Μια συζήτηση με τη Λένα Διβάνη με αφορμή την επανακυκλοφορία του μυθιστορήματός της «Εργαζόμενο αγόρι» (εκδ. Πατάκη). Σημειώνει, μεταξύ άλλων, «είναι πολύ δύσκολο να περιγράψεις μια κοινωνία όπου οι γυναίκες είναι τα αφεντικά και να μη σε προδώσει αυτή η εξόχως «αρσενική» γλώσσα. Θα πω μόνο ότι η ταυτότητα που μου έδωσε η Νομική Σχολή γράφει: «Λένα Διβάνη, καθηγητής»!!! Τι διάολο σημαίνει αυτό;»
Συνέντευξη στον Κώστα Αγοραστό
Τα τελευταία χρόνια οι επανεκδόσεις παλαιότερων βιβλίων είναι μια τακτική των εκδοτικών οίκων που συμβαίνει συχνά – είτε λόγω μεταγραφής ενός συγγραφέα, μαζί με την «προίκα» του, είτε λόγω της δυναμικής ενός πρόσφατου βιβλίου, είτε τέλος με την αφορμή κάποιας επετείου, οπότε και η επανέκδοση συνοδεύεται και από εισαγωγικά κείμενα και κριτική αποτίμηση. Σπάνια η αφορμή μιας επανέκδοσης, όπως συνέβη με το «Εργαζόμενο αγόρι» της Λένας Διβάνη θα αποτελεί το θέμα του βιβλίου – και σ' αυτή την περίπτωση θα συναντήσουμε βιβλία non fiction, μελέτες κοινωνιολογικές. Η εξήγηση έρχεται από την ίδια, όπου μας λέει χαρακτηριστικά: «Εγώ εξ αρχής φιλοδόξησα να είμαι μια κοινωνιολόγος συγγραφέας – ακόμα και όταν γράφω για ιστορικά πρόσωπα, για το τώρα μιλάω κατά βάθος, με το σήμερα προσπαθώ να καταλάβω πώς θα συνομιλούσαν».
Και μέσα σ' αυτή τη φράση υπάρχει ένα ακόμη στοιχείο που ίσως εξηγεί γιατί η Λένα Διβάνη, εδώ και σχεδόν 30 χρόνια από την κυκλοφορία του πρώτου πεζογραφικού της βιβλίου, σημειώνει μια αδιάκοπη επιτυχία, με πωλήσεις, σταθερό και μεγάλο αναγνωστικό κοινό και η ίδια να είναι πολύ αγαπητή στους φοιτητές της, μέχρι πρόσφατα που παραιτήθηκε από τη Νομική σχολή: Και δεν είναι άλλο από το «εξ αρχής». Σταθερή, ακούραστη και αταλάντευτη στις απόψεις της και στα ζητήματα που την απασχολούν είτε αυτά βρίσκονται στη επικαιρότητα είτε όχι. Κι έτσι, 23 χρόνια μετά ήρθε η ώρα να συζητήσουμε για το «Εργαζόμενο αγόρι».
❈
Το μυθιστόρημά σας «Εργαζόμενο αγόρι» κυκλοφόρησε πριν από 23 χρόνια, ενώ πρόσφατα επανεκδόθηκε από τον Πατάκη και σημειώνει αδιαμφισβήτητα μια «δεύτερη καριέρα». Πιστεύατε ότι δεν θα ήταν άλλη μια επανέκδοση, αλλά ότι θα συναντούσε ένα νέο αναγνωστικό κοινό;
Όλα είναι ζήτημα timing, ιδού το χρησιμότερο μάθημα που με έχει διδάξει η ζωή! Μου απέδειξε τότε ότι δεν μπορώ να ανοίξω μόνη σου μια συζήτηση –γιατί αυτό κάνουν τα βιβλία, ξεκινάνε μια συζήτηση, ανοίγουν χαραμάδες στις βεβαιότητες– και ειδικά μια συζήτηση που η κοινωνία βρίσκει ανούσια και πολύ ενοχλητική. Γιατί η μαύρη αλήθεια είναι πως το 2000 η πατριαρχία έκανε πάρτι στη χώρα μας. Τα κορίτσια έσκιζαν στο δημοτικό, θριάμβευαν στο Γυμνάσιο, περνούσαν εύκολα στη Νομική λ.χ., την τελείωναν με άριστα και στη συνέχεια… γινόταν στην πλειονότητά τους ανθυποβοηθοί σε δικηγορικά γραφεία ή δικαστίνες για το δημοσιοϋπαλληλικό στάτους και το ωράριο.
