Συνέντευξη με την επιστημονική υπεύθυνη της Νομισματικής Συλλογής της Τράπεζας της Ελλάδος με αφορμή την έκδοση του βιβλίου «Το παλίμψηστο της Αθήνας» (εκδ. Τράπεζα της Ελλάδος).
Στον Λεωνίδα Καλούση
Τα πολλαπλά και συχνά επικαλυπτομένα πρόσωπα της Αθήνας προσεγγίζει η έκδοση του Κέντρου Πολιτισμού, Έρευνας και Τεκμηρίωσης της Τράπεζας της Ελλάδος Το παλίμψηστο της Αθήνας (εκδ. Τράπεζα της Ελλάδος). Μια ομάδα μελετητών, έχοντας ο καθένας έναν συγκεκριμένο τομέα εστίασης, εξέτασαν εις βάθος την εικόνα της πρωτεύουσας. Όχι στην τωρινή –εν πολλοίς στατική– μορφή της, αλλά όπως αυτή αναπτύχθηκε μέσα στις δεκαετίες.
Το αποτέλεσμα φέρει τη σφραγίδα της πιστότητας (ως προς τα συμπεράσματα), αλλά και της καλαισθησίας (ως προς την έκδοση). Αξίζει πραγματικά να διαβαστεί αυτό το βιβλίο και για ένα λόγο παραπάνω: στην Αθήνα ζει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας. Πόσοι, όμως, γνωρίζουν πραγματικά αυτή την πόλη και τις κρυφές πτυχές της; Αυτό το βιβλίο θα τους αποκαλύψει πολλά.
Η επιστημονική υπεύθυνη της Νομισματικής Συλλογής της Τράπεζας της Ελλάδος, Κλεοπάτρα Παπαευαγγέλου–Γκενάκου μάς μίλησε για την ουσία αυτής της έκδοσης.
Κυρία Παπαευαγγέλου, τι είναι το Παλίμψηστο της Αθήνας;
Το Παλίμψηστο της Αθήνας είναι η πιο πρόσφατη έκδοση του Κέντρου Πολιτισμού, Έρευνας και Τεκμηρίωσης της Τράπεζας της Ελλάδος. Πρόκειται για την έκδοση των πρακτικών της ομώνυμης διεπιστημονικής συνάντησης που διοργανώθηκε τον Οκτώβριο του 2022.
Πώς προσεγγίζει κάποιος την πόλη, την Αθήνα, ως «παλίμψηστο»;
Ο όρος «παλίμψηστο» [1] χρησιμοποιείται με μεταφορική έννοια. Με το πέρασμα του χρόνου, μια πόλη υφίσταται αλλαγές, ενώ παράλληλα διατηρεί στοιχεία του παρελθόντος της. Νέες γενιές την κατοικούν και την ανασυνθέτουν. Έτσι και στην Αθήνα, παρατηρούμε μια διαδικασία «επανεγγραφής». Οι κάτοικοι, θα λέγαμε, εξαλείφουν ολοσχερώς ή μερικώς τα έργα των προγόνων τους αφήνοντας συγχρόνως, στην ίδια παλίμψηστη αστική περγαμηνή, το δικό τους αποτύπωμα.
Το παλίμψηστο της Αθήνας επιτρέπει πολλαπλές αναγνώσεις. Είναι ποικίλα τα εγγεγραμμένα στοιχεία. Υπάρχουν υλικά κατάλοιπα διαφόρων εποχών, από την αρχαιότητα μέχρι τη νεότερη εποχή, αλλά παράλληλα και στοιχεία που δεν είναι εύκολα αντιληπτά.
Στον συλλογικό τόμο βλέπουμε συμμετοχές ερευνητών από διάφορους κλάδους/επιστήμες. Πώς εξηγείται αυτό;
Το παλίμψηστο της Αθήνας επιτρέπει πολλαπλές αναγνώσεις. Είναι ποικίλα τα εγγεγραμμένα στοιχεία. Υπάρχουν υλικά κατάλοιπα διαφόρων εποχών, από την αρχαιότητα μέχρι τη νεότερη εποχή, αλλά παράλληλα και στοιχεία που δεν είναι εύκολα αντιληπτά, είναι άυλα, βιωματικά. Με την πόλη συνδέονται ιστορικά γεγονότα και αναμνήσεις, η συλλογική μνήμη… Είναι επόμενο, λοιπόν, να ασχολούνται με την πόλη και την ιστορία της πλήθος ερευνητών, που ανατρέχουν στο παρελθόν, μελετούν και ερμηνεύουν τις ποικίλες υποκείμενες γραφές. Η διεπιστημονική συνάντηση της Τράπεζας εστίασε σε αυτή την ετερογένεια του υλικού που αφορά τον πολιτισμό, την ιστορία, την πολεοδομία, την αρχιτεκτονική, την κοινωνία, την οικονομία κ.ά.
