
Στον Κώστα Αγοραστό
Ο Άκης Δήμου, τον φετινό χειμώνα, διασκευάζει Αισχύλο. Σε συνεργασία με τον Σταμάτη Κραουνάκη και τη θεατρική ομάδα Σπείρα-Σπείρα, έχουν φτιάξει μια παράσταση γεμάτη ανατρεπτικό χιούμορ, καυστικές ατάκες και πολύ τραγούδι.
Φέτος συνεργάζεστε για πρώτη φορά με τον Σταμάτη Κραουνάκη και τη θεατρική ομάδα Σπείρα-Σπείρα για την παράσταση «Σιγά τα αίματα: Orestia, the next generation», διασκευάζοντας το μύθο της οικογένειας των Ατρειδών. Γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο μυθολογικό κύκλο;
Για την απαράμιλλη θεατρικότητά του. Για το αίμα, τα δάκρυα και τον ιδρώτα του. Γιατί άμα μου μπει μια ιδέα, εγώ μπορεί να πνιγώ αλλά η ιδέα θα τη βρει τη σανίδα σωτηρίας της. Γιατί τα πρόσωπα αυτού του κύκλου τα ένιωθα πάντα περισσότερο κοντινά μας απ’ όσο φαίνονταν. Και γιατί το να καταργείς την απόσταση που (νομίζεις ότι) σε χωρίζει από το παρελθόν, είναι ο μόνος τρόπος να αντιλαμβάνεσαι σε τι… διαρκές παρόν ζούμε όλοι (και οι παρελθόντες).
Η μεταφορά της Ορέστειας που κάνατε είναι γεμάτη κωμικά στοιχεία και ομολογουμένως πολύ επιτυχημένες ατάκες. Ποιο ήταν το προσωπικό σας στοίχημα σε σχέση με το κείμενο;
Να καταφέρω με λάκτισμα και αφετηρία έναν πασίγνωστο μύθο να «τρέξω» στο στίβο του σημερινού παραλογισμού.
Θεωρείτε ότι τα κείμενα των κλασικών ποιητών συνοδεύονται από έναν άγραφο νόμο που λέει ότι είναι ιεροσυλία να «παίζει» κανείς με αυτά και να προβάλει μια άλλη, ίσως πιο γκροτέσκα πλευρά τους;
Σαν μοναδικό άγραφο νόμο αναγνωρίζω την αγάπη μας γι’ αυτά (όσοι τ’ αγαπάμε). Από κει και πέρα, θεωρώ ακριβώς το αντίθετο. Τα μεγάλα κείμενα είναι μεγάλα ακριβώς γιατί σου επιτρέπουν να «διασαλεύσεις» τη μεγαλοσύνη τους. Και να σταθείς «ασεβώς» απέναντί τους. Ο τρόπος και το βλέμμα έχει σημασία.
Γενικότερα, αν δεν κάνω λάθος, αγαπάτε τις θεατρικές διασκευές λογοτεχνικών κειμένων. Πέρσι μεταφέρατε στο σανίδι τη νουβέλα του Μένη Κουμανταρέα «Η κυρία Κούλα». Τι ήταν αυτό που σας παρακίνησε να ασχοληθείτε με τη συγκεκριμένη νουβέλα;
Η συμπάθειά μου γι’ αυτήν την άδοξη γυναίκα. Και η εμμονή μου στους άδοξους έρωτες, που είναι σ’ όλες τις εποχές ίδιοι. (θυμίζω ότι η «Κυρία Κούλα γράφτηκε το 1978). Σα να κληροδοτεί ο ένας έρωτας στον άλλο τις καταιγίδες του μέσα στα χρόνια. Τα λόγια μπορεί ν’ αλλάζουν, οι κραδασμοί ποτέ.
Ένα από τα περισσότερο πετυχημένα σας έργα είναι το «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης». Πολλά κωμικά στοιχεία, έξυπνες ατάκες και πληθώρα ζητημάτων που θίγονται κατά της διάρκεια της παράστασης. Πού θεωρείτε ότι βρίσκεται η διαχωριστική γραμμή μεταξύ αυτού που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «τηλεοπτικό χιούμορ» και μιας αξιόλογης σύγχρονης κωμωδίας; Συναντώνται κάπου τα δύο παραπάνω;
Νομίζω στη σκέψη που υπάρχει κάτω από τα αστεία. Και στη σοβαρότητα της διαχείρισης της κωμικότητας του έργου.