Η πραγματικά φιλόδοξη, η μαχόμενη δικηγορία ήταν για τα αγόρια – γενικά η μαχητική άνοδος στα ύπατα αξιώματα ήταν αντρικός προορισμός. Ελάχιστες αμφισβητούσαν ότι τα κορίτσια έπρεπε να βάζουν προτεραιότητα όχι την καριέρα τους αλλά την αναζήτηση ενός καλού παιδιού με το οποίο να κάνουν στη συνέχεια εξίσου καλά παιδιά. Εγώ, αφελής και ονειροβατούσα τότε, άρτι αφιχθείσα από Λονδίνο όπου η συζήτηση για τα φύλα έβραζε, εκσφενδόνισα στην ελληνική κοινωνία ένα βιβλίο που αμφισβητούσε τα θεμέλιά της. Όχι μόνο τα αμφισβητούσε, τα γελοιοποιούσε κιόλας. Πήγαινα ξυπόλυτη στ΄ αγκάθια δηλαδή.
Έχω την αίσθηση, και διορθώστε με αν κάνω λάθος, ότι τόσο το 2000 που κυκλοφόρησε, όσο και το 2010 που εκδόθηκε σε e-book, είναι από τα βιβλία σας που προσέχθηκαν λιγότερο από κάποια άλλα [«Ενικός αριθμός», «Ψέματα», «Ένα πεινασμένο στόμα»]. Ήταν θεωρείτε το αναγνωστικό κοινό ανέτοιμο και οι προβληματισμοί του εκείνη την εποχή, μακριά από ζητήματα που υπάρχουν στο βιβλίο;
Το βιβλίο διαβάστηκε πολύ, έκανε 8 εκδόσεις και πήρε πολύ καλές κριτικές ως ανατρεπτική κωμωδία. Στην ουσία ελάχιστα άτομα κατάλαβαν τι προσπαθούσα να κάνω τότε. Σήμερα όλοι καταλαβαίνουν. Εξού και προφανώς δεν είναι άλλη μια επανέκδοση, ούτε έγινε τυχαία. Αυτό αποδεικνύεται και από την ζωηρότατη αντίδραση του αναγνωστικού κοινού. Αυτή τη σωστή στιγμή περίμενα τόσα χρόνια. Τώρα άνοιξε η συζήτηση για τη σημασία του φύλου, τις ταυτότητες και την δολοφονική επίδραση που έχουν στο μέλλον μας. Δυστυχώς ότι δεν είναι μια συζήτηση που άνοιξε ομαλά, σαν προϊόν εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας.
Αυτή τη σωστή στιγμή περίμενα τόσα χρόνια. Τώρα άνοιξε η συζήτηση για τη σημασία του φύλου, τις ταυτότητες και την δολοφονική επίδραση που έχουν στο μέλλον μας. Δυστυχώς ότι δεν είναι μια συζήτηση που άνοιξε ομαλά, σαν προϊόν εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας.
Δεν με εκπλήσσει, παραδοσιακά στη χώρα μας τα σοβαρότερα των ζητημάτων εισάγονται από το εξωτερικό: Το κεντρικό κράτος και η κοινοβουλευτική δημοκρατία το 1821, ο εκσυγχρονισμός το 1875 με τον «λονδρέζο» Τρικούπη, ο φεμινισμός κατά κύματα όλα ξεβράστηκαν από εξωτικές ακτές στη χώρα μας. Σαν εξωγενείς όλες αυτές οι εισαγωγές μισήθηκαν από τους Έλληνες, χλευάστηκαν όλες και πάνω απ΄ όλες ο φεμινισμός που κατάντησε βρισιά. Τώρα όμως νιώθω για πρώτη φορά ότι κάτι άλλαξε. Ένα μολυσμένο απόστημα έσπασε. Ίσως και γιατί ήταν τόσο αηδιαστική η κτηνωδία του Γουάινστιν που θεωρούσε αυτονόητο σεξουαλικό παιγνίδι του όλες τις κοπέλες με τις οποίες δούλευε. Τα πρωινάδικα –ω τι έκπληξη, τι ανατροπή!– το έβαλαν στη ζωή της ελληνίδας γιατί είχε να κάνει με το εγχώριο glam, το κακό σπυρί της σιωπής και της ανοχής έσπασε, τα στόματα άνοιξαν και... κάπως έτσι παράδοξα άνοιξε η πόρτα για να μπει ένα επίσης παράδοξο βιβλίο στις ζωές των κοριτσιών και των αγοριών που αλλάζουν.