Η Κλεοπάτρα Παπαευαγγέλου-Γκενάκου είναι αρχαιολόγος-νομισματολόγος, επιστημονική υπεύθυνη της Νομισματικής Συλλογής της Τράπεζας της Ελλάδος. Σπούδασε Aρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στην Κλασική Αρχαιολογία στο King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Ειδικεύθηκε στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή νομισματική και έλαβε το διδακτορικό της δίπλωμα από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Βραβεύθηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 2006 για τη μελέτη της περί της ιστορίας και νομισματοκοπίας της Νεαπόλεως και το 2021 για το βιβλίο της με τίτλο Εκ Θεμελίων, που εκδόθηκε το 2020 από το Κέντρο Πολιτισμού Έρευνας και Τεκμηρίωσης της Τράπεζας της Ελλάδος. |
Είναι πολύ ελκυστική και ενδιαφέρουσα η εικόνα της πόλης ως παλιμψήστου. Ποιοι συμμετέχουν στον τόμο και ποια είναι τα θέματά τους;
Είχαμε την τιμή να συνεργαστούμε με ειδικούς ερευνητές που παρουσίασαν τις δικές τους «αναγνώσεις», προσέφεραν τη δική τους οπτική γωνία. Ο Δημήτρης Πλάντζος εξετάζει τα κατάλοιπα της αρχαιότητας που συνειδητά έχουν διατηρηθεί «κατά χώραν» μέσα στον σύγχρονο ιστό της πόλης. Συζητά για το κατά πόσο εκπληρώνεται ο σκοπός τους, αν δηλαδή επιτρέπουν/προκαλούν τον διάλογο του Αθηναίου πολίτη με το κλασικό παρελθόν της πόλης.
Ο Δημήτρης Ν. Καρύδης, ιχνηλατώντας το έργο του σημαντικού αρχιτέκτονα Karl Friedrich Schinkel, μας μεταφέρει στην Κριμαία, στο Βερολίνο και στην Αθήνα. Και αναγνωρίζει τη συμμετοχή του στον πρώτο αστικό σχεδιασμό της πόλης. Δηλαδή στο πρώτο σχέδιο των Αθηνών για την πολεοδομική επέκταση της νεοσύστατης πρωτεύουσας, που εκπόνησαν το 1833 ο Σταμάτης Κλεάνθης και ο Eduard Schaubert.
Ο Γιάννης Μ. Ιωαννίδης και ο Shengbin Wei, βασισμένοι στη μακροοικονομική θεώρηση της οικονομικής ανάπτυξης των πόλεων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, αναλύουν την περίπτωση της Αθήνας στο πλαίσιο της παγκόσμιας αστικοποίησης.
Υπό το πρίσμα της κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας, η Ευγενία Μπουρνόβα και η Μυρτώ Δημητροπούλου, με τη μελέτη τους για τις κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες στην Αθήνα κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, διερευνούν τη γεωγραφική επέκταση, την πληθυσμιακή πυκνότητα και την αστική κινητικότητα της πρωτεύουσας.
Την Αθήνα του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη, του ξαδέρφου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, διαβάζει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης. Μέσα από την ανάλυσή του αφουγκράζεται την ανησυχία του συγγραφέα για το ελληνικό έθνος που το βλέπει να απαξιώνει τα έθιμα και την ορθόδοξη πίστη του.
Ο Κώστας Τσιαμπάος φέρνει στο φως «μια άλλη Αθήνα», μια Αθήνα που δεν γράφτηκε ποτέ στο αστικό παλίμψηστο. Εξετάζει δημόσια και μεγάλης κλίμακας έργα του 20ού αιώνα τα οποία δεν υλοποιήθηκαν σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό τους, ενώ παράλληλα παραθέτει τις πολυκύμαντες περιπέτειές τους. Και, τέλος, ο Νίκος Βατόπουλος επικεντρώνεται στη μεταβαλλόμενη φυσιογνωμία της Αθήνας του μεσοπολέμου και αναδεικνύει την αέναη στρωματογραφία της, η οποία δεν έχει επαρκώς μελετηθεί.
