμα της εισβολής και της συνεχιζόμενης κατοχής, αποτελεί σήμερα πλήρες μέλος της Ε.Ε., αποτελεί μια εξαιρετικά σημαντική εθνική επιτυχία. Η παρουσία και υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας, που εκ των πραγμάτων λειτουργεί ως ένα δεύτερο ελληνικό κράτος στο νότιο υπογάστριο της Τουρκίας, περιορίζει σημαντικά τα πλεονεκτήματα που η Άγκυρα είχε εξασφαλίσει το 1974 και αμφισβητεί τους ευρύτερους τουρκικούς σχεδιασμούς. Όλα αυτά τα δεδομένα τα οποία διαμορφώθηκαν στη διάρκεια των τελευταίων 50 χρόνων, τόσο τα αρνητικά όσο και τα θετικά, πρέπει να αξιολογηθούν και να αποτελέσουν τη βάση ενός νέου ρεαλισμού.
Ποιο είναι με λίγα λόγια το περιεχόμενο αυτού του νέου ρεαλισμού;
Μια πολιτική ανάσχεσης της τουρκικής επιθετικής και αναθεωρητικής πολιτικής είναι η πρώτη προτεραιότητα. Και αυτό προϋποθέτει την αποφασιστική ενίσχυση του πολιτικού, οικονομικού και αμυντικού υπόβαθρου του ελληνισμού. Η ισχυρή οικονομία, η ισχυρή άμυνα, ο ξεκάθαρος δυτικός προσανατολισμός, η προσέγγιση της Κύπρου με το ΝΑΤΟ και ασφαλώς ο απόλυτος συντονισμός Αθηνών-Λευκωσίας είναι τα μέσα που θα επιτρέψουν σε Ελλάδα και Κύπρο να συγκρατήσουν τις πιέσεις της Τουρκίας, να αποφύγουν την περαιτέρω υπονόμευση της κυριαρχίας τους και να διατηρήσουν την ειρήνη.
Την ίδια ώρα εισηγούμαι να εξεταστεί το ενδεχόμενο μιας βήμα προς βήμα διαπραγμάτευσης. Μιας διαπραγμάτευσης που ίσως να μην στοχεύει αμέσως σε συνολική λύση αλλά σε κάποιες σημαντικές επιμέρους συμφωνίες που θα επέφεραν οφέλη στις εμπλεκόμενες πλευρές, θα βελτίωναν την υφιστάμενη κατάσταση και θα οικοδομούσαν σταδιακά σχέσεις εμπιστοσύνης. Από τη στιγμή, δηλαδή, που η προοπτική της συνολικής συμφωνίας είναι απόμακρη, η βήμα-προς-βήμα διαπραγμάτευση ίσως να αποτελεί τη μόνη διέξοδο έναντι της διαιώνισης του αδιεξόδου. Η Αμμόχωστος, το εδαφικό, οι ενεργειακοί σχεδιασμοί, οι σχέσεις Ε.Ε.-Τουρκίας, το άνοιγμα λιμανιών, αεροδρομίων και εναέριου χώρου, το εμπόριο και η ασφάλεια θα μπορούσαν να αποτελέσουν –μέσα από τον φακό ενός νέου ρεαλισμού– τα συστατικά αυτής της διαπραγμάτευσης που θα ξεκλείδωνε έστω εν μέρει το μέρισμα ειρήνης.
Ακόμη και εάν η τουρκική πλευρά επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και δεχτεί να συζητήσει ξανά στη βάση της ομοσπονδίας, οι πιθανότητες κατάληξης σε συμφωνημένη λύση είναι εξαιρετικά μικρές.