Οι κοινωνικές συνθήκες σήμερα δίνουν τη δυνατότητα, όποιος και όποτε θέλει και αισθανθεί την ανάγκη, να καταγγείλει μια κακοποιητική συμπεριφορά επώνυμα και ευθέως. Η πεζογραφία από την άλλη, αντλεί την δύναμή της, όχι μόνο από τα θέματα που καταπιάνεται αλλά και από τον τρόπο που το κάνει. Σαρκασμός, χιούμορ, ανατροπή των ρόλων. Έχει σήμερα και έναν παρηγορητικό ρόλο το βιβλίο σας;
Παρηγορητικό δεν θα το έλεγα γιατί ξύνει πληγές, τραβάει το χαλί κάτω από τις εδραιωμένες πεποιθήσεις μας. Αντέστρεψα την κοινωνική πραγματικότητα με πολύ συγκεκριμένη στόχευση: να πάρουμε απόσταση γυναίκες και άντρες από τα στερεότυπα που μας υπαγορεύουν ένα σωρό παράλογες συμπεριφορές (γελοιότητες, αφέλειες, σκληρότητες). Να δουν οι άντρες πόσο ανυπόφορο είναι να πας να δουλέψεις κάπου και να φοβάσαι μη σε ορεχτεί ο προϊστάμενός σου. Να δουν οι γυναίκες πόσο ηλίθιο είναι να πιέζουν τα κορίτσια τους να γίνουν θύματα και τα αγόρια τους θύτες, ενώ αυτό τους κατέστρεψε τη ζωή. Να τα δούμε όλοι και όλες όλα καθαρά και να αρχίσουμε να αλλάζουμε.
Για την επανέκδοση κάνατε αλλαγές ή το αφήσατε ως είχε;
Το άφησα ακριβώς όπως ήταν γιατί –λυπάμαι που το λέω– δεν άλλαξαν και πολλά πράγματα στην ελληνική κοινωνία για τις γυναίκες τα τελευταία 20 χρόνια. Πολύ χαρακτηριστικά έδωσα το βιβλίο μου σε αγόρια και κορίτσια της νεότερης γενιάς και σοκαρίστηκαν στα ίδια σημεία: Τι; Ο μπαμπάς σερβίρει μεζέδες στη μαμά και τη φίλη της και μετά αποσύρεται ήσυχα στη γωνιά του για να συζητήσουν οι γυναίκες τα σοβαρά τους θέματα; Ο μπαμπάς λέει στο γιο ποια θα σε πάρει εσένα που ούτε ένα ταψί δεν μπορείς να βάλεις στον φούρνο;
Θα μου επιτρέψετε επίσης να υπογραμμίσω ότι έκανα στη γλώσσα μια δουλειά αόρατη για τα μάτια των πολλών αλλά πολύ επίπονη. Η ελληνική γλώσσα, όπως και η γαλλική είναι εντελώς έμφυλη, είναι πολύ δύσκολο να περιγράψεις μια κοινωνία όπου οι γυναίκες είναι τα αφεντικά και να μη σε προδώσει αυτή η εξόχως «αρσενική» γλώσσα. Θα πω μόνο ότι η ταυτότητα που μου έδωσε η Νομική Σχολή γράφει: «Λένα Διβάνη, καθηγητής»!!! Τι διάολο σημαίνει αυτό; Όταν ρώτησα μου είπαν μια ανοησία, ότι αυτή είναι η διατύπωση του νόμου, είναι τυπικό κ.λπ κ.λπ Καταλάβατε τι σημαίνει; Ότι φρόντισε και ο νομοθέτης και η σχολή μου να μου υπογραμμίζουν ότι η θέση κανονικά ήταν για έναν καθηγητή αλλά… την έκλεψα εγώ, μια ακόμα εξαίρεση του κανόνα.
Τίποτα στην τέχνη δεν έχει ημερομηνία λήξεως στην πραγματικότητα. Κάθε εποχή έχει άλλα μάτια και διαβάζει αλλιώς, επανασημασιοδοτεί τα κείμενα.
