
Στην Αναστασία Καμβύση
H Λίνα Στεφάνου, ήδη στη δημοσιογραφική αρένα με τις λέξεις από τη δεκαετία του ’80, συστήθηκε στο αναγνωστικό κοινό ως λογοτέχνης με το μυθιστόρημα «Τσάρλυ» (εκδ. Κέδρος, 2002). Ακολούθησε η ποιητική συλλογή «Στον Κήπο με τις Σαλαμάνδρες» στις εκδόσεις Μελάνι, από τις οποίες μόλις κυκλοφόρησε και η δεύτερη, «Σαν νερό στην επιφάνεια του κόσμου».
Πώς ξεκινά ένα ποίημα; Με μια λέξη, μια ιδέα;
Ένα ποίημα ξεκινά με ένα σπασμό. Ή με μια γροθιά στο υπογάστριο που σου γυρνάει τα μάτια ανάποδα και σε κάνει να βλέπεις την αθέατη πλευρά των πραγμάτων ─ ή του εαυτού σου. Μετά βρέχει λέξεις... Αν καταφέρεις να τις μαζέψεις, να τις βάλεις σε τάξη ώστε να έχουν ρυθμό και νόημα, τότε μπορεί να καταφέρεις να φτιάξεις ένα ποίημα.
Τι συνθήκες αποζητάς για να γράψεις; Ακούς μουσική, χρειάζεσαι ησυχία, θριαμβεύεις σε χαοτικές συνθήκες;
Τα περισσότερα ποιήματα έχουν γραφτεί σε ένα συγκεκριμένο μπαρ το οποίο θεωρώ γραφείο μου. Φυσικά υπάρχει ομοιόμορφο βουητό από τις συζητήσεις κι έχει και εξαιρετική μουσική. Η μουσική πάντα βοηθάει. Έχω γράψει όμως και ποιήματα ξυπνώντας αργά τη νύχτα (από τη γροθιά που λέγαμε), γι’ αυτό δίπλα από το κρεβάτι μου υπάρχει πάντα χαρτί και μολύβι. Οπουδήποτε μπορείς να γράψεις ένα ποίημα. Συνήθως έρχεται αυτό και σε βρίσκει γι’ αυτό πρέπει να είσαι πάντα έτοιμος (να κουβαλάς πάντα τα όπλα της τέχνης σου μαζί). Μπορεί να είναι σε ένα καφέ, ή όρθιος στην ουρά της τράπεζας, ή στις επτά το πρωί στο μπαλκόνι του σπιτιού σου σε απόλυτη ησυχία. Δεν υπάρχουν ιδανικές συνθήκες γραφής. Όπως δεν υπάρχει και ιδανική ζωή. Αρπάζεις τη στιγμή κι αυτό είναι όλο.
Υπάρχει διάχυτη η εντύπωση ότι η ποίηση είναι έκφραση ευαισθησίας, μία αποτύπωση συναισθημάτων. Ξεχνούν τη σκληρή δουλειά του να παλεύεις με τις λέξεις για να αποτυπώσεις αυτό ακριβώς που νιώθεις. Είναι έτσι; Τι έχεις να πεις γι αυτή τη διαδικασία;
Όταν ο Σαχτούρης έγραφε: «Μη φεύγεις θηρίο/ θηρίο με τα σιδερένια δόντια/ θα σου φτιάξω ένα ξύλινο σπίτι/ θα σου δώσω ένα λαγήνι/ θα σου δώσω κι ένα κοντάρι/ θα σου δώσω κι άλλο αίμα να παίζεις….» πείτε μου εσείς πόσο εύκολο είναι με τόσο συγκεκριμένο τρόπο να παραμένεις αφηρημένος; Δεν είναι η αποτύπωση συναισθημάτων κατά τη γνώμη μου το ζητούμενο στην ποίηση. Είναι η ακρίβεια στην έκφραση της προσωπικής σου αγωνίας. Αν στο τέλος αυτό που έγραψες εκφράζει και εκείνους που θα το διαβάσουν, τότε τόσο το καλύτερο. Είναι σα γέννα. Άλλες φορές είναι πολύ εύκολη κι άλλες φορές κρατάει μέρες ολόκληρες χωρίς να ελευθερώνεσαι.
Αυτή είναι η δεύτερη ποιητική σου συλλογή. Η πρώτη είχε τον τίτλο «Στον Κήπο με τις Σαλαμάνδρες». Μπορείς να μιλήσεις για τη διαφορά, αν υπάρχει, ανάμεσα σε ένα ποιητή που δεν έχει εκδώσει τη δουλειά του και σε έναν που το έχει κάνει;
Ο πρώτος κοιτάει με ελπίδα το μέλλον. Ο δεύτερος κοιτάει με χαρά το παρελθόν. Και οι δυο διακατέχονται από τον φόβο πως η ιερή μέθη μπορεί αναπάντεχα κάποια στιγμή να εκλείψει.