Για ποιον έλληνα ηθοποιό θα θέλατε να γράψετε έναν ρόλο;
Για πολλούς και για κανέναν. Και για να σας απαντήσω ακόμη διπλωματικότερα, ας πούμε ότι θα ήθελα να γράψω περισσότερο για εκείνον/ην τον/την ηθοποιό που θ’ άνοιγε με το αίσθημά του τα παράθυρα του λόγου μου για να πάρουν οι θεατές αέρα.
Μιλήστε μου για τις θεατρικές σας και τις πεζογραφικές σας αγάπες.
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, η Λούλα Αναγνωστάκη, ο Άντον Πάβλοβιτς Τσέχωφ. Ο Τένεσση Ουίλιαμς, χρόνια τώρα. Η «Αχάριστη» του Τσιτσάνη το «Σίδερο» του Κραουνάκη και της Νικολακοπούλου – δύο εντελή, κατά τη γνώμη μου, μονόπρακτα. Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ παλιότερα και η «Νύχτα» του Αντονιόνι πάντα. Οι «Ακυβέρνητες Πολιτείες» του Τσίρκα, ο Κοσμάς Πολίτης, η Μάρω Δούκα. Η «Κλυταιμνήστρα;» του Ανδρέα Στάϊκου. Ο Σολωμός, οι αβάσταχτα χαμηλόφωνοι μεσοπολεμικοί ποιητές, ο Γκάτσος και η Μαρία Λαϊνά… (τα αποσιωπητικά για όσους και όσα αυτή τη στιγμή αποσιωπά η μνήμη μου).
Το κείμενο για την παράσταση «Σιγά τα αίματα» γράφτηκε «επάνω» στους εννέα ηθοποιούς;
Γράφτηκε για τη «Σπείρα-Σπείρα», χωρίς απ’ την αρχή να ξέρω ότι θα είναι οι συγκεκριμένοι της Σπείρας και οι… ομοϊδεάτες που προστέθηκαν. Μ’ άλλα λόγια, γράφτηκε «επάνω» στους δρόμους της ομάδας όπως εγώ τους περπάτησα όλα αυτά τα χρόνια που την παρακολουθώ.
Δίνετε σκηνικές οδηγίες για τα έργα σας στον εκάστοτε σκηνοθέτη;
Τις απολύτως απαραίτητες. Αλλά μόνο τις απολύτως. Έτσι κι αλλιώς, ο λόγος είναι εκείνος που οδηγεί. Και πολλές φορές ερήμην των οδηγιών του συγγραφέα. Θέλω να πω, ότι υπάρχουν σε κάθε κείμενο μονοπάτια ερμηνείας του που ούτε εσύ που το γράφεις τα έχεις προβλέψει. Και που, ενίοτε, είναι και τα πιο ενδιαφέροντα. Ας σε (με) οδηγήσουν λοιπόν οι άλλοι σε αυτά. Έτσι κι αλλιώς, το «τι θέλει να πει ο ποιητής» μου ήταν πάντα πληκτικό στο ψάξιμό του. Εκείνος απλώς λέει (γιατί δεν μπορεί να κάνει), εσύ τι θες να πεις με όχημα το λόγο του;
Παρακολουθώντας την παράσταση με τη Σπείρα και τον τρόπο που σας υποδέχτηκαν επάνω στη σκηνή, στη λήξη της παράστασης, είχα την εντύπωση μιας απολύτως ισότιμης συμμετοχής και αναγνώρισης της συμβολής σας, σε σχέση με τη σκηνοθέτιδα και τους ηθοποιούς. Πόσο συχνά συμβαίνει αυτό;
Δεν έχω παράπονο «παραγκωνισμού» μου, αν αυτό εννοείται. Αλλά η αλήθεια είναι ότι δουλεύω πολύ γι’ αυτήν την «ισότιμη συμμετοχή». Έτσι μόνο αντιλαμβάνομαι τη θεατρική πράξη. Και δεν πολυκόπτομαι για την «αναγνώριση της συμβολής μου». Έχω τη σιγουριά του κειμένου μου (όταν την έχω) και την ασφάλεια που σου δίνει η επίγνωση ότι αν το κείμενο είναι δραστικό, ένα «καπελωτικό», σκηνοθετικά ή υποκριτικά «ανέβασμα δεν είναι παρά μια (κακή) στιγμή του μέσα στα χρόνια.
Ποιο θεωρείτε ότι είναι το μεγάλο πλεονέκτημα της παράστασης;
Η λυτρωτική της ενέργεια. Το τραγούδι της «Παράβασης». Κάθε φορά που τη σκέφτομαι και μια διαφορετική ατάκα (σήμερα είναι της Ηλέκτρας:«Βεβαίως, θα μιλάω κυρίως εγώ. Έχω τόσα να πω!»). Αυτό που (μακάρι να) νιώθει ο θεατής όταν σταματήσουν τα γέλια.