Πόσο προετοιμασμένος είναι ο Κυπριακός λαός να δεχτεί λύσεις του Κυπριακού βασισμένες σε αυτόν τον νέο ρεαλισμό;
Χρειάζεται τόλμη και αποφασιστικότητα. Δεν αρκεί η διακηρυκτική επανάληψη των θέσεών μας και η πρόσκληση της τουρκικής πλευράς σε διάλογο. Τοποθετήσεις από την πλευρά μας που τονίζουν πως «δεν θα συμβιβαστούμε ποτέ με τη διχοτόμηση», «δεν θα συναινέσουμε ποτέ στη νομιμοποίηση της κατοχής» και «δεν θα σταματήσουμε ποτέ να αγωνιζόμαστε για την επανένωση της πατρίδας μας», έστω και εάν γίνονται με απόλυτα ειλικρινή διάθεση, καθόλου δεν αναιρούν τη στυγνή πραγματικότητα. Ακόμη και εάν η τουρκική πλευρά επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και δεχτεί να συζητήσει ξανά στη βάση της ομοσπονδίας, οι πιθανότητες κατάληξης σε συμφωνημένη λύση είναι εξαιρετικά μικρές. Γι’ αυτό και εισηγούμαι τη βήμα προς βήμα διαπραγμάτευση, Με την προϋπόθεση ότι Ελλάδα και Κύπρος θα ισχυροποιήσουν τη θέση τους – πολιτικά, διπλωματικά, οικονομικά και στρατιωτικά - επειδή η διαπραγμάτευση με την Τουρκία δεν πρέπει ποτέ να γίνεται από θέση αδυναμίας αλλά από τη μέγιστη δυνατή θέση ισχύος.
Ο Χάρης Χρ. Γεωργιάδης είναι πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων, πρόεδρος του Ινστιτούτου «Γλαύκος Κληρίδης» και πρώην Υπουργός Οικονομικών της Κυπριακής Δημοκρατίας (2013-19). Γεννήθηκε το 1972 στη Λευκωσία και σπούδασε Διεθνείς Σχέσεις και Οικονομικά (ΒΑ, ΜΑ) στο Πανεπιστήμιο του Reading της Βρετανίας. Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής το 2011 και υπηρέτησε ως αναπληρωτής πρόεδρος του Δημοκρατικού Συναγερμού. Είναι παντρεμένος με τη σύμβουλο-εκπαιδευτικό Εύα Γιάγκου-Γεωργιάδη και έχουν μια κόρη. |
Εξακολουθεί κατά καιρούς να εκδηλώνεται στην Κύπρο ένας αχρείαστος διαχωρισμός μεταξύ δήθεν «ενδοτικών» και δήθεν «απορριπτικών».
Ο εσωτερικός διχασμός στην Κύπρο πώς μπορεί να ξεπεραστεί; Υπάρχει η δυνατότητα συναίνεσης και σε ποια σημεία;
Ίσως είναι υπερβολή να λεχθεί ότι υπάρχει έντονος εσωτερικός διχασμός στην Κύπρο. Οι μεγάλοι διχασμοί ανήκουν ευτυχώς στο παρελθόν και θέλω να ελπίζω ότι ως κοινωνία έχουμε ωριμάσει. Παρόλα αυτά εξακολουθεί κατά καιρούς να εκδηλώνεται ένας αχρείαστος διαχωρισμός μεταξύ δήθεν «ενδοτικών» και δήθεν «απορριπτικών». Και είναι αχρείαστος επειδή υπονομεύει κάθε προσπάθεια ψύχραιμης και νηφάλιας συζήτησης για τα εθνικά μας θέματα και δεν επιτρέπει τη σωστή αξιολόγηση του τουρκικού παράγοντα. Προσωπικά απορρίπτω και τους δύο αρνητικούς προσδιορισμούς όπως και απορρίπτω και τις δύο ακραίες προσεγγίσεις σε σχέση με την Τουρκία, αυτή του εξευμενισμού που ουσιαστικά προκρίνει περαιτέρω υποχωρήσεις, αλλά και του ευσεβοποθισμού που περίπου θεωρεί ότι με εύηχα συνθήματα και την απλή επίκληση του δικαίου μας η Τουρκία θα υποχωρήσει.