Με ποιο τρόπο η θητεία σου στα μέσα ενημέρωσης επηρέασε αυτά που γράφεις, αλλά και εσένα την ίδια;
Θα έγραφε αλλιώς ο Καρυωτάκης αν δεν ήταν δημόσιος υπάλληλος; Ή ο Σεφέρης αν δεν ήταν στο διπλωματικό σώμα; Ή ο Πεσόα αν δεν ήταν εμπορικός αντιπρόσωπος; Θα είχε γράψει ο Χέμινγουεϊ το «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» αν δεν ήταν πολεμικός ανταποκριτής; Θα έγραφα αλλιώς αν είχα κάνει άλλη δουλειά; Πιθανότατα. Το μόνο σίγουρο πάντως είναι πως ό,τι δουλειά κι αν έκανα πάλι θα έγραφα.
Δε βρίσκω το λόγο να αναλύει κανείς τα ποιήματα, αλλά θα μου άρεσε να σταθώ σε ένα απόσπασμα: «Γιατί γράφετε;» με ρωτούν. «Για να είμαι ολόκληρη ορατή» απαντώ και μέσα μου προσθέτω: "Όπως στη θάλασσα". Πότε ξεκινά η αγάπη για το υγρό στοιχείο που πρωταγωνιστεί ακόμη και στον τίτλο της συλλογής σου;
Ο Σεφέρης είχε γράψει: «Το ζεστό νερό μου θυμίζει κάθε πρωί πως δεν έχω τίποτε άλλο ζωντανό κοντά μου». Το νερό είναι ζωντανό, είναι πηγή ζωής. Μια κολυμπήθρα του Σιλωάμ. Η θάλασσα επιστρέφει στον ανάπηρο που κολυμπάει το χαμένο μέλος του και στον τυφλό την αίσθηση ελευθερίας του να κινείται χωρίς φόβο. Η θάλασσα είναι μνήμη κι ότι πιο κοντινό έχουμε στην αίσθηση που βιώσαμε όταν σχηματιζόμασταν επί εννέα μήνες μέσα στη μητρική μήτρα. Αγαπάω το δώρο που μας χαρίζει η θάλασσα∙ να είμαστε δηλαδή ο ιδανικός εαυτός μας για όση ώρα βρισκόμαστε μέσα στο νερό. Μ’ αυτήν την έννοια, άρχισα να εκτιμώ τη θάλασσα από την περίοδο της εφηβείας ακόμα.
Η συλλογή κλείνει με "Σκέψεις και Αφορισμούς περί γάμου". Εσένα σε άλλαξε ο γάμος;
Αυτό το κομμάτι γράφτηκε μέσα σε μια νύχτα υπό τον εκκωφαντικό ήχο ροκ μουσικής (και διορθώθηκε τις επόμενες μέρες). Είχα θυμώσει με όλους εκείνους που θεωρούν ότι επειδή έχεις παντρευτεί, έχεις λύσει το πρόβλημα της ζωής σου και σε αντιμετωπίζουν σαν τον τυχερό θνητό που έχει ευλογηθεί να έχει μόνιμη σχέση και επομένως, δεν κατανοεί τον πόνο του να είσαι μόνος και να παλεύεις με το άγνωστο. Είναι προφανές ότι όλοι μας έχουμε υπάρξει μόνοι κι έχουμε παλέψει με το άγνωστο. Ο γάμος δε σε αλλάζει. Είναι η αγάπη που σε αλλάζει. Σε αλλάζει με την έννοια ότι παλεύεις με πολλά πράγματα για να μπορέσεις να την διατηρήσεις και να μην την δεις να σβήνει και να χάνεται. Και δεν παλεύεις μόνο στην αρχή ή στη μέση ή στο τέλος, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια της σχέσης. Είναι η αγάπη για τον άλλον (άντρα, γυναίκα ή παιδί) που σε αλλάζει και σε κάνει να θες να υπερβείς τον εαυτό σου ώστε να γίνεις καλύτερος για χάρη τους. Εννοείται πως δεν το πετυχαίνεις κάθε μέρα. Το παλεύεις όμως. Αν σταματήσεις να παλεύεις, αν οχυρωθείς πίσω από το περίφημο «εγώ έτσι είμαι», τότε δεν έχεις γνωρίσει τι θα πει αγάπη.