Αν δούμε μεμονωμένα τα διάφορα στρώματα του παλιμψήστου, οι ποικίλες και ετερογενείς γραφές είναι ελλιπείς και αποσπασματικά σωζόμενες, μοιάζουν με μισοσβησμένα χειρόγραφα.
Είναι γνωστό το έργο της Τράπεζας της Ελλάδος στο κομμάτι του Πολιτισμού, αλλά πως προέκυψε η ιδέα για τη διοργάνωση μιας εκδήλωσης ειδικά για την Αθήνα;
Η συνάντηση ήρθε ως συνέχεια της έκδοσης Εκ Θεμελίων που εξέδωσε το Κέντρο Πολιτισμού, Έρευνας και Τεκμηρίωσης της Τράπεζας της Ελλάδος το 2020 (διαθέσιμης στη σελίδα της Τράπεζας). Εκεί αποτυπώθηκε η «προϊστορία» του οικοδομικού τετραγώνου το οποίο καταλαμβάνει σήμερα το κεντρικό Μέγαρο της Τράπεζας. Το 1932, κατά τη θεμελίωση του κτηρίου, βρέθηκαν σε τάφους 43 αρχαία αντικείμενα. Με αφορμή αυτά τα ευρήματα παρουσιάστηκε η χρήση του χώρου ανά τους αιώνες.
Συζητήθηκε, δηλαδή, όχι μόνο η σημαντική αρχαία βορειοανατολική νεκρόπολη που εκτεινόταν στην περιοχή, αλλά και το οικοδομικό τετράγωνο 15 όπως ορίζεται από τις οδούς Πανεπιστημίου, Ομήρου, Σταδίου και Εδουάρδου Λω. Χρησιμοποιήθηκε πλήθος ετερόκλητων τεκμηρίων της παλαιάς Αθήνας, όπως οι πρώτοι χάρτες της πρωτεύουσας, φωτογραφίες από το 1859 και εξής, έργα ζωγραφικής, συμβόλαια αγοροπωλησίας, εφημερίδες, διαφημίσεις, αθηναιογραφήματα, κ.ά. Με το ίδιο πνεύμα, θα έλεγα, διοργανώθηκε και η διεπιστημονική συνάντηση «Το παλίμψηστο της Αθήνας», ως ελάχιστη προσφορά στην πλήρωση των «κενών» του ιστορικού γίγνεσθαι της πόλης.
Να σας δώσω συγχαρητήρια και για το ιδιαίτερα καλαίσθητο αποτέλεσμα της έκδοσης. Αυτό το πολύχρωμο abstract εξώφυλλο να θεωρήσουμε ότι είναι ο χάρτης της Αθήνας;
Πράγματι, είναι μέρος του χάρτη της Αθήνας όπως τον σχεδιάσαμε εξαρχής στο Τμήμα Εκδόσεων του Κέντρου Πολιτισμού της Τράπεζας. Είναι η δική μας παραστατική πρόταση για το πώς ομοιάζει το παλίμψηστο της Αθήνας. Αν δούμε μεμονωμένα τα διάφορα στρώματα του παλιμψήστου, οι ποικίλες και ετερογενείς γραφές είναι ελλιπείς και αποσπασματικά σωζόμενες, μοιάζουν με μισοσβησμένα χειρόγραφα. Εκεί, ωστόσο, που τελειώνει το ένα στρώμα παρεισφρέει το επόμενο. Και τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο, καθώς αναμειγνύονται, φαντάζουν ως ένα συναρμολόγημα ετερογενών θραυσμάτων.
(1) Λέξη σύνθετη από το αρχαίο επίρρημα πάλιν (= πάλι) και το αρχαίο ρήμα ψάω (= ξύνω), το «παλίμψηστον» αναφέρεται στη μεσαιωνική παράδοση της απόξεσης παλαιού κειμένου από περγαμηνή ή από πάπυρο, ώστε να επιτραπεί η επαναχρησιμοποίησή τους. Πρόκειται για το χειρόγραφο στο οποίο, λόγω της συχνά ατελούς διαδικασίας διαγραφής, διακρίνονται τα ίχνη της υποκείμενης ή των υποκείμενων γραφών, και δημιουργείται το οπτικό αποτέλεσμα δύο ή περισσότερων επάλληλων κειμένων.