Τα τελευταία χρόνια βρίσκουμε στις νέες κυκλοφορίες όλο και συχνότερα επανεκδόσεις παλαιότερων βιβλίων. Πίστωση χρόνου για τους συγγραφείς μέχρι το επόμενο νέο τους βιβλίο, έκδοση με μικρότερο κόστος, για τους εκδότες έναντι ενός χειρογράφου και μια νέα πρόταση για τους νεότερους αναγνώστες ή μια προσεγμένη έκδοση για όσους διαβάζουν συστηματικά. Παρόλα αυτά πιστεύετε ότι κάποια βιβλία έχουν «ημερομηνία λήξεων», τα ξεπερνά η εποχή ή η γλώσσα;
Τίποτα στην τέχνη δεν έχει ημερομηνία λήξεως στην πραγματικότητα. Κάθε εποχή έχει άλλα μάτια και διαβάζει αλλιώς, επανασημασιοδοτεί τα κείμενα. Άλλοι είναι οι Δαιμονισμένοι σήμερα και άλλοι την εποχή του Ντοστογιέφσκι. Αλλά το έργο που έχει κάτι να πει είναι ανοιχτό στην αέναη επανεκτίμησή του. Επίσης να μην ξεχνάμε ότι κάθε βιβλίο είναι ιστορικό ντοκουμέντο. Κατά τη γνώμη μου αλλά και την ερευνητική επιστημονική εμπειρία μου, μαρτυρεί περισσότερα για την εποχή του από τα επίσημα ιστορικά αρχεία.
Κινείστε διαρκώς ανάμεσα στο σήμερα που «καίει» και εξατμίζεται και στο παρελθόν που στέκει κάπου στο βάθος θολό. Ποιο είναι το κοινό στοιχείο που συνδέει τις ιστορίες των βιβλίων σας μεταξύ τους αλλά και με εσάς και τους αναγνώστες.
Εγώ εξ αρχής φιλοδόξησα να είμαι μια κοινωνιολόγος συγγραφέας – ακόμα και όταν γράφω για ιστορικά πρόσωπα, για το τώρα μιλάω κατά βάθος, με το σήμερα προσπαθώ να καταλάβω πώς θα συνομιλούσαν. Το όραμά μου ήταν να αποτυπώσω τα ζέοντα προβλήματα μιας εποχής πολύ ενδιαφέρουσας και πολύ επικίνδυνης: Πρώτο στη λίστα μου ήταν το φύλο γιατί είδα ότι μου έβαζε μια στάμπα, έναν περιορισμό εκ γενετής υπαρξιακά, κοινωνικά και πολιτικά – από κάθε άποψη. Δεύτερο ήταν τα δικαιώματα, η ανισότητα, το βύθισμα ολοένα και μεγαλύτερων ομάδων πληθυσμού στη φτώχεια και η πολιτική αναισθησία. Τρίτο και πολύ καυτό σήμερα είναι οι φρεναπάτες, τα ψέματα που μάθαμε να λέμε στον εαυτό μας για να συνεχίσει να βουλιάζει στη βολική αδράνεια και οι φρεναπάτες που δημιουργεί ο λαϊκισμός για να παρασύρει και να χειραγωγήσει τις μάζες. Αυτό είναι ένα πρότζεκτ που ερευνώ πυρετωδώς τώρα.
Στο «Εργαζόμενο αγόρι» έχετε τη φράση: «Για να ονειρευτείς τη ζωή σου, πρέπει να κοιμάσαι». Πώς βλέπετε τα πράγματα σήμερα; Μπορούμε να ονειρευόμαστε με ανοιχτά τα μάτια ή μήπως είμαστε σε ύπνο βαθύ, ανήμποροι να αντιδράσουμε ουσιαστικά;
Θυμάστε την αρχική σεκάνς του Fight club; Το σύστημα μας θέλει απομονωμένους, ένας-έναν στα διαμερίσματά μας, άβουλους και υπάκουους καταναλωτές βυθισμένους στη βολική καθημερινότητά μας, comfortably numb που έλεγαν και οι Pink Floyd. Όταν ακούω εικοσάχρονα να λένε χαμογελαστά «Εκλογές; Α, όχι καλέ, δεν ασχολούμαι μ΄ αυτά, βαριέμαι», αντιλαμβάνομαι ότι το Σύστημα τα καταφέρνει περίφημα γιατί δεν βαριέται ποτέ.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.