
Με νέο μυθιστόρημα επέστρεψε πριν από λίγες εβδομάδες ο Γιώργος Στόγιας, με τίτλο «Όχι δεν χωριζόμαστε» (εκδ. Μελάνι), ένα μυθιστόρημα, μεταξύ άλλων, «δεσμίδα μεταχρονολογημένων ερωτικών γραμμάτων προς τη δεκαετία του ’90».
Επιμέλεια: Book Press
Πώς ξεκινήσατε να γράφετε το μυθιστόρημά σας «Όχι δεν χωριζόμαστε»; Θυμάστε το αρχικό ερέθισμα;
Κάθε άνοιξη έβλεπα στον ύπνο μου ότι το καλοκαίρι θα δούλευα ξανά στην ιδιωτική κατασκήνωση που πήγαινα όταν ήμουν νέος. Οι φίλοι από το παρελθόν ήταν εκεί, όπως ακριβώς τους θυμόμουν, δίχως να προβληματίζονται για την επιστροφή μου και την τωρινή ηλικία μου. Μια νύχτα είδα έναν εφιάλτη ότι το πολεμικό πλοίο στο οποίο υπηρέτησα τη θητεία μου είχε χτυπηθεί από τουρκικό. Κολύμπησα μέχρι την κοντινότερη ακτή αλλά οι λιμενικοί με πήραν για μετανάστη και με έβαλαν σε κλειστό κέντρο. Αρχή του προπέρσινου καλοκαιριού, ενώ έκανα ντους μετά από τρέξιμο, είδα μέσα από τους ατμούς ένα μυθιστόρημα με τον κεντρικό ήρωα να διανύει τη συναισθηματική απόσταση ανάμεσα στις δυο αυτές εικόνες. Είχα την αρχή και το τέλος, μετά έπρεπε απλώς να ενώσω τις τελίτσες. Μου πήρε μόνο δυο χρόνια.
Ανάμεσα στην αυτοβιογραφία και την επινόηση, πού γέρνει η πλάστιγγα;
When I was young, που τραγουδούσε κι ο Eric Burdon, πίστευα ότι τα σύνορα μεταξύ Τέχνης και Ζωής θα έπρεπε να είναι όχι απλώς διαπερατά, αλλά να καταλυθούν. Ο πραγματικός καλλιτέχνης (εκείνος που σαν ήρωας του Στάνισλαβ Βίτκιεβιτς θα μισούσε να αποκαλείται με αυτό το όνομα) έπρεπε να ζει ως μύθος εν εξελίξει. Το μεγαλύτερο έργο του θα ήταν η κατασκευή του εαυτού του (φταίει και το ότι κουβαλούσα συνεχώς μαζί μου τους δύο Τροπικούς του Χένρι Μίλλερ). Η καλλιτεχνική παραγωγή του θα ήταν μοιραία μια υποδεέστερη αντανάκλαση του φωτός που σκόρπιζε γενναιόδωρα στην καθημερινότητά του (έκανε ζημιά και το βιβλίο του Αντρέ Ζιντ για τον Όσκαρ Ουάιλντ στο οποίο γραπωνόμουνα σαν ενοχικός ιερέας σε προσευχητάρι). Σήμερα, έχω διακριβώσει, θεωρητικά και εμπειρικά, τα αδιέξοδα μιας τέτοιας αισθητικής του βίου, και συνεπώς τα έργα μου είναι προϊόντα επινόησης (σε οικείους όμως κατά προτίμηση τόπους).
Ο ήρωάς σας προσλαμβάνεται ως Υπαρχηγός σε παιδική κατασκήνωση και αναζητά μέσα σε ένα καλοκαίρι την προσωπική αναγέννηση. Τι είναι για εκείνον η αναγέννηση; Νέες σεξουαλικές εμπειρίες; Κάτι άλλο;
Αρχικά, δεν έχει σαφή ιδέα τού τι επιδιώκει. Τυχαία του παρουσιάστηκε μια ευκαιρία, και έτρεξε να αποδράσει σαν ζώο που βρήκε μια τρύπα στο κλουβί του. Η σεξουαλική επιθυμία είναι η πιο άμεσα πιεστική, αλλά πολύ σύντομα οι φιλοδοξίες του διευρύνονται και φτάνουν μέχρι την ολική επανεκκίνηση στο εδώ και τώρα. Το να κόψει τις γέφυρες με τη «χειμερινή» ζωή του είναι κάτι πολύ εύκολο στην εκτέλεση (δεν προηγείται κάποια εκλεπτυσμένη σύλληψη), αλλά η ανέγερση στύλων που θα αγγίζουν τον ουράνιο θόλο θα αποδειχθεί, όπως προβλέπεται, όνειρο θερινής νυκτός. Τουλάχιστον, η πτώση, πάντα προσωπική, θα προσφέρει ηδονικό και διδακτικό θέαμα στους αιμοδιψείς θεατές.
Η ροκ μουσική μοιάζει να παίζει μεγάλο ρόλο σε αυτό το μυθιστόρημα. O Elvis Costello μας συστήνεται ήδη από το οπισθόφυλλο, ενώ τραγούδι των Kinks μας εισάγει στις πρώτες σελίδες του. Είναι ένα ροκ μυθιστόρημα, κι αν ναι, τι σημαίνει αυτό για σας;
Η απόπειρά μου να γράψω ένα «ροκ μυθιστόρημα» ήταν το Εαρινό Εξάμηνο (2012). Εκεί η ηρωίδα ήθελε να ζήσει μέσα στα τραγούδια που αγαπούσε. Στο Όχι δεν χωριζόμαστε, ο ήρωας, ο οποίος είναι και είκοσι χρόνια μεγαλύτερος, είναι συγκριτικά πιο προσγειωμένος. Του φτάνει να ξαναβρεί την ικανότητα να συγκινείται από τη μουσική με την ίδια δύναμη που του συνέβαινε όταν ήταν έφηβος… Με το πέρασμα του χρόνου συμβιβάστηκα με την προφανή ιδέα ότι αν ήθελα τόσο πολύ να φτιάξω κάτι ροκ, θα έπρεπε να παίζω ηλεκτρική κιθάρα αντί να γράφω. Ομολογουμένως, μου πήρε υπερβολικά πολύ καιρό, με αποτέλεσμα μέσα στα κείμενά μου να πληρώνω ακόμη δόσεις για τα υπέρογκα δάνειά μου από τη ροκ μουσική.
Ποιο θα λέγατε ότι είναι το βαθύτερο θέμα στο μυθιστόρημά σας;
Καθώς δεν βλέπω κάποιο μαχαίρι στο λαιμό μου, θα παρακάμψω το ερώτημα λέγοντάς ότι το Όχι δεν χωριζόμαστε είναι μια δεσμίδα μεταχρονολογημένων ερωτικών γραμμάτων προς τη δεκαετία του ’90, τις οξειδώσεις της σιδηράς νιότης, την αίσθηση του να βρίσκεσαι πάνω στη θεατρική σκηνή, το καλοκαίρι που παρά τις υποσχέσεις των Beach Boys δεν είναι ατελείωτο, την κατασκηνωτική ζωή σαν ένα καρναβάλι χαρακτήρων, και τη συμβιωτική εφηβική σχέση με τη μουσική που δεν είναι φτιαγμένη για τις μάζες (έστω κι αν κάποτε τις κατακτά). Αυτά όμως είναι απλώς η καύσιμη ύλη. Το θέμα βρίσκεται στις στάχτες της ιστορίας.