Είναι λοιπόν ρεαλισμός να γίνει αποδεκτή η ντε γιούρε διχοτόμηση της Κύπρου και πόσο ρεαλιστική είναι πια μια λύση με διζωνική/δικοινοτική ομοσπονδία;
Αυτή τη στιγμή δεν θεωρώ πιθανή τη συμφωνία για μια λύση ομοσπονδίας. Όμως είναι εντελώς εκτός πραγματικότητας να θεωρεί ο οποιοσδήποτε ότι μπορεί η ελληνική κυπριακή ηγεσία να αποδεχθεί την ντε γιούρε διχοτόμηση. Η τραγωδία βέβαια είναι ότι η μη αποδοχή της διχοτόμησης εκ μέρους μας, δεν διασφαλίζει την αποτροπή της. Η πάροδος του χρόνου δεν είναι σύμμαχος και η διχοτόμηση προκύπτει εκ των πραγμάτων. Γι΄αυτό και η δική μου εισήγηση είναι για μια πολιτική που θα συνδυάζει την αποφασιστική ενίσχυση της υπόστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας και του ελληνισμού γενικότερα, με την ετοιμότητα εμπλοκής σε μια τολμηρή διαπραγμάτευση, στο πλαίσιο μιας βήμα προς βήμα προσέγγισης. Σκοπός σε κάθε περίπτωση είναι να διαφυλαχθούν όλα όσα ο κυπριακός ελληνισμός διατήρησε και κέρδισε τα τελευταία πενήντα χρόνια, να αντιμετωπιστεί η τουρκική επιθετικότητα και να επιχειρηθούν την ίδια ώρα βήματα που θα βελτιώνουν, έστω σταδιακά και εξελικτικά, την υφιστάμενη κατάσταση και θα αφήνουν ανοικτό το ενδεχόμενο για μια συμφωνημένη τελική λύση.
Η Κύπρος αλλά και η Ελλάδα έχουν καταδικάσει χωρίς περιστροφές την τρομοκρατία της Χαμάς αλλά και την δράση της Χεζμπολάχ και των Χούθις.
Πολύ πρόσφατα, μετά την πυραυλική επίθεση του Ιράν στο Ισραήλ, δηλώνατε ότι η Κύπρος πρέπει να βρεθεί στη σωστά πλευρά της Ιστορίας. Περίπου δύο μήνες μετά, η Χεζμπολάχ προβαίνει σε απειλές κατά της Κύπρου ενώ ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Χακίν Φιντάν, επιμένει ότι η Κύπρος έχει μετατραπεί σε «κέντρο επιχειρήσεων» και λέει ότι θα μας βρει, σε Ελλάδα και Κύπρο, «φωτιά». Η Κύπρος, σήμερα, βρίσκεται στη σωστή πλευρά της Ιστορίας;
Χωρίς αμφιβολία. Κατ΄ ακρίβεια η Τουρκία είναι αυτή που κρίνεται για την απροκάλυπτη συμπόρευση της με τις δυνάμεις του ακραίου ισλαμισμού και της τρομοκρατίας. Η Κύπρος αλλά και η Ελλάδα έχουν καταδικάσει χωρίς περιστροφές την τρομοκρατία της Χαμάς αλλά και την δράση της Χεζμπολάχ και των Χούθις, έχουν στηρίξει το δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα, και έχουν ενώσει τις δυνάμεις τους με όσους προσπαθούν να διοχετεύσουν ανθρωπιστική βοήθεια, να πετύχουν την απελευθέρωση των ομήρων και τον τερματισμό των συγκρούσεων και να συμβάλουν στην εξεύρεση μόνιμων λύσεων στη βάση της αρχής των δύο κρατών. Οι δυνάμεις του φανατισμού και των άκρων από όπου και εάν προέρχονται δεν μπορεί να αφεθούν να καθορίσουν το μέλλον της περιοχής.
* Η ΕΛΕΝΗ ΚΟΡΟΒΗΛΑ είναι δημοσιογράφος.